Ο Μισέλ Ουελμπέκ είναι ηδονοθήρας της μοναξιάς, φετιχιστής της απομόνωσης, απολαμβάνει να κλείνεται στο καβούκι του, αποκομμένος απ' όλα. Αυτάρκης σαν αμοιβάδα. Το ίδιο και οι ήρωές του, πλάσματα μοναχικά, που δεν τρομάζουν από την έλλειψη επικοινωνίας, αλλά αντιθέτως θρέφονται από αυτήν. Πρόσωπα αποστασιοποιημένα από την κοινή λογική, λειτουργούν έξω από τις νόρμες, λες και ένας γυάλινος τοίχος τους διαχωρίζει από τον κόσμο και τους εμποδίζει να έχουν ακόμα και την ψευδαίσθηση μιας μέθεξης. Στέκονται στο πλάι της ζωής, όχι από αδυναμία, αλλά λόγω φύσης. Ίσως γι' αυτό και να είναι δεινοί παρατηρητές της κοινωνίας, γιατί τη βλέπουν από απόσταση. Μπορούν τόσο εύστοχα να αφηγηθούν τη ματαιότητα ενός πολιτισμένου κόσμου που στην ουσία κινείται χωρίς νόημα διαρκώς γύρω από τον άξονά του.
Αυτό ισχύει σε όλα του τα βιβλία: από τη «Δυνατότητα ενός νησιού» όπου ο συγγραφέας στηλίτευσε τη μανία του ανθρώπου να πιστέψει, να ενταχθεί κάπου, μέχρι τα «Στοιχειώδη Σωματίδια» όπου μιλούσε για τα αδιέξοδα του καταναλωτισμού (σε μια εποχή μάλιστα που ο καταναλωτισμός δεν ήταν απλά μονόδρομος, αλλά θρησκεία). Στο νέο του μυθιστόρημα -το οποίο απέσπασε το 2010 το Βραβείο Γκονκούρ, τη σημαντικότερη διάκριση για έναν συγγραφέα στη Γαλλία- «Ο Χάρτης και η Επικράτεια» (εκδ. Εστία, όπως και όλα του τα βιβλία) στοχοποιεί την Τέχνη και τις υπερβολές της. Με τριτοπρόσωπη αφήγηση ο συγγραφέας διηγείται την άνοδο ενός φωτογράφου και μετέπειτα ζωγράφου, του Ζεντ Μαρτέν, στα πιο ψηλά κλιμάκια της μοντέρνας Τέχνης, πλάι στους Ντάμιεν Χερστ και Τζεφ Κουνς.
Το βιβλίο διαβάζεται γρήγορα, το στυλ της γραφής είναι ξεκούραστο ακόμα κι όταν ο συγγραφέας περιγράφει αναλυτικά την τεχνοτροπία του εικαστικού ή τις τεχνικές λεπτομέρειες ενός μηχανήματος ή gadget που αυτός χρησιμοποιεί προκειμένου να αποδώσει καλλιτεχνικά την άποψή του για τον κόσμο. Με την ίδια απάθεια και μηδενιστική προσέγγιση περιγράφονται και οι προσωπικές στιγμές του ήρωα, οι δεσμοί με τις γυναίκες, η σχέση με τον πατέρα του. Ο Ζεντ είναι τόσο παθητικός που σε ένα σημείο μάλιστα του βιβλίου χαρακτηρίζει τον εαυτό του περισσότερο σαν τηλεθεατή, παρά σαν οτιδήποτε άλλο.
Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο μας μιλά για τα πρώτα χρόνια του ήρωα. Εδώ μαθαίνουμε ότι μεγάλωσε μόνο με τον πατέρα του (επιτυχημένο αρχιτέκτονα), αφού η μητέρα του αυτοκτόνησε όταν εκείνος ήταν παιδί. Στη συνέχεια βλέπουμε τη γνωριμία του με την Όλγα, μία γυναίκα που δουλεύει στο Τμήμα Επικοινωνίας της εταιρείας Michelin, η οποία θα του ανοίξει τις πόρτες για να μπει στο χώρο της Τέχνης.
Στο δεύτερο μέρος, με το γνωστό κυνισμό του, ο Γάλλος συγγραφέας καταγράφει τη ματαιοδοξία, την παραφροσύνη και την ιλιγγιώδη υπερτίμηση έργων και καλλιτεχνών από τα κυκλώματα που έχουν μετατρέψει την Τέχνη σε ένα ακόμα λαμπρό πεδίο του μάρκετινγκ και των δημοσίων σχέσεων. Σελίδα σελίδα αποσυναρμολογεί τα εξαρτήματα και τα γρανάζια, φωτίζοντας τη λειτουργία όλου του μηχανισμού προσφοράς και ζήτησης ενός πίνακα, που τις περισσότερες φορές δεν έχει καμία σχέση με την αληθινή καλλιτεχνική αξία του.
Χαρακτηριστική (και απολαυστική) είναι η γνωριμία του Ζεντ Μαρτέν με τον Μισέλ Ουελμπέκ και οι συναντήσεις τους προκειμένου να πείσει ο ζωγράφος τον διάσημο συγγραφέα να γράψει ένα κείμενο για τον κατάλογο της νέας του έκθεσης.
Το τρίτο μέρος, το οποίο παίρνει ...αστυνομική τροπή, αφορά στη δολοφονία του Μισέλ Ουελμπέκ. Ο συγγραφέας σκοτώνει με τις λέξεις τον εαυτό του: ένα εύρημα που εντυπωσιάζει. Όμως από άποψη πλοκής το τρίτο μέρος είναι αδύναμο αν το κρίνεις σαν αστυνομική ιστορία. Αφενός είναι ολοφάνερο εξ' αρχής το κίνητρο του δολοφόνου, αφετέρου οι περιγραφές είναι ελαφρώς φλύαρες. Ο Ουελμπέκ μπορεί να είναι καλός συγγραφέας αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί να γράψει αστυνομική λογοτεχνία το ίδιο καλά, για παράδειγμα, με τον Ίαν Ράνκιν.
Άλλο ένα χαρακτηριστικό στοιχείο του βιβλίου είναι η συνεχόμενη αναφορά σε μάρκες προϊόντων.
Ώρες ώρες διαβάζοντας έπαιρνα όρκο ότι ο Ουελμπέκ απλά είχε εισπράξει απίστευτα ποσά από εταιρείες προκειμένου να αναφέρει τα προϊόντα τους μέσα στο βιβλίο. Από την αρχή μέχρι το τέλος οι μάρκες περισσεύουν, βγάζουν μάτι, σχεδόν εξοργίζουν. Και δεν μιλώ απλά για την Michelin που πάνω της σχεδόν βασίζεται όλη η πλοκή στα δύο πρώτα μέρη του βιβλίου, αλλά και για εκατοντάδες άλλες εταιρείες.
Αν το σκεφτείς όμως πιο καθαρά, λίγο πιο αποστασιοποιημένα, αυτές οι αναφορές από τη στιγμή που ζούμε μέσα σε μία κοινωνία καταναλωτών, όπου το στυλ, η κοινωνική θέση και η οικονομική κατάσταση του καθενός, φωτογραφίζονται μέσα από το τί ψωνίζει, δικαίως γίνονται από τον συγγραφέα προκειμένου να αποδοθεί ολοκληρωμένα το προφίλ της μοντέρνας ζωής που περιγράφει. Υπό αυτή την έννοια, ο Ουελμπέκ τα καταφέρνει και δικαιώνει όσους τον θεωρούν μεγάλο στυλίστα της εποχής μας, έναν δημιουργό που μπορεί με ευκολία να σημειολογήσει ακόμα και τις πιο απλές καθημερινές συνήθειες του σύγχρονου ανθρώπου και τελικά να ειρωνευτεί έτσι την κενότητα του πολιτισμού μας.  


«Το ερώτημα δεν ήταν ο θάνατος – τα έμβια πεθαίνουν. Ήταν η αγάπη. Όχι το γεγονός ότι πεθαίνουμε, αλλά ότι νοιαζόμαστε παράφορα, και μετά βαθιά, για έναν άνθρωπο ανάμεσα σε δισεκατομμύρια. Δενόμαστε με το άστατο, το μεταβλητό και το θνητό σαν να είναι βράχος».

Το αισθαντικό μυθιστόρημα «Οι Maytrees» της Άννι Ντίλαρντ (εκδ. Ίνδικτος) μοιάζει με όστρακο που ανοίγει σιγά σιγά μέχρι να σου αποκαλύψει τη σαρκώδη ομορφιά του. Οι λέξεις του, οι ποιητικές φράσεις του, ταξιδεύουν μέσα σου σαν την ψιλή άμμο που τρυπώνει σε κάθε γωνιά μιας παραθαλάσσιας καλύβας. Το διάβασα αργά για να το απολαύσω περισσότερο. Ξαπλωμένος στον καναπέ της βεράντας, κάτω από τα μεγάλα πια δέντρα που έχω φυτέψει (μια αληθινή όαση στον πέμπτο όροφο), γυρνούσα τις σελίδες κι ήταν λες και άκουγα την άμμο να τρίζει.
Το Ακρωτήρι Κοντ, στις βορειοανατολικές ακτές της Αμερικής, όπου εκτυλίσσεται η ιστορία των Maytrees.
Η Αμερικανίδα Άννι Ντίλαρντ σε αυτό το βιβλίο, το μοναδικό που έχει μεταφραστεί στη χώρα μας από τα έντεκα που έχει γράψει (ένα ακόμα μυθιστήρημα, ποιητικές συλλογές και δοκίμια), μιλά για όλα αυτά που αγαπώ: για τη φιλοσοφία της απόλυτης απλότητας, τη ζωή σε μια ήσυχη καλύβα πλάι στο κύμα, τον έρωτα, τα φιλιά στην ακρογιαλιά, τις αγκαλιές του πρωινού σε τσαλακωμένα λευκά σεντόνια. Μιλά για την προδοσία, αλλά κυρίως για το πως μπορεί κανείς να συμμαχήσει με τον πιο καλό εαυτό του. Αυτόν που, όσο κι αν πληγωθεί, βρίσκει τη δύναμη να σταθεί στα πόδια του, να ξεπεράσει χωρίς να ξεχάσει και να βρει τελικά τη γαλήνη, καταπολεμώντας την φτηνή παρόρμηση ν' ανταποδώσει τον πόνο που εισέπραξε.
Η Λου Μπίγκελοου είναι μια ηρωίδα-διαμάντι: από αυτές που ξεκινούν στις πρώτες σελίδες σαν πέτρα ακατέργαστη και λέξη τη λέξη σμιλεύονται για να λάμψουν στο τέλος σαν πολύτιμος λίθος, αναδεικνύοντας την ωραία πλευρά του ανθρώπινου γένους.
Στα είκοσί της η Λου γνώρισε τον σχεδόν συνομήλικό της Τόμπι Μέιτρι. «Την είδε για πρώτη φορά πάνω σε ένα ποδήλατο. Κόκκινο μαντίλι, άσπρο πουκάμισο, δέρμα καθαρό σαν τσόφλι αυγού, μεγάλα μάτια, σορτς. Σταμάτησε το ποδήλατο και πάτησε στο ένα πόδι για να μιλήσει με κάποιον στο δρόμο. Γέλασε, και η ομορφιά της του έκοψε την ανάσα». Την αναζήτησε, την πολιόρκησε και την κατέκτησε. Ερωτεύτηκαν σφόδρα και μετά από λίγο παντρεύτηκαν. Η ζωή τους ήταν γεμάτη ποίηση, όπως και το λιτό φτωχικό σπίτι τους μπροστά στον ωκεανό, στους αμμόλοφους του Ακρωτηρίου Κοντ. Εκείνος έγραφε στίχους κι εκείνη διάβαζε ασταμάτητα. Οι μέρες τους περνούσαν ήσυχα «με σκηνικό τα απλανή αστέρια».
«Ο αργός ουρανός σημάδευε τις ώρες. Ζούσαν συχνά έξω. Έπαιρναν κάθε ανάσα τους από μια μάζα αέρα που μόλις εκείνη τη στιγμή περνούσε από θάλασσα σε θάλασσα. Η χερσόνησος ήταν μια γυμνή γλώσσα άμμου ανάμεσα σε δύο απεραντοσύνες με ιδιαίτερη κλίση προς τα ειδικά εφέ.
Ο Τόμπι Μέιτρι μεγάλωσε στο Προβινστάουν και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του εκεί. Ο πατέρας του ήταν ένας από τους ακτοφύλακες που είχαν τοποθετηθεί από την πίσω μεριά, πάνω από τους γκρεμούς του Ατλαντικού. Όπως και μερικοί άλλοι ακτοφύλακες, έφτιαξε για την οικογένειά του μια πρόχειρη μονόχωρη καλύβα στη γυμνή άμμο κοντά στο σταθμό της ακτοφυλακής. Ο νεαρός Μέιτρι και η μητέρα του κατασκήνωναν στην ξύλινη καλύβα τα καλοκαίρια πάνω από τη μεγάλη παραλία του ωκεανού. Αντάλλασσαν επισκέψεις με τους άλλους ακτοφύλακες. Αργότερα, μετά τον πόλεμο, ο Μέιτρι έγινε ποιητής της δεκαετίας του σαράντα. Έγραψε τέσσερα ποιήματα σε μέγεθος βιβλίου και τρία βιβλία με στίχους.
Η γυναίκα του, η Λου Μέιτρι, σπάνια μιλούσε. Ζωγράφιζε λίγο σε καμβά και λινά έργα χαμένα τώρα. Οι δυο τους έπαιξαν μόνο σε δύο μικρά συμβάντα – τρία, αν μετράει και ο έρωτας. Το να ερωτεύεσαι, όπως το να κάνεις παιδί, πάει ενάντια στο ρεύμα της ζωής μας: χωρισμός, απώλεια και θάνατος. Αυτή είναι η χαρά τους.
Δύο φορές την ημέρα η παλίρροια ανέβαινε στην άμμο πίσω από το σπίτι τους. Τέσσερις φορές το χρόνο άλλαζαν οι εποχές. Έτσι ζουν και τα στρείδια, αλλά χωρίς να διαβάζουν τόσο όσο οι Μέιτρι».
Τα χρόνια περνούσαν μέσα σε μια ησυχία ονειρεμένη. Η Λου φρόντιζε το σπίτι, έβαφε το σιδερένιο κρεβάτι τους με λευκό χρώμα, απολάμβανε την ομορφιά μιας καθημερινότητας απαλλαγμένης από υποχρεώσεις και περιορισμούς... Ο Τόμπι τα πρωινά δεν δούλευε για να μπορεί να γράφει και τα απογεύματα έβγαζε λεφτά «μετακινώντας σπίτια για φίλους και φτιάχνοντας προεκτάσεις». Στο βιβλίο υπάρχει μια εξαιρετικής ομορφιάς σκηνή όπου όλο το χωριό προσπαθεί να μεταφέρει μέσω θαλάσσης ένα σπίτι το οποίο τελικά βυθίζεται στο νερό. Για φαντάσου, ένα μισοβυθισμένο σπίτι μέσα στο κύμα...
Όταν η Λου έμεινε έγκυος και γεννήθηκε ο γιος τους, ο Πιτι, ο Μέτρι άρχισε σιγά σιγά να απομακρύνεται από κοντά της. Αμφιβολίες. Αναρωτιόταν που πήγε ο έρωτας. «Είναι ο ρομαντικός έρωτας μια σύγχρονη επινόηση; Πόσο καιρό μπορεί να διαρκέσει με ανταπόδοση, χωρίς ανταπόκριση; Θολώνει η οικειότητα την καθαρή όραση της ουσίας στους ερωτευμένους και κάνει τις επιφάνειες να φαίνονται σημαντικές; Αφού ο έρωτας εντείνεται στους χωρισμένους εραστές, υποτίθεται επειδή οι εραστές ξεχνούν και ξαναφαντάζονται ο ένας τον άλλον, σημαίνει αυτό ότι ο έρωτας είναι τελείως τεχνητός; Πόσο τεχνητός; Τριάντα τοις εκατό τεχνητός; Εξήντα τοις εκατό; Πέντε;».
Όλο και πιο συχνά πλέον αναζητούσαν τη συντροφιά φίλων, μποέμ καλλιτεχνών που έρχονταν στο Ακρωτήρι του Κοντ για να περάσουν το καλοκαίρι, αλλά και της Ντίρι, μιας χίπισσας που απολάμβανε τον ελεύθερο έρωτα και μια ζωή χωρίς δεσμεύσεις, μακριά από την αριστοκρατική οικογένειά της. Η Ντίρι, ήταν μεγαλύτερη μια δεκαετία από τους Μέιτρις. Είχε σπουδάσει αρχιτεκτονική και ήταν από πλούσια οικογένεια, αλλά λάτρευε να ζει σαν τσιγγάνα και να κοιμάται τυλιγμένη σε ένα καραβόπανο, αριστερά και δεξιά σε όποιον αμμόλοφο έβρισκε πιο βολικό, ανάλογα με το που φυσούσε λιγότερο ο άνεμος.
Σιγά σιγά, ο Μέιτρι βρήκε ξανά τον έρωτα στα μάτια της Ντίρι. Και μια νύχτα αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Λου και το γιο του για να την ακολουθήσει στο Μέιν.
Αυτό είναι το πιο μαγικό κομμάτι του βιβλίου. Η Λου από ένα ήσυχο κορίτσι που ζούσε στη σκιά του Μέιτρι απελευθερώνεται και αντί να αφεθεί στο πένθος του χαμένου έρωτα, παλεύει. Όχι για να επιβιώσει, αλλά να συγχωρήσει. Το διπλό χτύπημα, τη συμφορά του να χάνεις ταυτόχρονα την καλύτερή σου φίλη και τον άνθρωπο που αγαπάς. Για να αφήσει το σπόρο της αγάπης που νικά ακόμα και την προδοσία, ή τον πληγωμένο εγωισμό, να σπείρει μέσα της το μαγικό λουλούδι της αληθινής κατανόησης.
Η Λου αντιστάθηκε. Αντί να τρέξει για να ξεχάσει, να φύγει μακριά και να αφήσει τις αλλαγές της ζωής να της γιατρέψουν τις πληγές, έμεινε στάσιμη. Και πήρε μια βαθιά ανάσα. Δεν έψαξε απεγνωσμένα να αναπληρώσει το κενό με υποκατάστατα, δεν σάλεψε, στάθηκε αμίλητη και παρατηρούσε. Δεν υπέκυψε στο φόβο που φωλιάζει ύπουλα τις νύχτες, στην ανασφάλεια που συμμαχεί με τον εγωισμό, στην απόγνωση μιας γυναίκας που τα είχε όλα μα τα έχασε.
Πρόσωπο ποιητικό, σκαρφάλωνε στον πιο ψηλό λόφο του Κοντ καθημερινά και όταν έφτανε στην κορυφή, στο Μνημείο του Προσκυνητή, μόνη με τον αέρα να τη χτυπά στο πρόσωπο και την άμμο να κολλά στο δέρμα, πετούσε λίγο λίγο από πάνω της το βάρος της προδοσίας. Αυτός ήταν ο δικός της διαλογισμός, ο μόνος τρόπος που είχε για να ελέγξει το εγώ της και να βρει την ουσία μέσα της.
«Μόνο για ένα λεπτό με το ρολόι της τον είδε από τη δική του πλευρά. Εκείνη τη μέρα, έχοντας δώσει τόπο κατά μία μοίρα τόξου μόνο, για ένα λεπτό, είδε από μακριά την ανακούφιση. Ήταν κάτι που μπορούσε να το κάνει. Μπορούσε να ανεβαίνει κάθε μέρα και να δουλεύει πάνω στον εαυτό της σαν άσκηση. Δεν είχε τίποτε άλλο να κάνει. Τα χρόνια τους μαζί ήταν καλά. Ο Μέιτρι είχε φύγει ήδη. Το μόνο που είχε να κάνει τώρα για να βρει τη γαλήνη ήταν να του δώσει τόπο μέσα της. Μέσα σε ένα μήνα κατάλαβε ότι αν δεχόταν πως δεν είναι η ίδια το κέντρο του κόσμου, δεν υπήρχε αδικία ή προδοσία. Αν πίστευε ότι ήταν ελεύθερη, ότι δεν είχε βγει από το λάκκο της πίσσας, δεν θα ελευθερωνόταν τότε από τον λάκκο της πίσσας; Τι ήταν αυτό, για παράδειγμα, μπροστά στο να έχανε τον Πίτι; Γιατί να προσβληθεί προσωπικά επειδή δύο άτομα ερωτεύτηκαν;».
Ανέβαινε στο λόφο χειμώνα καλοκαίρι, με βροχή και με ζέστη, και γυρνούσε πίσω στην καλύβα της ήσυχη, νιώθοντας σαν τον άνθρωπο που πάντα ήθελε να είναι. Αναχωρήτρια, σαν ξεχασμένη ναυαγός, περνούσε τις μέρες της έξω από τα ασφυκτικά κλουβιά της μοντέρνας εποχής.
«Η Λου ήλπιζε σκανδαλωδώς να ζήσει τη ζωής της όπως ήθελε. Μια αντικανονική ελπίδα, αφού πολιτισμός σημαίνει πόλεις και πόλεις σημαίνουν κοινωνικές νόρμες. Ήθελε μόνο να ακούει τον εαυτό της να σκέφτεται. Θαύμαζε τον Διογένη που ξύρισε το μισό κεφάλι του για να μείνει μέσα και να σκέφτεται. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να ακούσει καμιά πρωτότυπη νότα, κανένα αδέσποτο υποκείμενο-και-ρήμα μέσα στο μυαλό της, όσο αμυδρό κι αν ήταν, αν εμφανιζόταν κανένα;
Έσπρωξε το τιμόνι τέρμα από την άλλη μεριά, έστριβε, κι έβαλε πορεία κόντρα στον άνεμο σκίζοντας τα κύματα. Ή όλο και πιο λιτή μονόχωρη καλύβα στον αμμόλοφο ήταν η κύρια κατοικία της από την οποία την εξόριζαν μόνο οι ανεμοστρόβιλοι και η παγωνιά. Με τις δεκαετίες είχε ανακτήσει ό,τι είχε χάσει από τον ίδιο το νου της, αν είχε χάσει κάτι. Φρόντιζε προσεκτικά να μείνει έξω από την επιτάχυνση του κόσμου. Μια αγορά των Αθηνών κατέπληξε τον Διογένη ώστε να πει: “Πόσα πράγματα υπάρχουν στον κόσμο που δεν τα χρειάζεται ο Διογένης!”. Η Λου είχε κόψει από καιρό τη μόδα και όλες τις ραδιοφωνικές εκπομπές εκτός από τους Ρεντ Σοξ. Τα τελευταία χρόνια είχε αφήσει να φύγουν από τη ζωή της οι δεσμοί της με τους ανθρώπους που δεν συμπαθούσε, με το σιδέρωμα, με το φαγητό έξω στην πόλη, και με την αγορά πραγμάτων που δεν ήταν απαραίτητα και που χρειάζονταν φροντίδα. Αγνοούσε οτιδήποτε δεν την ενδιέφερε. Με αυτά τα χτυπήματα άνοιξε τις μέρες της σαν πινιάτα. Εκατό ελευθερίες έπεσαν πάνω της. Έζευε ελεύθερα χρόνια στη ζωή της σαν ουρά σε χαρταετό. Όλοι τη ζήλευαν για το χρόνο που είχε, χωρίς να προσέχουν ότι είχαν κι αυτοί ίσο χρόνο».
Τα χρόνια περνούσαν έτσι, ευτυχισμένα, κι η Λου έγινε πια γιαγιά. Ο Πιτ παντρεύτηκε και της  χάρισε ένα εγγόνι. Τότε, εντελώς ξαφνικά, μια μέρα η πόρτα στην καλύβα χτύπησε και όταν άνοιξε είδε μπροστά της ξανά τον Μέιτρι. Γερασμένος, ανήμπορος, είχε επιστρέψει με την ετοιμοθάνατη Ντίρι για να ζητήσει στη Λου να ζήσουν το τέλος όλοι μαζί. Η Λου, πήρε ξανά μια βαθιά ανάσα, νίκησε το ξάφνιασμα και ένιωσε όλη εκείνη τη δύναμη που χρόνια είχε μαζέψει μέσα της να ανθίζει ξανά σαν λουλούδι. Τους πήρε πίσω στο σπίτι, περιποιήθηκε με τρυφερότητα την κατάκοιτη Ντίρι σαν να μην την είχε προδώσει ποτέ. Με μια βρεγμένη πετσέτα, έπλενε το σώμα της γυναίκας που κάποτε, μια αιωνιότητα πριν, της είχε κλέψει την αγάπη... Με μια βρεγμένη πετσέτα έσβηνε από το σώμα της Ντίρι τις τύψεις και ένιωθε ακόμα πιο σίγουρη πως όλα αυτά δεν είχαν συμβεί για το τίποτα...

Υ.Γ. Ο τίτλος του ποστ είναι στίχος της Λίνας Νικαλοκοπούλου από το τραγούδι Όστρακο που έχει ερμηνεύσει η Άλκηστις Πρωτοψάλτη.