Καιρό τώρα ονειρεύεσαι ένα μεγάλο road trip σε όλη την Ευρώπη. Με ένα σακίδιο μόνο, με τα απολύτως απαραίτητα, λίγα βιβλία και δυο τρία ρούχα βολικά για ταξίδι. Να φύγεις χωρίς να σκέφτεσαι το χρόνο, χωρίς να έχεις κλείσει τίποτα: ούτε εισιτήρια ούτε δωμάτια ξενοδοχείων. 
Να ταξιδεύεις και να σταματάς. Να νοικιάζεις ένα ποδήλατο και να τριγυρνάς στα δάση, ποδηλατάδα κάτω από τα δέντρα, ο άνεμος να σου ανακατώνει τα μαλλιά και οι ακτίνες του ήλιου που τρυπώνουν από τις φυλλωσιές να σου ανοίγουν φωτεινά μονοπάτια. Να κολυμπάς σε λίμνες, κάτω από καταρράκτες. Να κάνεις νέους φίλους και να βουτάτε ανέμελα μαζί από ψηλούς βράχους. Ελεύθερη κατάδυση με μάτια ανοιχτά και χέρια απλωμένα τρυφερά ως το άπειρο, κινήσεις απαλές μέσα στο νερό. Να αναδύεσαι στον αφρό και το φως του ήλιου να σε κάνει να νιώθεις ολοκαίνουριος. Δίχως βάρος, ελαφρύς σαν φτερό στον άνεμο.

Να απολαμβάνεις τη στιγμή κι όταν αρχίζεις να συνηθίζεις έναν τόπο να ανεβαίνεις στο πρώτο τρένο και δρόμο... Φευγάτος σαν εκείνους τους παλιούς μποέμ των αρχών του περασμένου αιώνα στα βιβλία του Πωλ Μοράν («Οι εκκεντρικοί», εκδ. Ολκός) ή σαν τους Αμερικανούς της Πατρίτσια Χάισμιθ («Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϋ», εκδ. Άγρα) που έρχονταν τη δεκαετία του '50 στην Ευρώπη, απολαμβάνοντας μια κοσμοπολίτικη ζωή στο Παρίσι, τις Κάννες, το Σαν Ρέμο, το Μοντζιμπέλο, τη Ρώμη. Που έφευγαν για την Ελλάδα και περνούσαν από νησί σε νησί. Ιόνιο, Αιγαίο, χειμώνα καλοκαίρι. Εξερεύνηση σε τόπους που δεν είχε αγγίξει ακόμα ο τουρισμός. Με βάρκες και πλοία, με ποδήλατα και μηχανές. Αμοργός, Αστυπάλαια, Σίκινος, Κουφονήσια, Ανάφη, Ηρακλειά, Γαύδος. Νύχτες χωρίς ρεύμα σε σπίτια λευκά, ασβεστωμένα, πρωτόγονα. Διάβασμα και γράψιμο σε ένα ξύλινο τραπέζι στο θαμπό φως μιας λάμπας θυέλλης. Σαν ποίημα. Σαν σκηνή από το «Αλεξανδρινό Κουαρτέτο» του Λώρενς Ντάρελ (εκδ. Μεταίχμιο):
«Σηκώθηκε η θάλασσα πάλι σήμερα, καθώς τη συνταράζουν οι ριπές του ανέμου. Είμαστε στην καρδιά του χειμώνα, κι ωστόσο γίνονται κιόλας αισθητά τα καμώματα της άνοιξης. Ένας ουρανός ίδιο γυμνό ζεστό μαργαριτάρι ως το μεσημέρι, γρύλοι που φωλιάζουν σε σκιερές γωνιές και τώρα ο άνεμος που απογυμνώνει τα μεγάλα πλατάνια, λεηλατεί τα μεγάλα πλατάνια...
Δραπέτευσα σε τούτο το νησί, με λίγα βιβλία και το παιδί – το παιδί της Μελίσα. Δεν ξέρω γιατί χρησιμοποιώ αυτή τη λέξη, «δραπέτευσα». Οι χωριάτες αστειεύονται και λένε πως μόνο ένας άρρωστος άνθρωπος θα μπορούσε να διαλέξει τέτοιον απόμερο τόπο για να χτίσει απ' την αρχή τον εαυτό του. Εντάξει λοιπόν, ήρθα εδώ για να γιατρευτώ – αν θέλετε να το πούμε έτσι...
Τη νύχτα ο άνεμος μουγκρίζει και το παιδί κοιμάται ήσυχο στο ξύλινο λίκνο του κοντά στο παραγώνι που βουίζει, ανάβω μια λάμπα και βηματίζω πάνω κάτω, σκέφτομαι τους φίλους μου – την Τζάστιν και τον Νεσίμ, τη Μελίσα και τον Μπαλτάζαρ. Γυρίζω και ξαναγυρίζω τη σιδερένια αλυσίδα της μνήμης, κρίκο τον κρίκο, στην πόλη όπου ζήσαμε για τόσο λίγο μαζί (...) Έπρεπε να φτάσω κάπου μακριά απ' όλα τούτα για να μπορέσω όλα να τα καταλάβω...»
Να φεύγεις λοιπόν και να μην σε νοιάζει που θα βρεθείς. Να απομακρύνεσαι μπας και καταλάβεις. Να αφήνεσαι στην έμπνευση της στιγμής. Αναζητώντας όνειρα χτισμένα από διηγήσεις φίλων ή φωλιασμένα στο υποσυνείδητο από σκόρπιες φράσεις βιβλίων. Έτσι που κάποια στιγμή να μην ξέρεις τι ήταν αλήθεια και τι φαντάστηκες.
Ο κόσμος όμως έχει αναπτύξει πια τέτοια ταχύτητα που δεν έμειναν πολλοί τόποι παρθένοι κι ανεξερεύνητοι. Σαν τον παράδεισο στην «Παραλία» του Άλεξ Γκάρλαντ (εκδ. Οδυσσέας). Εκείνο το απάτητο νησάκι στην Ταϊλάνδη που από στόμα σε στόμα κυκλοφορούσε σαν θρύλος, μα ο ήρωας του Γκάρλαντ το ανακάλυψε και βρέθηκε σε έναν τόπο ονειρεμένο, μια παρθένα Εδέμ, ανέγγιχτη από τον τουρισμό, όπου μια ομάδα ανθρώπων είχε στήσει το δικό της κοινόβιο και ζούσε αποκομμένη από τον πολιτισμό.
Ή σαν την ουτοπική Σάνγκρι-Λα του Τζέιμς Χίλτον στο μυθιστόρημα «Χαμένος Ορίζοντας» (εκδ. Ιάμβλιχος). Μια κρυμμένη μαγική κοιλάδα κάπου στο Θιβέτ, όπου «μια ομάδα ανθρώπων, μακριά από τις αρπάγες ενός άγριου και καταδικασμένου κόσμου, δημιουργούν ένα όνειρο...».
Δεν ξέρεις αν θα μπορούσες να κάνεις ένα τέτοιο ταξίδι, αν θα ήταν εύκολο να ξεπεράσεις τις αναστολές που έχεις χτίσει χρόνια, αν είναι εύκολο να αφήσεις πίσω μια στέρεη ζωή και να κυνηγήσεις ένα όνειρο. Δεν ξέρεις καν αν είναι εφικτό να ρίξεις ταχύτητα και να υιοθετήσεις «την επικούρεια στάση απέναντι στη ζωή», για την οποία μιλά στη «Βραδύτητα» ο Μίλαν Κούντερα (εκδ. Εστία). Μέχρι ώρας μόνο μερικές στιγμές σε ταξίδια και τα βιβλία σού έχουν χαρίσει αυτό το χάσιμο. Αυτή την αίσθηση ότι φεύγεις σε έναν άλλο τόπο, ό,τι γίνεσαι ένας άλλος. Κάποιος χωρίς όρια, χωρίς σύνορα και περιορισμούς...

Υ.Γ. Τα έργα είναι δημιουργίες της Μαρίας Φιλοπούλου. Η συλλογή της με θέμα καταρράκτες θα εκτίθεται στη Γκαλερί Ζουμπουλάκη από τις 13 Οκτωβρίου έως τις 5 Νοεμβρίου 2011. (Πλ. Κολωνακίου 20, Αθήνα, τηλ.: 2103608278, www.zoumboulakis.gr

Καλοκαίρι για εμένα σημαίνει ήσυχη παραλία και πολλά βιβλία. Μυθιστορήματα με άμμο στη ράχη, λεκέδες από αντηλιακό, πευκοβελόνες για σελιδοδείκτες και φύλλα τσαλακωμένα από την αλμύρα της θάλασσας. 
Μπορώ να κάτσω στη σκιά ενός δέντρου από το πρωί ως το βράδυ, διαβάζοντας. Ημέρες ανεξαρτησίας γεμάτες ανεμελιά, με μόνους περισπασμούς το κύμα και τα τζιτζίκια που τραγουδούν στα αρμυρίκια.
Tα πιο όμορφα καλοκαίρια της ζωής μου είναι ταυτισμένα με βιβλία. Με ποιήματα, ατάκες από θεατρικά (Ουίλιαμς, Ίψεν, Τσέχοφ) ή διηγήματα -σύντομοι έρωτες- που τελειώνουν μέχρι να φτάσει το πλοίο από την Άνδρο στη Σύρο. Μικρές αποδράσεις που τις θυμάσαι για μια ζωή. Λες και τα βιβλία είναι καρτ ποστάλ από τα μέρη που αγάπησες.
Φολέγανδρος σημαίνει Ελύτης. Νύχτα στο κατάστρωμα με τη Σ. να ανταλλάζουμε στίχους, κοιτώντας τα αφρισμένα μαύρα νερά, με τα πόδια ακουμπισμένα στην κουπαστή.
«Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα Όλα τα δάχτυλα Σιωπή. Έξω από τ' ανοιχτό παράθυρο του ονείρου Σιγά σιγά ξετυλίγεται Η εξομολόγηση Και σα θωριά λοξοδρομάει προς τ' άστρα!»*
Καράβια στο Αιγαίο γεμάτα λέξεις που τις παίρνει το κύμα. Πάρος, Πάτμος, Σαντορίνη... Με βιβλία στη βαλίτσα. Ή μάλλον με μια ακόμα βαλίτσα, λίγο πιο μικρή, μόνο για τα βιβλία. Διαβάσματα σε σπίτια λευκά με μπλε παράθυρα, σε κρεβάτια χτιστά και μπαλκόνια που κρέμονται πάνω απ΄ τον γκρεμό.
«Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή. Έχω ρίξει μες στ' άπατα μια ηχώ Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο»**
Ύδρα σημαίνει Μαργαρίτα Καραπάνου. Υπνοβάτης. Στο μπαρ της Υδρονέτας, με μαργαρίτες λεμόνι από νωρίς το απόγευμα και βουτιές απ' τα βράχια παρέα με κάτι φίλους Ιταλούς που είχαν ορκιστεί να μη γυρίσουν πίσω στην πατρίδα τους ποτέ ξανά, μα δεν κράτησαν τον όρκο. Σαν σε όνειρο να τριγυρνάμε στα σοκάκια. Υπνοβάτες όλη νύχτα. Κι εγώ το επόμενο πρωί να κάθομαι στο καφενείο του λιμανιού για να βυθιστώ λίγο ακόμα στο παράλογο σύμπαν ενός βιβλίου που είχε γραφτεί χρόνια πριν σε κάτι τσαλακωμένα τετράδια γεμάτα μουτζούρες, ακριβώς εκεί, μπορεί και στο ίδιο τραπέζι. Το βράδυ σινεμά στο θερινό, Καζαμπλάνκα και Τζίλντα. Έρωτες παλαιάς κοπής και γρανίτες από φράουλα σε πλαστικό ποτήρι.
Κέρκυρα με Manu Chao στο mp3 και τις λίστες του High Fidelity στο αεροπλάνο. Μάνη και Καρδαμύλη με Αντόνιο Ταμπούκι και το τελευταίο βιβλίο της Μαλβίνας. Μυτιλήνη με Σύλβια Πλαθ στις σκοπιές και Mπρετ Ίστον Έλλις όταν ήμουν θαλαμοφύλακας. Να διαβάζεις τον μανιακό με τα Prada για να μην αποκοιμηθείς.
Ίσθμια, Επίδαυρος, Ναύπλιο... Κάθε εβδομάδα κι άλλο βιβλίο. Μεσημέρια γεμάτα διαβάσματα και βουτιές στο νερό, μουσικές στο iPod ή στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου, τρέχοντας στην εθνική, με ανοιχτά παράθυρα και τον αέρα να ανακατώνει τα μαλλιά. Το βράδυ, επιστρέφοντας στο σπίτι δροσερά κοκτέιλ, φαγητό με φίλους και ξενύχτι, συζητώντας κάτω από τα δέντρα, μέχρι να νυστάξεις απελπισμένα και να τυλιχτείς στα κατάλευκα δροσερά σου σεντόνια. Με μια στοίβα βιβλία στο πλάι, αδιάβαστα, που σου υπόσχονται να μην πλήξεις ποτέ. Όπως εκείνα τα αργόσυρτα μεσημέρια των παιδικών σου χρόνων, στο παλιό αγροτόσπιτο της γιαγιάς, που νόμιζες ότι ο μεσημεριανός ύπνος ήταν καταδίκη. Τότε που, ξαπλωμένος σε ένα σιδερένιο κρεβάτι κάτω από μια γέρικη μουριά, έβρισκες καταφύγιο στο διάβασμα: Ποπάυ, Λούκι Λουκ και Μίκυ Μάους. Και φυσικά Ιούλιος Βερν. Ιστορίες γι΄ αγρίους, ταξίδια-του-μαξιλαριού που σου έμαθαν από νωρίς ότι υπάρχει ένας πολύ γρήγορος και ασφαλής τρόπος να το σκας όταν σε αναγκάζουν να κάνεις πράγματα που «πρέπει». Σ' εκείνο το σπίτι των παιδικών σου χρόνων, με τα τριξίματα της ξύλινης πόρτας να σε προδίδουν, με τις ασβεστωμένες ακακίες στην αυλή και τα ματσάκια της ρίγανης και του θυμαριού κρεμασμένα στα δοκάρια της κουζίνας... Σ' εκείνο το σπίτι που έμαθες να διαβάζεις. Όχι να συλλαβίζεις, αλλά να χτίζεις γράμμα-γράμμα έναν φανταστικό κόσμο στον οποίο θα μπορείς να καταφεύγεις όταν νιώθεις ότι αυτός, ο αληθινός, χάνει λίγη από τη λάμψη του.

Υ.Γ. Φέτος έχω κρατήσει για το Πήλιο το «Νότια των συνόρων, δυτικά του ήλιου» του Χαρούκι Μουρακάμι (εκδ. Ωκεανίδα) και την «Ενοχή της αθωότητας» της Ιωάννας Μπουραζοπούλου (εκδ. Καστανιώτη). Για τη Σύρο το «Γουλφ Χολ»της Χίλαρι Μάντελ (εκδ. Πάπυρος) και τα «Γράμματα στην αδελφή του Τζένια και στην Έλγκα» του Νίκου Καββαδία (εκδ. Άγρα). Αν δεν αλλάξω βέβαια γνώμη μέχρι τότε. Γιατί παίζει και Τζέιμς Ελρόϊ (Η τριλογία του Λόιντ Χόπκνινς, εκδ. Μεταίχμιο & Άγρα), το «Πεκίνο σε κώμα» του Μα Γιαν (εκδ. Πάπυρος), το «Τόκιο έτος μηδέν» του Ντέιβιντ Πις (εκδ. Τόπος), η «Ελευθερία»του Τζόναθαν Φράνζεν (εκδ. Ωκεανίδα) αλλά και οι «Ακυβέρνητες Πολιτείες»του Στρατή Τσίρκα (εκδ. Κέδρος). Άσε που δεν έχω διαβάσει ακόμα και το «Παρίσι Μπλουζ» του Μωρίς Αττιά (εκδ. Πόλις). Εσείς, τι λέτε;

*Επτά νυχτερινά επτάστιχα ΙΙΙ, Προσανατολισμοί
**Μονόγραμμα, VII, Οδυσσέας Ελύτης (εκδ. Ίκαρος)