ΒΙΒΛΙΟ: Μετρό 2033
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Dmitry Glukhovsy
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: Καστανιώτη (υπό έκδοση)

H Mόσχα μετά από την πυρηνική καταστροφή που περιγράφεται στο μυθιστόρημα και video game Metro 2033.
Για κάποιο λόγο που μόνο με ψυχανάλυση μπορεί να διερευνηθεί οι ιστορίες με πυρηνικά μακελειά, πλημμύρες, καταποντισμούς, συνωμοσίες, αιμοβόρα πλαγκτόν που κατασπαράζουν ύπουλα σιγά σιγά το υφαλοπρανές της Ανταρκτικής και μεταλλαγμένους ιούς που ξεπαστρεύουν την ανθρωπότητα και εξαπλώνονται με μεγαλύτερη ταχύτητα κι από τη Formula 1, μου προκαλούν αναστάτωση. Ευεξία. Και απίστευτη χαρά! Βουτάω τέτοια βιβλία και τα ξεπαστρεύω σε τρεις μέρες το πολύ (αν έχετε παρατηρήσει όλα αυτά είναι πάνω από 500 σελίδες – χορταστικά). Δεν με ενοχλεί τίποτα: η μετάφραση-τραγωδία, η αμήχανη γραφή του συγγραφέα, τα εκφραστικά κλισέ που περισσεύουν. Σημασία έχει μόνο το μακελειό. Δεν περιμένεις ένα τέτοιο βιβλίο -τη Μπρίτζετ Τζόουνς του θριλεράκια- να σε πάει μπροστά ούτε να σου ανοίξει νέους ορίζοντες. Το διαβάζεις σαν να παρακολουθείς ταινία ή μια γρήγορη τηλεοπτική σειρά που κατέβασες από το Ιnternet και τη βλέπεις σερί μέχρι το πρωί. Συνδυάζονται δε καταπληκτικά με πίτσα, ποπ κορν και ξαπλώστρα, αν το επιτρέπει η εποχή. Είναι ιδανικά για τις παραλίες και ό,τι πρέπει για τις ανιαρές νύχτες του χειμώνα που θες να χωθείς στον καναπέ και να κανακέψεις την πιο ανάλαφρη πλευρά του εαυτού σου.
Όμως στ' αλήθεια τι είναι αυτό που μας μαγνητίζει στον τρόμο και την καταστροφολαγνεία; Η μαζοχιστική ηδονή που μας κάνει να δαγκώνουμε από την αγωνία τα μαξιλάρια βλέποντας θρίλερ, νομίζω, τρέχει στο αίμα μας: Από τις βιβλικές συμφορές μέχρι τα τέρατα της Αποκάλυψης. Κι από τους αστικούς μύθους για το τέλος του κόσμου που σκάνε κάθε τρεις και λίγο (με τελευταία την παραφιλολογία για το 2012) έως τα σενάρια για την προγραμματισμένη μυστική απόβαση των άλιεν στα σούπερ μάρκετ Πρισουνίκ Μαρινόπουλος μια ήσυχη Πέμπτη του μέλλοντος... Ο άνθρωπος από αρχαιοτάτων χρόνων έχει την ανάγκη να φτιάχνει σενάρια καταστροφής. Ίσως γιατί έτσι διασκεδάζει τον υπαρξιακό φόβο για το άγνωστο.
Έχουν περάσει από τα χέρια μου άπειρα τέτοια βιβλία, άλλα βαρετά που τα παράτησα απογοητευμένος πριν περάσω στο δεύτερο κεφάλαιο και άλλα πιο σπιντάτα (που είναι και το ζητούμενο): Όλα τους δυστοπικά θρίλερ που απεικονίζουν με τα πιο δυσοίωνα χρώματα το μέλλον. Έχουμε και λέμε: Το οικολογικό θρίλερ «Σμήνος» του Φρανκ Σέτσινγκ (εκδ. Καστανιώτη), το ...έπος του eco-παροξυσμού σε 1018 σελίδες, με σκουλήκια να τρώνε τους πάγους και τεράστια δηλητηριώδη καβούρια να σουλατσάρουν στο υδροδοτικό σύστημα της Νέας Υορκης.
Το «2012» του Ουίτλι Στρίμπερ (εκδ. Λιβάνη) που περιγράφει την ευθυγράμμιση της Γης με το κέντρο του Γαλαξία στις 21 Δεκεμβρίου του 2012 (ημερομηνία ορόσημο σύμφωνα με τις προφητείες των Μάγια) και την σύγκρουση του κόσμου μας με παράλληλα σύμπαντα.
Το «FlashForward» του Ρόμπερτ Τζέι Σόγιερ (εκδ. Orion Publishing Group - δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά), ένα κβαντικό θρίλερ στο οποίο βασίστηκε η ομώνυμη αμερικανική τηλεοπτική σειρά: Παρουσιάζει τις συνέπειες από την αποτυχία της έρευνας για το μποζόνιο του Χιγκς στο CERN. Κατά τη διάρκεια του πειράματος όλοι οι άνθρωποι στον κόσμο χάνουν τις αισθήσεις τους για δύο λεπτά. Εκατομμύρια πεθαίνουν πέφτοντας λιπόθυμοι στις σκάλες, ενώ αεροπλάνα καρφώνονται σε ουρανοξύστες, αυτοκίνητα και λεωφορεία βγαίνουν εκτός πορείας, ασθενείς σε χειρουργεία αιμορραγούν αφού κανείς δεν έχει τις αισθήσεις του για να ολοκληρώσει την επέμβαση... Όσοι επέζησαν έχουν αναμνήσεις από το μέλλον, από μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή 20 χρόνια μετά.
Ο «Κατακλυσμός» του Στέφεν Μπάξτερ (εκδ. Αίολος), ένα οικολογικό θρίλερ με καταστροφικές καταιγίδες, πλημμύρες και σκηνές οι οποίες θυμίζουν ταινίες όπως το «2012» ή το «The Day Afer Tomorrow».
Ο «Ιός» του Σκοτ Σίγκλερ (εκδ. Platypus) που περιγράφει μια μυστηριώδη ασθένεια η οποία μετατρέπει φυσιολογικούς ανθρώπους σε μανιακούς δολοφόνους. Και το τελευταίο βιβλίο της Μάργκαρετ Άτγουντ που έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά: «Η χρονιά της Πλημμύρας» (Εκδ. Ψυχογιός), το οποίο δεν έχω διαβάσει ακόμα. Απ όσο γνωρίζω πρόκειται για το χρονικό μιας περιβαλλοντικής κατάρρευσης που οδηγεί στο τέλος του πολιτισμού μας.
To εξώφυλλο της ελληνικής έκδοσης.

Αυτές τις ημέρες έχω βάλει στο μάτι ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας, το «Μετρό 2033» του νεαρού Ρώσου Ντμίτρι Γκλουχόφσκι (32 ετών) που θα κυκλοφορήσει τέλη Μαρτίου από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Πρόκειται για ένα διεθνές best seller το οποίο βγήκε πρώτα στο διαδίκτυο το 2002, έχοντας χιλιάδες αναγνώστες. Κατόπιν όταν εκδόθηκε σε βιβλίο, μεταφράστηκε όλο τον κόσμο (τα δικαιώματα του τίτλου του έχουν πουληθεί σε είκοσι χώρες) και πούλησε 400.000 αντίτυπα μόνο στη Ρωσία. Το 2007 απέσπασε στην Κοπεγχάγη βραβείο από τον οργανισμό European Science Fiction Society. Το θρίλερ περιγράφει έναν κόσμο ασφυκτικό. Βρισκόμαστε στο έτος 2033. Η ανθρωπότητα έχει υποστεί τις συνέπειες ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος. Οι πόλεις έχουν ρημάξει από τη ραδιενέργεια. Τα κτίρια ερείπια. Οι ελάχιστοι που έχουν διασωθεί κρύβονται στο μετρό της Μόσχας, το μεγαλύτερο αντιπυρηνικό καταφύγιο στη Γη. Εκεί, στις σήραγγες, έχουν φτιάξει κοινότητες και χτίζουν ξανά τη ζωή τους μέσα στο σκοτάδι και τη φρίκη του υπογείου.

Δεν ξέρω αν τελικά θα είναι ωραίο, αλλά και μόνο απ' όσα έχω διαβάσει στον ξένο τύπο, ψήνομαι τρελά. Θυμάμαι πέρυσι την άνοιξη ένα άρθρο στο lifestyle ένθετο της εφημερίδας Observer παρουσίαζε το βιβλίο σαν εκδοτικό φαινόμενο: Το σίκουελ με τίτλο «Metro 2034» κυκλοφόρησε το 2007 και πούλησε 300.000 αντίτυπα μόνο τους πρώτους έξι μήνες της έκδοσής του. Ενώ το Μάρτιο του 2010 μεταφέρθηκε και στον ψηφιακό κόσμο των video games για PC και κονσόλες Χbox. Ήμουν έτοιμος να παραγγείλω το βιβλίο από το Amazon. Αλλά μετά σκέφτηκα ότι αφού θα έβγαινε σε παιχνίδι όλο και κάποιος εκδοτικός οίκος στην Ελλάδα θα το μετέφραζε. Περίμενα ένα χρόνο. Αν δεν είναι καλό, θα κάνω μήνυση στον κύριο Γκλουχόφσκι...

To trailer του video game Metro 2033, 
το οποίο βασίζεται στο μυθιστόρημα του Ντμίτρι Γκλουχόφσκι


Υ.Γ. 1: Αυτή την εβδομάδα και συγκεκριμένα στις 4 του μήνα, ημέρα Παρασκευή, θα κυκλοφορήσει και το πολυσυζητημένο μυθιστόρημα «Ελευθερία» του Τζόναθαν ΦράνζενΔιορθώσεις») από τις εκδόσεις Ωκεανίδα. Το Βήμα δημοσίευσε σήμερα τη συνέντευξη του συγγραφέα στη δημοσιογράφο Λαμπρινή Κουζέλη (μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ).

Υ.Γ. 2: Όπως βλέπετε άλλαξα και το layout στο blog. Είναι ολοφάνερο, με έπιασε η άνοιξη! Θα ήθελα τη γνώμη σας. 

ΒΙΒΛΙΟ: Το πρωτότυπο της Λώρας - ο θάνατος είναι διασκέδαση
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Vladimir Nabokov
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: Πατάκη

Το κύκνειο άσμα του μεγάλου συγγραφέα Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, ο οποίος έφυγε από τη ζωή το 1977, πραγματεύεται την ιστορία ενός αταίριαστου έρωτα και τη βία στην οποία με μαθηματική ακρίβεια αυτός οδηγεί.
Ο ήρωας, ο Φίλιπ Γουάιλντ, ένας ευτραφής και άσχημος γιατρός, ανακαλύπτει ότι οι εξωσυζυγικές περιπέτειες της πολύ νεότερης γυναίκας του, της σέξυ Φλώρας, βλέπουν το φως της δημοσιότητας μέσα από ένα μυθιστόρημα που έγραψε ο πρώην εραστής της. Η Λώρα, όπως την αποκαλεί ο εραστής στο βιβλίο του, είναι ένα κινητό σκάνδαλο που ταπεινώνει τον πλούσιο σύζυγό της. Η ζήλια και ο εξευτελισμός ωθούν τον Γουάιλντ στην αυτοεξόντωση, ξεκινώντας πρώτα από τα δάχτυλα των ποδιών του.
Το βιβλίο είναι ημιτελές, όμως παρόλα αυτά η ανάγνωσή του είναι δυνατή εμπειρία: Όχι μόνο για το τολμηρό του θέμα αλλά και γιατί έχουμε τη σπάνια δυνατότητα να διαβάσουμε χωρίς επιμέλεια το ίδιο το χειρόγραφο του Ναμπόκοφ. Οι σελίδες είναι χωρισμένες στη μέση: πάνω οι καρτέλες με τα γράμματα και τις μουντζούρες του συγγραφέα και κάτω η μετάφρασή τους.
Το «πρωτότυπο της Λώρας» είναι ένα αληθινό αριστούργημα που διασώθηκε από τον γιο του Ντμίτρι Ναμπόκοφ, ενώ ο συγγραφέας της «Λολίτας» (εκδ. Πατάκη), λίγο πριν πεθάνει είχε ζητήσει να καεί. Ευτυχώς για εμάς ο γιος του αποφάσισε σοφά να εκδώσει το μυθιστόρημα σε σπαράγματα το οποίο φυλασσόταν τριάντα δύο χρόνια σε θυρίδα ελβετικής τράπεζας.
Στην εισαγωγή του βιβλίου εξηγεί τους λόγους που τον οδήγησαν να μην σεβαστεί την επιθυμία του πατέρα του. Ένας από αυτούς είναι και το γεγονός ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που ο συγγραφέας ήθελε να κάψει το έργο του. Η «Λολίτα» είχε σωθεί τελευταία στιγμή όταν η σύζυγος του Ναμπόκοφ, η Βέρα, άρπαξε το χειρόγραφο από τα χέρια του ενώ εκείνος πήγαινε να το πετάξει στη φωτιά.
«Όταν το καθήκον ανατέθηκε σε μένα το σκέφτηκα πάρα πολύ. (...) Σ΄αυτό το σταυροδρόμι αποφάσισα πως, αν μπορούσε να αναθεωρήσει, ο Ναμπόκοφ δε θα ήθελε να γίνω εγώ ο Άνθρωπος από το Πόρλοκ (σημ.: η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται στα αγγλικά για να δηλώσει τον ανεπιθύμητο επισκέπτη που διακόπτει το δημιουργό την ώρα της καλλιτεχνικής έμπνευσης) ή να επιτρέψω στη μικρή Χουανίτα Νταρκ -αυτός ήταν ο πρώτος πρόχειρος τίτλος της Λολίτας όταν προοριζόταν για τη φωτιά- να καεί σαν σύγχρονη Ζαν ντ΄Αρκ».
Το «Πρωτότυπο της Λώρας» γράφτηκε όσο ο Ναμπόκοφ νοσηλευόταν στο νοσοκομείο, σε μια περίοδο όπου φρικτοί πόνοι στα πόδια τον βασάνιζαν.
Η υγεία του άρχισε να κλονίζεται μετά την πτώση του σε μια λοφοπλαγιά στο Νταβός, όπου είχε σκαρφαλώσει σε ένα απόκρημνο σημείο για να κυνηγήσει πεταλούδες και έντομα (ήταν δεινός εντομολόγος). Έκτοτε ο συγγραφέας ήταν διαρκώς αδιάθετος μέχρι που, δύο χρόνια μετά, οδηγήθηκε σε μία κλινική της Λοζάνης. Εκεί «καθώς ανάρρωνε από μια εγχείρηση, ρουτίνας υποτίθεται, προσβλήθηκε από κάποια ενδονοσοκομειακή λοίμωξη που εξασθένισε πάρα πολύ το ανοσοποιητικό του. Χειροτέρευε κι όμως οι γιατροί είχαν αγνοήσει ολοφάνερα προειδοποιητικά σημάδια επιδείνωσης, όπως τα μειωμένα επίπεδα καλίου και νατρίου στο αίμα του». Στην κλινική αδυνατούσαν να εντοπίσουν το μικρόβιο κι έτσι η οικογένειά του αποφάσισε να τον μεταφέρει στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Λοζάνης. Εκεί, καιρό μετά, άφησε την τελευταία του πνοή. Λίγες ημέρες πριν στην τελευταία καρτέλα που μπόρεσε να γράψει είχε σημειώσει τις εξής λέξεις:
εξαλείφω
σβήνω
διαγράφω
απαλείφω
εξαφανίζω
εξολοθρεύω
εκμηδενίζω

Υ.Γ. Μία περίληψη του κειμένου αυτού δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα FAQ αυτής της εβδομάδας (τεύχος 133, σελίδα 39) στη στήλη του βιβλίου, όπου ένας blogger παρουσιάζει το μυθιστόρημα που διάβασε πρόσφατα. Ευχαριστώ τη Βασιλική Γεωργά και την εφημερίδα
FAQ για το βήμα που μου έδωσαν.

 Φωτόγραφία: Από το site www.dedon.de / Πολυθρόνα Nestrest του οίκου Dedon

Ένα καλό βιβλίο και μια ήσυχη γωνιά: δεν χρειάζομαι τίποτε άλλο για να νιώσω απολύτως ικανοποιημένος... Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ όταν διαβάζω, θέλω απόλυτη ησυχία. Κρεβάτι, αφράτα μαξιλάρια, σιωπή και ημίφως. Ιδανικές συνθήκες δηλαδή. Ο μόνος ήχος που πρέπει να ακούγεται είναι η σελίδα που γυρίζει. Ούτε μουσική ούτε μουρμούρα από την τηλεόραση. Όταν διαβάζω, ταξιδεύω. Αφοσιώνομαι. Κλείνω πόρτες σε όλους κι ανοίγω παράθυρα στο μυαλό. Για να αποδράσω. Ταξίδια δωματίου. Ταξίδια στο άπειρο. Οι λέξεις γίνονται μονοπάτια, οι προτάσεις δρόμοι που ανοίγονται μπροστά μου. Κι οι παράγραφοι θάλασσες που με παρασύρουν στο κύμα τους για να με οδηγήσουν εκεί όπου το σώμα αδυνατεί να βρεθεί σε ένα μόνο λεπτό. «Τα μεγάλα ταξίδια και οι μεγάλες διαδρομές συμβαίνουν καμιά φορά μέσα σε λίγα τετραγωνικά μέτρα. Το μυαλό διανύει αποστάσεις τρελές την ώρα που τα πόδια μένουν καρφωμένα στο πάτωμα» γράφει η ταλαντούχα ηθοποιός του Εθνικού Θεάτρου και συγγραφέας Λένα Κιτσοπούλου στο οπισθόφυλλο της συλλογής διηγημάτων της «Μεγάλοι δρόμοι» (εκδ. Μεταίχμιο).
Από την άλλη, παρόλο που είμαι κοπρόσκυλο του καναπέ και δεν διαβάζω πουθενά αλλού αν δεν έχω βολευτεί στα μαλακά, για κάποιο λόγο εντελώς ανεξήγητο, πάντα στην τσάντα μου κουβαλάω ένα βιβλίο. Όπου κι αν πάω. Ό,τι ώρα κι αν είναι. Λες και θα μου στρώσουν να ξαπλώσω στην ουρά της τράπεζας ή θα μου ανοίξουν κανέναν καναπέ-κρεβάτι στο lounge bar αν τύχει και βαρεθώ. Μια εντελώς πρόχειρη εξήγηση που κάπως με έχει καθησυχάσει και δεν το έχω ψάξει παραπέρα, είναι ότι το βιβλίο στην τσάντα λειτουργεί σαν placebo, ένα σούπερ «εικονικό» όπλο που σκοτώνει την πλήξη. Σαν ασπίδα για ώρα ανάγκης: Σε περίπτωση που με πιάσει απελπισία εκεί έξω, εγώ έχω μαζί μου το βιβλίο μου. Ακόμα κι αν δεν το διαβάσω, είναι μια υπόσχεση φυγής. Μια έξοδος κινδύνου.
Υπό αυτή την έννοια, φυσικά, ζηλεύω πολύ όταν ακούω κάποιους να λένε ότι μπορούν και διαβάζουν στο λεωφορείο, στη στάση του μετρό, στην ουρά της εφορίας, στο μποτιλιάρισμα. Εγώ, αδύνατον να συγκεντρωθώ. Άνθρωπος με σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής, θα κρατάω το βιβλίο νευρικά, καρφωμένος στην ίδια σελίδα για κάνα τέταρτο και παράλληλα θα κοιτάω τα email στο κινητό μου, θα τουιτάρω με το ένα δάχτυλο, θα σκέφτομαι τα πιο ανούσια πράγματα, θα φτιάχνω ατελείωτες λίστες στο μυαλό: από την παρμεζάνα και το τσάτνεϊ που δεν πρέπει να ξεχάσω να πάρω από το σούπερ μάρκετ μέχρι τα Τop-30 με τα πιο σιχαμένα τραγούδια που έχω ακούσει ποτέ. Δώσε μου ένα βιβλίο (ακόμα και κάποιο που αγαπώ) σε δημόσιο χώρο, ζήτα μου να συγκεντρωθώ με το ζόρι σ' αυτό που διαβάζω και όλες οι σαβούρες του μυαλού μου θα καταφθάσουν από το υποσυνείδητο για να στήσουν χορό στο δευτερόλεπτο: Το Φεστιβάλ των Άχρηστων Σκέψεων.
Γι' αυτό λοιπόν αυτά τα πράγματα τα έχω ξεκαθαρίσει πλέον με τον εαυτό μου: Έξω δεν μπορώ με τίποτα να διαβάσω (εκτός κι αν πρόκειται για παραλία). Τουλάχιστον όχι βιβλία. Για το μετρό υπάρχουν τα άρθρα των εφημερίδων και οι αναρτήσεις των blog στα smart-phones. Για το σαλονάκι του γιατρού υπάρχουν τα περιοδικά. Τα βιβλία είναι για μέσα, τα κρατάω για την καλή την ώρα, την ανοιχτή. Για τη στιγμή που θα είμαι μόνος και θα μπορώ να τους αφοσιωθώ. Και για κάποιο λόγο αυτό λειτουργεί μόνο όταν είμαι ξαπλωμένος.
Μπορώ να ρίξω τα στάνταρ και αντί για κρεβάτι ή καναπέ, να θρονιαστώ σε μία πολυθρόνα με υποπόδιο και να διαβάσω έστω καθισμένος με τα πόδια απλωμένα. Θα διαβάσω δέκα σελίδες και στην ενδέκατη θα στριφογυρνώ νευρικά, θα φτιάχνω τα μαξιλάρια στη μέση, θα κοιτάω τα πουλάκια που πετούν στα δέντρα έξω από το παράθυρο, θα θυμάμαι κάτι υπέροχα καλοκαίρια στο νησί πριν δεκαεφτά χρόνια. Μετά θα προσπαθήσω να επαναφέρω την προσοχή μου στο βιβλίο, αλλά το παιχνίδι θα έχει χαθεί. Σε λίγο θα με ενοχλούν τα πάντα: το φως, ο ήλιος που τρυπώνει απ' τις κουρτίνες, ο σκύλος που στο ενδιάμεσο θα έχει σκαρφαλώσει πάνω μου και θα με σπρώχνει πιο 'κει διακριτικά με τα ποδαράκια, μέχρι να με κάνει να φύγω για να στρογγυλοκάτσει με την ησυχία του ανακουφισμένος.
Το πάλεψα χρόνια. Με ανάγκασα να διαβάσω στο γραφείο, στο στρατόπεδο όταν ήμουν φαντάρος ανάμεσα σε άλλους τριάντα τύπους εκ των οποίων οι είκοσι εφτά είχαν φρικτά ringtones με λαϊκά τραγούδια στο κινητό τους, στις βιβλιοθήκες μουσείων, στα πεζούλια της Διονυσίου Αρεοπαγίτου πλάι σε αφιονισμένους Γιαπωνέζους που με έλουζαν με μια βροχή από φλας, σε εστιατόρια ξενοδοχείων περιμένοντας να μου σερβίρουν το πρωινό. Τζίφος. Τα κατάφερα αλλά επί της ουσίας οι λέξεις πέρασαν απ' το μυαλό, αλλά δεν έφτασαν βαθιά στην καρδιά. Κι έτσι έπαψα πια να με καταπιέζω. Το κάθε πράγμα όσο κι αν το αγαπάς, θέλει το χώρο και το χρόνο του (και το σωστό φωτισμό) για να «λειτουργήσει». Γιατί όπως πολύ ωραία έλεγε και ο Γκράουτσο Μαρξ: «Εκτός του σκύλου, το βιβλίο είναι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου. Εντός του σκύλου είναι πολύ σκοτεινά για να διαβάσει κανείς».

Υ.Γ. Το καλοκαίρι που μας πέρασε έκανα το επόμενο βήμα: αγόρασα ένα μεγάλο καναπέ με χιλιάδες μαξιλάρια για την πράσινη ταράτσα μου, στην οποία έχω φυτέψει ακόμα και δέντρα ύψους πέντε μέτρων. Τίποτα δεν μου αρέσει περισσότερο από το να διαβάζω ξαπλωμένος εκεί, στην ησυχία του μεσημεριού κάτω από τη σκιά των δέντρων. Αυτός είναι ο δικός μου διαλογισμός.

ΒΙΒΛΙΟ: Ο οδοιπόρος
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Φερνάντο Πεσσόα
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: Νεφέλη


Καθένας από εμάς που αναζητά στην τέχνη τη φυγή και την ουσία, έχει ξεθάψει από βιβλία λέξεις που τις κουβαλάει σαν ξόρκια. Σκόρπιες φράσεις, στίχους τραγουδιών ή ποιημάτων, ατάκες από θεατρικά... Κόσμους ολόκληρους χτισμένους με γράμματα, σκηνές από ζωές που δεν ζήσαμε αλλά διαβάζοντας έγιναν δικές μας αναμνήσεις, λόγια που αρχειοθετήθηκαν στον εγκέφαλο και ανασύρονται στην επιφάνεια κάθε φορά που αναζητούμε μια απάντηση.
Για μένα τα πράγματα είναι απλά: η ζωή μου ολόκληρη είναι δεμένη με τα βιβλία που έχουν περάσει από τα χέρια μου. Όπως άλλοι κοιτούν φωτογραφίες, εγώ ξεφυλλίζω βιβλία. Και θυμάμαι. Πού ήμουν όταν τα διάβαζα, τι μουσική μου άρεσε τότε, ποιοι άνθρωποι εκείνο το διάστημα έδιναν ρυθμό στις μέρες μου.
Όμως υπάρχουν και κάποια άλλα βιβλία στα ράφια της βιβλιοθήκης μου γεμάτα υπογραμμισμένες προτάσεις, παραγράφους ολόκληρες, τις οποίες διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας έχω μάθει πλέον απ' έξω. Αυτά δεν είναι βιβλία-καρτ ποστάλ, είναι τα βιβλία της ζωής μου. Όσα θα έπαιρνα μαζί μου σε μια βαλίτσα βιαστικά αν έπρεπε να φύγω από το σπίτι για πάντα ακολουθώντας ένα μεγάλο έρωτα ή αν με κυνηγούσαν με όλα τα δόντια έξω τα αδηφάγα Λανκολίαρς του Στίβεν Κινγκ κι έπρεπε να διακτινιστώ για πάντα σε ένα άλλο πιο φιλικό σύμπαν.
Τα κείμενα του Φερνάντο Πεσσόα, «Το βιβλίο της ανησυχίας» (εκδ. Αλεξάνδρεια), «Η ώρα του διαβόλου» (εκδ. Εξάντας) και ο «O Οδοιπόρος» (εκδ. Νεφέλη) που εκδόθηκε πρόσφατα, ανήκουν σε αυτή την κατηγορία.
Όσα είχα διαβάσει για πρώτη φορά δεκατρία χρόνια πριν στο «Βιβλίο της ανησυχίας» με ακολουθούσαν για καιρό. Ακόμα και σήμερα, όταν λυγίζω κάτω από το βάρος μιας σπλάτερ υπαρξιακής αγωνίας που με καθηλώνει, επειδή δεν μπορώ να ξεκολλήσω από τη σκέψη του πόσο κενός νοήματος είναι ο κόσμος στον οποίο ζούμε, επιστρέφω στη σελίδα 47. Διαβάζω και ξορκίζω: Τον φόβο του αγνώστου, μα πάνω απ' όλα τη διαστροφή που είναι εγγεγραμμένη στο DNA μου να αναζητώ απαντήσεις σε πράγματα που ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν είναι φτιαγμένος να καταλάβει.
Ποιο είναι το νόημα της ζωής; Υπάρχει; Είναι κοινό για όλους ή κάθε ον αυτού του κόσμου πρέπει να δώσει νόημα στις μέρες που περνούν άσκοπα; Από τι υλικά είναι φτιαγμένο αυτό που λέμε ζωή; Και πού πάμε όταν φεύγουμε από αυτή; Πού βρίσκονται όσοι αγαπήσαμε και χάθηκαν; Πού θα πάμε όταν έρθει κι η δική μας η ώρα;
«Η ζωή για μένα είναι ένα πανδοχείο όπου πρέπει να σταθώ μέχρις ότου έρθει η ταχυδρομική άμαξα για την άβυσσο. Δεν ξέρω πού θα με πάει γιατί δεν ξέρω τίποτα. Θα μπορούσα να δω αυτό το πανδοχείο σαν μια φυλακή, γιατί είμαι υποχρεωμένος να περιμένω εκεί μέσα. Θα μπορούσα και να το θεωρήσω σαν έναν χώρο ευχάριστης κοινωνικής συναναστροφής γιατί εκεί συναντιέμαι με άλλους ανθρώπους. Δεν είμαι ωστόσο ούτε ανυπόμονος ούτε άνθρωπος με γούστα κοινά. Αφήνω αυτούς που κλειδώνονται στο δωμάτιό τους και περιμένουν, ξαπλωμένοι άβουλα, χωρίς να μπορούν να κοιμηθούν, αφήνω αυτούς που κουβεντιάζουν στα σαλόνια απ ' όπου οι φωνές κι η μουσική φτάνουν ευχάριστα στ' αυτιά μου. Στέκομαι στην πόρτα και γεύομαι τα χρώματα και τους ήχους του τοπίου μέχρις ότου τα μάτια μου και τα αυτιά μου να μεθύσουν – και σιγοτραγουδώ, για μένα μόνο, συγκεχυμένες μελωδίες που συνθέτω ενόσω περιμένω.
Για όλους μας θα πέσει η νύχτα και η άμαξα θα φτάσει. Γεύομαι την αύρα που μου δίνουν και την ψυχή που μου δώσαν για να τη γευτώ, και δεν ρωτώ ούτε ψάχνω παραπέρα».
Διαβάζω λοιπόν τα λόγια του Πεσσόα και υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι από το να είμαι μια απειροελάχιστη πανικόβλητη ψείρα ριγμένη στο σύμπαν, ένα ζωύφιο με περιορισμένο οπτικό πεδίο που βλέπει μόνο την κορυφή του παγόβουνου (και αυτή όχι ολόκληρη) και νομίζει ότι είναι σε θέση να ερμηνεύσει το υπόλοιπο τμήμα που κρύβεται στα απύθμενα σκοτάδια του ωκεανού, είναι καλύτερα να απολαμβάνω το τώρα.
Ο μοναδικός μου σκοπός θα πρέπει να είναι να γεμίσω αυτό το χρόνο, τον οποίο έχω στη διάθεσή μου μέχρι να έρθει η δική μου η άμαξα, με όσο το δυνατόν πιο ωραίες στιγμές: Με σεζ λονγκ πλάι στο κύμα και δροσερά mojitos, ανοιξιάτικες βόλτες σε δρόμους με ολάνθιστες αμυγδαλιές, βιβλία που με ταξιδεύουν, υπέροχα φιλιά στα κλεφτά, τρυφερές αγκαλιές στα γρασίδια, δημιουργικές δουλειές που με γεμίζουν. Και φυσικά μακριά από εμένα οι φανατισμοί και οι «βεβαιότητες» που σου χαρίζουν μεν την ψευδαίσθηση ότι ανήκεις κάπου, αλλά στην ουσία σε εγκλωβίζουν. Σε βάζουν σε μία διαδικασία να κυνηγάς μάταια το ξύλο σαν εκείνον τον σκύλο για τον οποίο διάβαζα στο μικρό βιβλίο του Ίρβιν Γιάλομ «Θρησκεία και Ψυχιατρική» (εκδ. Άγρα). Εκεί λοιπόν ο συγγραφέας του best seller «Όταν έκλαψε ο Νίτσε», λέει ότι ο σκύλος έχει απόλυτη ανάγκη κάποιος να του πετάει ένα κομμάτι ξύλο για να τρέχει να το πιάνει ανακουφισμένος που του έδωσαν έναν σκοπό. Το ίδιο ακριβώς κάνουν, εξηγεί, και οι θρησκείες στον άνθρωπο: προσπαθούν να τον ανακουφίσουν από την υπαρξιακή αγωνία προσφέροντάς του την πίστη σε μια ανώτερη δύναμη που ελέγχει (;) όσα ο άνθρωπος αδυνατεί και η οποία γνωρίζει (;) όλες τις απαντήσεις.
Στον «Οδοιπόρο» ο Φερνάντο Πεσσόα θέτει όλα αυτά τα ερωτήματα: Ποιος είναι ο αληθινός μας στόχος; Ο έρωτας και η ηδονή, η δόξα, η εξουσία, η πίστη, η σοφία, η ηρεμία; Τι μας περιμένει στο τέλος του δρόμου; Και πότε πραγματικά μέσα στο μακρύ ταξίδι της ζωής νιώθεις ότι μπορείς να μείνεις σταθερός και να πεις με σιγουριά ότι αυτός ο σταθμός είναι και ο τελευταίος;
Γραμμένο σαν παραμύθι, αυτό το ημιτελές αριστούργημα το οποίο χρονολογείται γύρω στο 1917, μα ξεθάφτηκε από τα μπαούλα του Πορτογάλου συγγραφέα και εκδόθηκε για πρώτη φορά στην χώρα του το 2009 (εβδομήντα τέσσερα χρόνια μετά το θάνατό του!), αφηγείται την ιστορία ενός ανήσυχου ταξιδευτή. Περιγράφει ένα μακρύ οδοιπορικό αυτογνωσίας.
Ο ήρωας, ένα ανυποψίαστο και άπειρο αγόρι, ζούσε γαλήνια στην αγροικία του πατέρα του. Περνούσε τα απογεύματά του στον πευκώνα που περιέβαλλε το σπίτι, ακούγοντας τον άνεμο ο οποίος έκανε τις βελόνες και τα φύλλα των δέντρων να θροΐζουν. Απολάμβανε όσο τίποτα να κοιτά απλά τους περαστικούς, τις άμαξες που πήγαιναν κι έρχονταν στο δρόμο. Ένιωθε μια ευτυχία ανείπωτη ή μάλλον όχι ευτυχία: ευχαρίστηση, ευδαιμονία. Όταν νύχτωνε έμπαινε μέσα και διάβαζε στη σιωπή, ακούγοντας μόνο τον ήχο από τα κούτσουρα που καίγονταν στη φωτιά. Οι γριές που τον αγαπούσαν «είχαν μόλις αποκοιμηθεί γύρω από τη σόμπα, με το πιγούνι τους χωμένο στη ρόμπα τους» κι εκείνος νιώθοντας μια απίστευτη υπνηλία αφηνόταν γλυκά στην ήσυχη, μακρόσυρτη νύχτα. Κι έτσι η ζωή του περνούσε με τη «ζεστή αίσθηση ότι δεν υπήρχε τίποτα εκεί έξω». Δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο για να νιώσει πλήρης. Όλος ο κόσμος του τελείωνε στα όρια του πευκώνα. Μέχρι που ένα απόγευμα πέρασε μπροστά του ένας άντρας ντυμένος στα μαύρα. Ο μυστηριώδης αυτός άνθρωπος έσπειρε με μια μόνο φράση του την αμφιβολία μέσα στο μυαλό του αγοριού. «Μην κοιτάζεις το δρόμο. Ακολούθησέ τον μέχρι τέλους» του είπε και έκτοτε τίποτα δεν ήταν το ίδιο.
«Ποτέ πια δεν ένιωσα ηρεμία ούτε ευχαρίστηση. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, η ζωή μου έγινε κενή και χλωμή. Εγώ που είχα τα πάντα, ένιωθα να μου λείπουν όλα. Δεν επιθυμούσα τίποτα και ταυτόχρονα επιθυμούσα τα πάντα. (...) Τα πράγματα της απλής μου ζωής, αυτά που στο παρελθόν περνούσαν απαρατήρητα, άρχισαν να με ενοχλούν, κι αυτά που με ευχαριστούσαν άρχισαν να περνούν απαρατήρητα, ή παράξενα, σαν λουλούδια χωρίς άρωμα και χρώμα. Δεν ξέρω να πω αν αυτή η μεταμόρφωση που με έκανε άλλον υπήρξε αργή ή γρήγορη. Το μόνο που ξέρω είναι ότι άρχισε όταν είδα τον Άντρα με τα Μαύρα να χάνεται στη στροφή του δρόμου».
Έτσι αποφάσισε να φύγει. Την ημέρα του ταξιδιού του όλοι γύρω του έκλαιγαν. Εκείνος όμως ξεκίνησε χωρίς να κοιτάξει πίσω. Έπρεπε να ακολουθήσει το δρόμο του.
Πέρασε από πολλές πόλεις και χωριά. Συνάντησε πολλούς ανθρώπους που όλοι είχαν έναν σκοπό, εκείνος όμως δεν έμοιαζε μαζί τους γιατί αναζητούσε έναν άγνωστο παράξενο άντρα που δεν θυμόταν πια ούτε καν τη μορφή του.
Στην πρώτη πόλη γνώρισε ένα πανέμορφο κορίτσι. «Την ερωτεύτηκα μόλις την αντίκρισα. Έχασα την ψυχή μου μόλις της απηύθυνα το λόγο. Τα μάτια της, φωτιά στην ταραχή μου, άναψαν πυρκαγιά στα κοιμισμένα βάθη του είναι μου. Η επαφή του χεριού της με έκανε να ξεχάσω τα πάντα».
Το μυαλό του δεν είχε πια τον έλεγχο, το σώμα σαν μαγνήτης αναζητούσε το δικό της. Μέχρι που τα χείλη τους έμπλεξαν για πρώτη φορά. Διαβάζω και σταματώ. Φέρνω την εικόνα στο μυαλό μου. Στη μέση μιας πλατείας, με εκατοντάδες διαβάτες, με άμαξες να περνούν θορυβωδώς, κι εκείνος μαζί της παραδομένος σε ένα φιλί δίχως ήχο. Σε ένα βαθύ φιλί που σβήνει τα πάντα γύρω του, σε μια ελεύθερη κατάδυση δίχως τέλος. Δεν φαντάζομαι πια, θυμάμαι.
Κι όμως εκείνος παρόλο που ήθελε να ζήσει μαζί της για πάντα, ήξερε ότι έπρεπε να φύγει. Κι ας ήταν σίγουρος πως ότι κι αν αγαπούσε από εκεί κι ύστερα θα ήταν δυνατό, θα ήταν δικό του, μα δεν θα ήταν ποτέ όπως εκείνο.
Βασανίστηκε για καιρό, μα έφυγε και πάλι. Εκείνη έκλαιγε. Κι εκείνος, μέσα του. Μα έφυγε. Ταξίδευε δυστυχισμένος μα ένιωθε σίγουρος ότι είχε πράξει το σωστό.
«Μερικές φορές αναρωτιόμουν μήπως τελικά ο δρόμος δεν έχει άλλο λόγο ύπαρξης πέρα από το ότι με είχε οδηγήσει σε εκείνη. Μήπως τελικά είχα πειστεί να τον ακολουθήσω μόνο και μόνο για να συναντήσω αυτήν που τόσο αγαπούσα. (...) Είχα σταματήσει! Πόσες μέρες τώρα είχα σταματήσει! Ο δυστυχής! Και με πόση χαρά! Είχα σταματήσει γιατί αγαπούσα, γιατί επιθυμούσα, γιατί ήθελα. Αλλά τι είναι αγαπώ, τι είναι επιθυμώ, τι είναι θέλω, αν όχι σταματώ (τουλάχιστον ως προς την επιθυμία του δρόμου);».
Εδώ η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο σταματά. Το υπόλοιπο κείμενο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Η Teresa Rita Lopes, η γυναίκα που έχει αναλάβει να ερευνήσει το έργο του Πεσσόα, συμπλήρωσε την έκδοση με τις σημειώσεις του συγγραφέα για το διήγημα, στις οποίες εκείνος περιγράφει αναλυτικά σε τρίτο πρόσωπο τη συνέχεια του ταξιδιού. Έτσι ο αναγνώστης μαθαίνει τη συνέχεια και το τέλος. Ο ήρωας περιπλανιέται πιο βαθιά στην πόλη, ακολουθώντας το δρόμο, σε κάθε σταθμό του γνωρίζει κι άλλες γυναίκες: τη Δόξα, την Εξουσία, την Πίστη, τη Σοφία, την Μοίρα του Θανάτου, την Ηρεμία, την Προσωπικότητά του, μα απ' όλες φεύγει γιατί πρέπει να βγει ξανά στο δρόμο. Μέχρι το τέλος. Το όποιο τέλος του δικού του δρόμου.
Το αλληγορικό παραμύθι του Φερνάντο Πεσσόα είναι ένα βαθύτατα αισθαντικό κείμενο, ακόμα και οι σημειώσεις του συγγραφέα για το ημιτελές διήγημα. Είναι ένα μυστικιστικό οδοιπορικό που μοιάζει με τη ζωή του καθενός από εμάς. Γιατί τι άλλο είναι η ζωή μας από ένα δρόμο που τον ακολουθούμε μέχρι τέλους; Κι οι άλλοι άνθρωποι σάμπως δεν είναι τα σκαλιά που μας οδηγούν στον πιο συνειδητό εαυτό μας; Άλλες φορές βέβαια γίνονται η κόλαση. Μπορεί όμως να γίνουν κι ο παράδεισος. Και μόνο η πιθανότητα αυτή δεν αρκεί για να βουτήξεις βαθιά μέσα τους κι ας χαθείς;