Να κάτι που ονειρεύομαι όλη μου τη ζωή: να ζω μόνιμα σε ένα αγροτόσπιτο με μουριές, ακακίες και κυπαρίσσια. Ένα σπιτάκι μικρό με κεραμίδια παλιά και πλίθινους τοίχους. Στην κουζίνα να έχω πάντα καλάθια γεμάτα με φρούτα και λαχανικά και στα ράφια βάζα με μαρμελάδες και μυρωδικά.
Σκέφτομαι πολύ συχνά να εγκαταλείψω την πόλη και να αυτοεξοριστώ σε ένα χωριό όπου θα περνάω τις μέρες μου απλοϊκά μέσα στη φύση. Να ξυπνάω νωρίς, όταν χαράζει, και να πίνω τον καφέ μου πλάι στο τζάκι. Να ζυμώνω μόνος μου το ψωμί. Να φοράω τις λασπωμένες μου γαλότσες και να βγαίνω στο μποστάνι. Να ποτίζω, να σκαλίζω τη γη, να ταΐζω τα ζώα. Να αγγίζω τις στάλες από την πρωινή υγρασία στα φύλλα και να ανακαλύπτω έκθαμβος κάθε πρωί από την αρχή την απίστευτη ομορφιά αυτού του κόσμου.


Πέρασα τα παιδικά μου καλοκαίρια σε ένα τέτοιο σπίτι, εκεί όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε η μητέρα μου. Η γιαγιά μου είχε μια τεράστια αυλή, με πολλά λουλούδια, και στο κέντρο μια μεγάλη γέρικη μουριά που έριχνε τη σκιά της σε ένα σιδερένιο κρεβάτι με λευκά μαξιλάρια. Στη δροσιά αυτής της μουριάς άκουσα τις πρώτες μου ιστορίες. Όλες πραγματικές. Κι οι περισσότερες σκληρές, όπως η αληθινή ζωή. Ποτέ άλλωστε δεν μου άρεσαν τα παραμύθια. Προτιμούσα να ακούω τη γιαγιά να μου μιλά για όσα είχε ζήσει. Για τον παππού που δεν γνώρισα, για την κατοχή, τον εμφύλιο, για το μικρό κορίτσι που είχε χάσει πριν γεννήσει τη μητέρα μου και τη δίδυμη αδερφή της, για τη δικτατορία που έστειλε στο ψυχιατρείο το γιο της.
Στη σκιά αυτής της μουριάς πέρασα τα πιο αργόσυρτα μεσημέρια της παιδικής μου ηλικίας. Ξαπλωμένος στις ρίζες της, κοιτώντας τα φύλλα να θροΐζουν, γδέρνοντας με μια πέτρα τον ασβέστη απ' τον κορμό της, διάβασα και τα πρώτα μου βιβλία.
Μεγαλώνοντας, διάβασα χιλιάδες βιβλία, ταξίδεψα από σελίδα σε σελίδα, κι από νησί σε νησί, αναζητώντας εκείνη την αίσθηση... Ανεμελιά, ευτυχία, γλυκιά πλήξη, αρμονία, δεν ξέρω πες την όπως θες... Δεν τη βρήκα ποτέ. Τουλάχιστον όχι έτσι. Ίσως γιατί είχε φύγει εκείνη και η σκιά της. Ίσως γιατί η μουριά ήταν πια τόσο γέρικη που δεν άντεξε άλλο ο κορμός της και λύγισε. Σε εκείνο το κυριακάτικο τραπέζι πολλές φορές οι καρέκλες άδειασαν κι άλλες τόσες γέμισαν ξανά. Άλλοι άνθρωποι ήρθαν, άλλοι έφυγαν. Τίποτα δεν έμεινε ίδιο, ούτε καν εγώ. Κι εκείνο το σπίτι έπεσε. Κάτι παλιές φωτογραφίες διασώθηκαν μα κι αυτές δεν κάνουν δουλειά.

Υ.Γ. Την τελευταία φορά που επέστρεψα σε εκείνη την αυλή δεν είχε μείνει τίποτα που να θυμίζει τα παλιά. Πιτσιρίκια που μπερδεύω τα ονόματά τους, παιδιά των παιδιών που κάποτε έπαιζα μαζί τους, έτρεχαν γύρω γύρω σαν σβούρες. Κι εκεί, κάτω από μια νέα μουριά που είχε φυτρώσει στη θέση της παλιάς, το ξέραμε όλοι, πως η ζωή δεν είναι τίποτε άλλο από μια αέναη διαδοχή.

Όσοι αγαπάμε τα βιβλία, έχουμε φτιάξει τις μικρές μας γωνιές όπου απολαμβάνουμε τα ταξίδια του μυαλού. Γωνιές γεμάτες μυθιστορήματα, ποιήματα, αφράτα μαξιλάρια και φως. Στο κοινωνικό δίκτυο Pinterest -όπου οι χρήστες μοιράζονται τις φωτογραφίες που τους εμπνέουν- και ιδιαίτερα στην κατηγορία της διακόσμησης, μπορείτε να βρείτε ιδέες για να ανανεώσετε ή να φτιάξετε και τη δική σας. Εδώ σας δίνω ένα μικρό δείγμα από τις φωτογραφίες που έχω δει εκεί και με κάνουν να ονειρεύομαι:

Πηγή: Simplypi
Πηγή: 1.bp.blogspot.com
Πηγή: 30.media.tumblr.com
Πηγή: bing.com
Πηγή: bohemianhomes.tumblr.com
Πηγή: bookshelves.tumblr.com
Πηγή: community.livejournal.com
Πηγή: desiretoinspire.net
Πηγή: finelittleday.com
Πηγή: flickr.com
Πηγή: fromtherightbank.com
Πηγή: ilai.ch
Πηγή: kmldesign.dk
Πηγή: moonlightrainbow.tumblr.com
Πηγή: seenandsaid.tumblr.com
Όλες οι φωτογραφίες είναι από το www.pinterst.com, όπου τις έχουν ανεβάσει κατά καιρούς οι χρήστες του αναφέροντας την πηγή (blogs, περιοδικά, άλλα κοινωνικά δικτυα κτλ.). Η πηγή που αναγράφω κάτω από κάθε φωτογραφία είναι αυτή που αναφέρει η ανάρτηση των χρηστών του Pinterest.    

Το μικρό βιβλίο «Μαύρα Γυαλιά» (εκδόσεις Opera) του Σερζ Ζονκούρ διαβάζεται με μια ανάσα. Απολαυστικό σαν δροσερό κοκτέιλ μέσα στο καλοκαίρι. Συνδυάζει την κομψότητα μιας εκλεπτυσμένης γραφής και την ένταση ενός αριστοτεχνικού ψυχολογικού θρίλερ.
Ο Γάλλος συγγραφέας, ένας brilliant πρώην κειμενογράφος σε διαφημιστική εταιρεία που τα παράτησε για να αφιερωθεί στο γράψιμο, χτίζει ένα σκηνικό που θα έκανε τον Χίτσκοκ να τιναχτεί από την καρέκλα του.
«Μέσα στο καλοκαιρινό απομεσήμερο καταφθάνει ένας ωραίος, λευκοντυμένος άγνωστος με μοναδική αποσκευή τα Ray-Βan γυαλιά του. Το νησί είναι παραθεριστικός παράδεισος, η οικογένεια μεγαλοαστική, οι κόρες πλήττουν στην πισίνα, ο καύσωνας λιώνει το τοπίο. Ο ωραίος άγνωστος δηλώνει φίλος τού -παντελώς αποτυχημένου- γιου της οικογένειας τον οποίο όλοι περιμένουν αλλά δεν βλέπουν να έρχεται. Κάπου, στις ακτές, η αστυνομία ανακαλύπτει ένα πτώμα...».
Το νησί που δεν κατονομάζεται, αλλά θα μπορούσε να βρίσκεται οπουδήποτε στη Μεσόγειο, είναι το ιδανικό σκηνικό για το τέλειο έγκλημα. Το σπίτι είναι ένα εξοχικό σαν αυτά που συναντά κανείς στη Γαλλική Ακτή, γεμάτο δέντρα, βεράντες με ροτόντες φερ φορζέ και ξύλινα τραπέζια δώδεκα ατόμων σε σκιερές πέργκολες. Όλοι στη βίλα αποπροσανατολισμένοι, με τα αντανακλαστικά τους κοιμισμένα από την ανεμελιά των διακοπών, παραδίδονται στα θέλγητρα ενός γοητευτικού ξένου, για του οποίου τις προθέσεις μόνο ο σύζυγος μίας εκ των δύο αδελφών ανησυχεί. Ακόμα και οι γονείς, αν και επιφυλακτικοί στην αρχή, γρήγορα μαγεύονται από τον άντρα που δείχνει αψεγάδιαστος σαν μοντέλο του Armani. Ο τύπος τους κερδίζει έναν έναν. Είναι διασκεδαστικός, τέλειος συνομιλητής, έξυπνος, η ιδανική δηλαδή συντροφιά για τα μακρόσυρτα απογεύματα του Αυγούστου. Καθημερινά τα οχυρά πέφτουν και η οικογένεια αφήνεται στα χέρια του. Μέχρι που η απουσία του playboy γιου αρχίζει και τους υποψιάζει...
Στα δυνατά του βιβλίου εκτός από το πανέξυπνο φινάλε είναι οι δυνατές περιγραφές. Ο Ζονκούρ εκτός του ότι ξέρει να ανεβάζει σταδιακά την ένταση, εναλλάσσοντας τις καλοκαιρινές εικόνες ανεμελιάς που σε ταξιδεύουν με την απειλή που υποβόσκει σε κάθε σελίδα, είναι εξαιρετικός στυλίστας. Οι παραλίες και τα διάφανα νερά τους, τα κρις κραφτ που σκίζουν τα κύματα, τα στρωμένα τραπέζια στον κήπο, τα κοσμοπολίτικα απογεύματα με κοκτέιλ στην πισίνα, οι βόλτες στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας, είναι όλα τόσο ζωντανά που νιώθεις σαν να βρίσκεσαι εκεί.

Υ.Γ. O πίνακας Α Bigger Splash (1967) του David Hockney εικονογραφεί και το εξώφυλλο της ελληνικής έκδοσης.  

Εκεί όπου όλοι έβλεπαν μια ακατάστατη βιβλιοθήκη, εγώ είδα ένα ουράνιο τόξο.
Από μικρός ονειρεύομαι ένα μικρό δώμα γεμάτο βιβλία. Όλοι οι τοίχοι του να είναι καλυμμένοι από άκρη σ' άκρη με ράφια. Και στο κέντρο του μια δερμάτινη πολυθρόνα με υποπόδιο, στραμμένη προς το παράθυρο για να κοιτώ ανάμεσα στις φράσεις πού και πού τον ουρανό. 
Οι βιβλιοθήκες είναι το φετίχ μου. Πεθαίνω για κομοδίνα φορτωμένα με μυθιστορήματα που περιμένουν τη σειρά τους. Για άνετες πολυθρόνες, φουτουριστικές σαν αυτές που σχεδιάζει ο Marc Newson ή κλασικές μπερζέρες της γιαγιάς. Για αφράτους καναπέδες πλάι στο τζάκι. Για κάθε μικρή γωνιά, δηλαδή, όπου αράζει κανείς σαν τεμπέλης γάτος για να διαβάσει, να σκεφτεί, να ονειρευτεί.
Το σπίτι μου, αν και μικρό, είναι γεμάτο με τέτοιες γωνιές: Έχω ένα κατάλευκο ανάκλιντρο πλάι σε ένα μεγάλο παράθυρο, όπου μου αρέσει να κάθομαι εκεί με το βιβλίο μου αγκαλιά ρίχνοντας κλεφτές ματιές στα σύννεφα και στη βροχή. Μια πολυθρόνα με μεγάλη πλάτη, από αυτές του γιατρού που ξαπλώνουν πίσω. Έναν καναπέ στην καταπράσινη ταράτσα μου για να διαβάζω κάτω από τα δέντρα, όταν έχει λιακάδα. Κι έχω και το κρεβάτι μου, γιατί δεν κλείνω ποτέ μάτι αν δεν ανοίξω πρώτα ένα βιβλίο. Όσο για τις βιβλιοθήκες, έχω τρεις. Κι όλες πάντα το χάος. Ο χειρότερος εφιάλτης του βιβλιοθηκονόμου. Βιβλία στοιβαγμένα κατά τύχη, αυθόρμητα σαν τις παιδικές μου αναμνήσεις. Τακτοποιημένα μέσα στην αταξία τους. Χωρίς να λάβω υπόψη αλφαβητική σειρά, εκδοτικό οίκο, χώρα, θεματολογία ή είδος.
Όσες φορές κι αν φτιάξω τις βιβλιοθήκες μου, σε λίγες μέρες μαζεύονται τόσα καινούρια βιβλία που πρέπει είτε να χαρίσω όσα δεν σκοπεύω να διαβάσω είτε να φυγαδεύσω τα υπόλοιπα στη βιβλιοαποθήκη μου. Όσα κρατάω μέσα στο σπίτι, τα τακτοποιώ διαρκώς, ανάλογα με τις εμμονές της εποχής. Τώρα τελευταία σε ένα από τα ράφια, έχω ταξινομήσει τα βιβλία ανάλογα με το χρώμα της ράχης τους. Σαν παλέτα. Έτσι που ο Κάφκα ανακατεύεται με τον Στίβεν Κινγκ και ο Ηράκλειτος με τον Μπρετ Ίστον Έλις. Η Τζέιν Έιρ τρέχει να γλυτώσει από τους τους μανιακούς του Τζέιμς Ελρόι και ο Βέρθερος αγκαλιάζει με πάθος τη Λίσμπετ Σαλάντερ. Κι όλα αυτά, γιατί εκεί όπου όλοι έβλεπαν μια ακατάστατη βιβλιοθήκη, εγώ είδα ένα ουράνιο τόξο.
Αν πάντως ισχύει, αυτό που λένε, ότι καταλαβαίνεις πολλά για κάποιον αν ρίξεις μια ματιά στη βιβλιοθήκη του, εγώ τι είμαι; Γιατί χάρισα τα βιβλία μου; Φοβάμαι τις δεσμεύσεις ή απλά βαριέμαι να ξεσκονίζω; Αλλά και το γεγονός ότι όσα έμειναν τα τακτοποίησα παίζοντας με τις αποχρώσεις, τί δείχνει; Ότι είμαι ένα πρώτης τάξεως άθυρμα του ντιζάιν; Ότι παθαίνω αλλεργία σε κάθε είδους κανόνα, ξεκινώντας πρώτα από αυτούς της βιβλιοθηκονομίας; Ότι τη βρίσκω αναζητώντας μαζοχιστικά από ράφι σε ράφι τρεις ώρες ένα βιβλίο χωρίς αποτέλεσμα; Ότι ψάχνω διαρκώς δημιουργικούς τρόπους για να αποδείξω ότι η βαρετή πραγματικότητα μπορεί να αλλάξει αρκεί να τη δεις αλλιώς; Δεν ξέρω, η ψυχανάλυση θα δείξει.


Υ.Γ. Πρόσφατα είδα ότι τα παιδιά στο Facebook, στην τέλεια ομάδα Τι διαβάζουν οι άνθρωποι στο μετρό και στο λεωφορείο; Ε; ανεβάζουν φωτογραφίες από κομοδίνα, γραφεία, βιβλιοθήκες. Πεθαίνω. Δεν χορταίνω να τις κοιτώ!   



Από όλους τους αντιήρωες της λογοτεχνίας, ο Τομ Ρίπλεϊ είναι ο αγαπημένος μου. Γιατί μετά το μακελειό φτιάχνει ένα Dry Martini με δυο παγάκια σε ψηλό ποτήρι. Δεν είναι ένας κοινός κακοποιός αλλά ένας bon viveur του εγκλήματος. Ένας δαιμόνιος τύπος που λατρεύει την κλασική μουσική, την τέχνη, τα καλοραμμένα κοστούμια και τα παλάτσο στη Βενετία.
Διψασμένος για την καλή ζωή, μηχανεύεται διαρκώς τρόπους για να απολαύσει παρασιτικά όσα ονειρεύεται. Βραδιές στην όπερα, δείπνα σε πολυτελή εστιατόρια, βόλτες σε κατάφωτες πλατείες με ύφος αριστοκράτη δανδή που μεγάλωσε σε μια πλούσια οικογένεια και σπούδασε στα καλύτερα κολέγια της Αμερικής. Προβάρει λόγια, βλέμματα, κινήσεις. Σαν ηθοποιός φορά το κοστούμι κάποιου άλλου και βουτάει στα βαθιά.
Η πρώτη γνωριμία μου με τον ήρωα της Πατρίτσια Χάισμιθ έγινε στη μεγάλη οθόνη, το 1999, με την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου Ο Ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ (εκδόσεις Λιβάνη & Άγρα) από τον σκηνοθέτη Άντονι Μινγκέλα. Για χρόνια θυμόμουν το Μοντζιμπέλο, τα σπίτια πλάι στη θάλασσα, τις βεράντες που βρέχονταν από το κύμα. Τις βόλτες στη Ρώμη, τα τζαζ μπαρ, εκείνη την υπέροχη περιφορά της Παναγίας στα κατάλευκα στενά του χωριού που κατέληξε σε τραγωδία, όταν η θάλασσα ξέβρασε το πτώμα μιας γυναίκας που είχε αυτοκτονήσει.

To trailer της ταινίας Ο Ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ σε σκηνοθεσία Άντονι Μινγκέλα 


Έτσι νομίζοντας βλακωδώς ότι δεν θα είχε κανένα νόημα να διαβάσω ένα βιβλίο που ήξερα την ιστορία του, το άφησα για δώδεκα χρόνια να σκονίζεται στη βιβλιοθήκη. Φέτος το καλοκαίρι, το θυμήθηκα. Διάβασα τις πρώτες σελίδες και δεν μπορούσα να το αφήσω από τα χέρια μου. Πέρα από τις λιτές, αλλά δυνατές περιγραφές της Χάισμιθ, είχα και αγωνία για τη συνέχεια, παρόλο που ήξερα την πλοκή και το φινάλε.
Πέρασα πολύ ωραία μ' αυτό το βιβλίο: στην πιο ήσυχη παραλία της Επιδαύρου, κάτω από ένα πεύκο, με τη σεζ λονγκ σχεδόν μέσα στα διάφανα νερά. Ήταν σκέτη απόλαυση: να διαβάζεις για εκείνες τις αυλές του ιταλικού παραθαλάσσιου χωριού, στο οποίο ο Αμερικανός Ντίκι Γκρίνλιφ, γόνος πλούσιας οικογένειας της Νέας Υόρκης, είχε αυτοεξοριστεί. Ο κακομαθημένος Ντίκι απολάμβανε μια μποέμ ζωή συντροφιά με την επίσης Αμερικανίδα Μαρτζ. Εκείνη έγραφε, εκείνος ζωγράφιζε. Ήταν εραστές, αλλά ζούσαν σε διαφορετικά σπίτια. Τα πρωινά τα περνούσαν στη θάλασσα, τα μεσημέρια έτρωγαν στο σπίτι εκείνου και τα απογεύματα χώριζαν για να αφιερωθούν στην τέχνη. Ουσιαστικά ούτε εκείνος ούτε εκείνη είχαν κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο, εκτός από το να ξοδεύουν τα εμβάσματα που λάμβαναν κάθε μήνα από τις πλούσιες οικογένειές τους.
Τα πράγματα περιπλέκονται όταν ο Τομ Ρίπλεϊ, παλιός γνώριμος του Ντίκι, καταφθάνει δήθεν τυχαία από τη Νέα Υόρκη στο Μοντζιμπέλο. Ο πατέρας του Ντίκι τον έχει πληρώσει προκειμένου να πείσει τον γιο του να αφήσει την άσωτη ζωή και να επιστρέψει στην Αμερική. Οι χαρακτήρες που έχει χτίσει η Χάισμιθ είναι σαφώς πιο δυνατοί από την ταινία. Ο Ρίπλεϊ δεν είναι απλά ένας άπληστος και φιλόδοξος, άφραγκος νεαρός που θέλει να αρπάξει ό,τι μπορεί, αλλά ένας ψυχοπαθής που σιγά σιγά ταυτίζεται με τον Ντίκι και τον τυλίγει στον ιστό του. Μέχρι να τον σκοτώσει και να πάρει τη θέση του. Να ντυθεί με τα ρούχα του, να ταξιδέψει στην Ευρώπη, να ζήσει κοσμοπολίτικα στη Ρώμη παριστάνοντας τον νεαρό κληρονόμο που σκότωσε.
Ο σκηνοθέτης της ταινίας, ο βραβευμένος με Όσκαρ Μινγκέλα (πέθανε το 2008), έκανε  κατά τη γνώμη μου υπερβολικά focus στη λανθάνουσα ομοφυλοφιλία του Ρίπλεϊ (κάτι που η Χάισμιθ απλώς υπαινίσσεται στο βιβλίο), αλλοιώνοντας έτσι την αληθινή ταυτότητα του ήρωα. Ο Τομ Ρίπλεϊ δεν ερωτεύτηκε τον Ντίκι. Δεν ήθελε να είναι μαζί με τον Ντίκι. Ήθελε να είναι ο Ντίκι.
Εκτός από αυτό, κατά την κινηματογραφική μεταφορά έγιναν πολλές αλλαγές στην πλοκή που καταστρέφουν το αριστοτεχνικό οικοδόμημα που έχτισε η Πατρίτσια Χάισμιθ. Η Μαρτζ που στο φιλμ παρουσιάζεται μαχητική μέχρι τέλους, στο βιβλίο είναι ευκολόπιστη. Κι αυτή η αφέλειά της είναι το κλειδί που κάνει την ιστορία του βιβλίου να δείχνει πιο αληθοφανής. Και δεν το συζητώ για το τέλος που είναι διαφορετικό από εκείνο του βιβλίου.
Πόσο δικαίωμα έχει όμως ένας δημιουργός να αλλάζει, μετατρέποντας ένα άρτιο μυθιστόρημα σε σενάριο, τόσα πολλά πράγματα; Βοηθάει το βιβλίο, σε περίπτωση που ο θεατής δεν το έχει διαβάσει πριν δει την ταινία και θέλει να το κάνει; Ή μήπως τελικά αλλοιώνει τόσο τους χαρακτήρες που στο τέλος χάνεται το πιο βαθύ μήνυμα του βιβλίου;

Υ.Γ.1 Τα υπόλοιπα μυθιστορήματα της ίδιας σειράς, Το Παιχνίδι του Ρίπλεϊ, Ο Ρίπλεϊ κάτω από το χώμα, Το αγόρι που ακολουθούσε τον Ρίπλεϊ, Ο Ρίπλεϊ σε βαθιά νερά, κυκλοφορούν όλα από τις εκδόσεις Άγρα.


Υ.Γ.2: Λένε ότι ο Αλέν Ντελόν ήταν αξεπέραστος ως Ρίπλεϊ στην πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου (Purple Noon, 1960). Δεν το έχω δει, δεν ξέρω. Τους πιστεύω όμως, παρόλο που και ο Ματ Ντέιμον μού φάνηκε εξαιρετικός.

Υ.Γ.3: Δεν υπάρχουν δικαιολογίες, είχα απλώς ξεχαστεί εκεί Bέξω. Χαίρομαι πολύ που σας ξαναβρίσκω! :-)