Αν δεν υπήρχαν τα κάτασπρα Macbook και τα iPhone, οι 3D ταινίες και τα e-reader, η κβαντική φυσική και οι κυματοσυναρτήσεις της, οι επιταχυντές πρωτονίων και ο Dexter, σίγουρα δεν θα ήθελα καθόλου να ζω σε αυτή την εποχή. Σχεδόν βαριέμαι που δεν προλαβαίνω ποτέ να βαρεθώ. Να αφεθώ σε αυτή τη γλυκιά απραξία, να χαζεύω τα αφράτα σύννεφα στον ουρανό, να μην προγραμματίζω ποτέ τίποτα... Να κάθομαι κάτω από ένα δέντρο και να απολαμβάνω απλά τη σκιά. Ήσυχος, σαν εκείνες τις γριές που κάποτε έβγαζαν την καρέκλα στο πεζοδρόμιο κάτω από τις νεραντζιές και περνούσαν το απόγευμά τους κοιτώντας σαν λοβοτομημένες τους περαστικούς.
Χρόνια τώρα ονειρεύομαι ότι τα εγκαταλείπω όλα και το σκάω στην επαρχία. Όχι σε αυτήν την επαρχία όμως που ξηλώνει τις μουριές για να βάλει πέργκολες, που μπαζώνει τις αυλές «γιατί τους έφαγε το χώμα», που κρύβει με γκαζόν τη λάσπη. Σε ένα ήσυχο αγροτόσπιτο με παλιά κεραμίδια, με κότες που σουλατσάρουν διαρκώς καχύποπτες στην αυλή, με ματσάκια ρίγανης κρεμασμένα στις ακακίες. Με τις λασπωμένες γαλότσες στην πόρτα, τα ξύλα ακουμπισμένα πλάι στο τζάκι, τα σκυλιά ξαπλωμένα μπροστά στη φωτιά. Να τη βγάζω με τα απολύτως απαραίτητα, απολαμβάνοντας τις μικρές απολαύσεις που φέρνει η στιγμή...
Έχω να ζήσω κάτι αντίστοιχο από τότε που ήμουν φαντάρος. Τους δύο πρώτους μήνες που έμεινα στη μονάδα. Σε κάποιο μικρό χωριό ενός μεγάλου νησιού, στην άκρη ενός ελαιώνα.
Απομονωμένος με ένα μάτσο βιβλία, χωρίς τηλεόραση, χωρίς τις ανέσεις που έχω συνηθίσει, απαλλαγμένος από την κατανάλωση και την «ανάγκη» να είμαι όπως έλεγε και ο Ρεμπό «απόλυτα σύγχρονος».
Εκείνους του δύο μήνες ούτε μια νύχτα δεν στριφογύρισα στο κρεβάτι, κοιμόμουν με έναν ύπνο βαθύ. Αμέριμνος. Χωρίς να σκέφτομαι υποχρεώσεις, δουλειές, λογαριασμούς. Ακόμα θυμάμαι το νερό που έπεφτε πάνω μου το βράδυ στο ντους. Ξεθεωμένος. Κι ας μην ήταν πάντα ζεστό. Τέτοια χαλάρωση δεν έχω νιώσει ούτε στο μοντέρνο μπάνιο μου με τις hi-tech μπαταρίες και τους γυάλινους νιπτήρες.
Και δεν είναι ότι είμαι παρελθοντολάγνος, ένας Θεός ξέρει πόσο έχω λατρέψει το κόριαν! Απλά έχω αρχίσει να νιώθω όλο και πιο έντονα τη σιγουριά ότι την πληρότητα θα τη βρω στην βραδύτητα, στην απλότητα, στη φύση. Όχι στα λοφτ, στις μπουτίκ της Prada και στα εστιατόρια που σερβίρουν το πιο νόστιμο καρπάτσιο.
Στην Αμερική, όλο αυτό έγινε κίνημα: «Το κίνημα της εθελούσιας απλότητας» (Voluntary Simplicity Movement). Νέοι άνθρωποι φρικαρισμένοι από την αφύσικη καθημερινότητα στην πόλη, αποφασίζουν σε μια νύχτα να μη χαραμίζουν άλλο το χρόνο τους, να εγκαταλείψουν όσα τους κρατούν φυλακισμένους και να ζήσουν μια νέα ζωή απαλλαγμένη από καθετί περιττό.
Σαν εκείνον τον ήρωα στο βιβλίο του Τσακ Πόλανικ (Fight Club, εκδ. Οξύ) που κλεινόταν στην τουαλέτα ξεφυλλίζοντας καταλόγους ντιζάιν επίπλων και τσακιζόταν να αγοράσει από τα gourmet μπακάλικα το καλύτερο τσάτνεϊ για να τα νουντλς που πρότεινε το Wallpaper*, αλλά μια μέρα έβαλε «μπουρλότο» στη στυλιζαρισμένη ζωή του και φτου ξελευθερία. Γύρισε από ένα επαγγελματικό ταξίδι στο σπίτι αλλά μια διαρροή γκαζιού είχε διαλύσει τα πάντα. Μια διαρροή που είχε τελικά προκαλέσει ο ίδιος προκειμένου να λύσει τα δεσμά του, επηρεασμένος από τον Τάιλερ, έναν μυστηριώδη άγνωστο που γνώρισε τυχαία και ο οποίος τον μύησε στην αναρχία.
   «Τα ψαγμένα Νιουρούντα τραπεζάκια του καφέ που, αποτελούμενα από δύο κομμάτια με σχήμα ενός πράσινου γιν και ενός πορτοκαλί γιανγκ, ενώνονται και φτιάχνουν κύκλο. Ε, λοιπόν, ήταν θρύψαλα τώρα.
   Το Χαπαράντα σαλόνι μου με τις πορτοκαλί θήκες, σχεδιασμένο από την Έρικα Πεκκάρι, ήταν τώρα για τα σκουπίδια.
   Και δεν ήμουν ο μόνος που ήταν δούλος του ενστίκτου στέγασης. Ο κόσμος που γνωρίζω ο οποίος κάποτε έπαιρνε να διαβάσει τσόντες στην τουαλέτα, τώρα παίρνει τον κατάλογο επίπλων της ΙΚΕΑ.
   Όλοι μας έχουμε την ίδια πολυθρόνα Γιοχάνεσοβ στο σχέδιο Στράιν με πράσινες ρίγες. Η δικιά μου έπεσε δεκαπέντε ορόφους, μες στις φλόγες, σ' ένα συντριβάνι.
Όλοι μας έχουμε τις ίδιες Ριλάμπα/Χαρ λάμπες φτιαγμένες από σύρμα και χαρτί χωρίς χλώριο, φιλικό προς το περιβάλλον. Οι δικές μου γίνανε κομφετί.
  Όλες αυτές οι ώρες που περνάμε καθισμένοι στην τουαλέτα.
   Τα μαχαιροπίρουνα της Άλλε. Ανοξείδωτο ατσάλι. Κατάλληλα για πλυντήριο πιάτων.
   Το ρολόι Βιλντ Χολ φτιαγμένο από γαλβανιζέ ατσάλι, α, έπρεπε να το αποκτήσω αυτό.
   Τα ράφια Κλιπσκ, αχ, ναι.
   Καπελοθήκη Χέμλινγκ. Γουστάρω.
   Ο δρόμος μπροστά από τον ουρανοξύστη μου έλαμπε μ' όλα αυτά διάσπαρτα στο έδαφος.
   Τα παπλώματα πάτσγουόρκ Μομμάλα. Σχεδιασμένα από τον Τόμας Χαρίλα και διαθέσιμα στα ακόλουθα χρώματα: Κίτρινο. Φούξια. Πράσινο. Άσπρο. Μαύρο. Ανοιχτό μπεζ ή ροζ.
   Μου πήρε μια ολόκληρη ζωή να τα αγοράσω όλα αυτά.
   Η λάκα των φορητών τραπεζιών μου Κάλιξ, που έκανε τόσο εύκολη τη συντήρησή τους.
   Τα Στεγκ τραπέζια που μπαίνουν το ένα μέσα στο άλλο.
   Αγοράζεις έπιπλα. Λες στον εαυτό σου, αυτός είναι ο τελευταίος καναπές που θα χρειαστώ ποτέ στη ζωή μου. Αγόρασε τον καναπέ, έπειτα κάνα-δυο χρόνια είσαι ικανοποιημένος πως ό,τι και να γίνει, τουλάχιστον έχεις κανονίσει το ζήτημα του καναπέ σου. Μετά το τέλειο κρεβάτι. Οι κουρτίνες. Το χαλί.
    Μετά έχεις παγιδευτεί στην υπέροχη φωλιά σου και τα πράγματα που κάποτε είχες εσύ, τώρα σε κατέχουν.
   Το διαμέρισμα ήταν πενήντα ένα τετραγωνικά, ψηλοτάβανο και επί σειρά ημερών το γκάζι πρέπει να διέρρεε ώσπου κάθε δωμάτιο να γέμισε. Όταν τα δωμάτια γέμισαν τελείως, ο συμπιεστής στη βάση του ψυγείου έκανε κλικ.
   Πυροδότηση.
   Τα παράθυρα απ' το πάτωμα-ως-το-ταβάνι με τα αλουμινένια πλαίσια πετάχτηκαν, μαζί και οι καναπέδες και οι λάμπες και τα πιάτα και τα σετ σεντονιών μες στις φλόγες, και οι επετηρίδες του λυκείου και τα πτυχία και το τηλέφωνο. Όλα πετάχτηκαν έξω από το δέκατο πέμπτο όροφο μοιάζοντας με ηλιακή φωτοβολίδα.
    Αχ, όχι το ψυγείο μου. Είχα γεμίσει ολόκληρα ράφια με τη συλλογή μου από μουστάρδες, κάποιες από αυτές που γίνονται με το άλεσμα του σπόρου, κάποιες αγγλικές. Υπήρχαν δεκατέσσερις διαφορετικές σάλτσες χωρίς λιπαρά για σαλάτες και επτά είδη κάπαρης. (...)
    Μπορούσες ν' ανέβεις στον δέκατο πέμπτο όροφο, είπε ο θυρωρός, αλλά κανείς δεν επιτρεπόταν να μπει στο διαμέρισμα. Διαταγή της αστυνομίας.
   “Δεν έχει νόημα να πας πάνω”, είπε ο θυρωρός. “Το μόνο που έχει απομείνει είναι το τσιμεντένιο κουφάρι”. (...)
    “Πολλοί νέοι προσπαθώντας να εντυπωσιάσουν τον περίγυρό τους αγοράζουν πάρα πολλά πράγματα”, είπε ο θυρωρός.
    Τηλεφώνησα στον Τάιλερ.
    Το τηλέφωνο χτύπησε στο νοικιασμένο σπίτι του Τάιλερ στην οδό Πέηπερ.
    Αχ, Τάιλερ, σε παρακαλώ, λύτρωσέ με.
    Και το τηλέφωνο χτυπούσε.
    Ο θυρωρός έγειρε στον ώμο μου και είπε, “Πολλοί νέοι δεν ξέρουν τι πραγματικά θέλουν”.
    Αχ, Τάιλερ, σε παρακαλώ, σώσε με.
    Και το τηλέφωνο χτυπούσε.
   “Νέοι, θέλουν τον κόσμο ολόκληρο δικό τους”.
    Λύτρωσέ με από τα σουηδικά έπιπλα.
    Λύτρωσέ με από την ψαγμένη διακόσμηση.
    Και το τηλέφωνο χτυπούσε και ο Τάιλερ απάντησε.
    “Αν δεν ξέρεις τι θέλεις”, είπε ο θυρωρός, “καταλήγεις με πολλά που δεν θέλεις”.
    Είθε να μην είμαι ποτέ ολοκληρωμένος.
    Είθε να μην είμαι ποτέ ικανοποιημένος.
    Είθε να μην είμαι ποτέ τέλειος.
    Λύτρωσέ με, Τάιλερ, απ' το να είμαι τέλειος και ολοκληρωμένος».
Χωρίς εν ανάγκη να το γυρίσουν από την κατανάλωση στην αναρχία, όπως ο ήρωας του Τσακ Πόλανικ, οι άνθρωποι των μητροπόλεων ζαλισμένοι από τις συνέπειες της κρίσης τα περασμένα δύο χρόνια, πήραν ξανά το δρόμο που οδηγεί από το New York (Sex and the) City και τις βλαχο- φάμπιουλους νευρώσεις του στην απόλαυση μιας ζωής που δεν χρειάζεται να λάμψει προκειμένου να ολοκληρωθεί. Ένας σκασμός βιβλίων αποτυπώνουν αυτή την ανάγκη που έγινε τάση. Βιβλία πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, τα οποία όμως μιλούν για το ίδιο πράγμα: για τα αδιέξοδα της σύγχρονης ζωής. Από το πολύ καλό μυθιστόρημα «Η ένδοξη παραίτηση της Ρόζα Λέιν» της Τζοάνα Καβένα (εκ. Μεταίχμιο) μέχρι το τρισάθλιο «Eat Pray Love» της Ελίζαμπεθ Γκίλμπερτ (εκδ. Μίνωας). Στο πρώτο η ηρωίδα, η οποία εργάζεται ως δημοσιογράφος στο πολιτιστικό ένθετο μιας μεγάλης εφημερίδας εγκαταλείπει όσα έχτιζε χρόνια: την καλή δουλειά της, την άνεση του μισθού της, το υπέροχο διάμερισμά της, τον άπιστο σύντροφό της... Φτύνει κατάμουτρα το σύγχρονο μοντέλο επιτυχίας για να αναζητήσει το αληθινό της εαυτό. Στο δεύτερο, το οποίο έγινε και ταινία με την Τζούλια Ρόμπερτς, μια τριαντάρα αποδρά από το χρυσό κλουβί στο οποίο ζει για να ανακαλύψει τη μαγεία του κόσμου ταξιδεύοντας για έναν χρόνο στην Ιταλία, την Ινδία και το Μπαλί. Πρόκειται για την αληθινή ιστορία της Ελίζαμπεθ Γκίλμπερτ. Η ιδέα είναι ωραία και μέσα στα πράγματα, αλλά τόσο το βιβλίο όσο και η ταινία δεν τραβάνε με τίποτα. Και τα δύο τα παράτησα πολύ πριν τη μέση.
Όμως το πιο σημαντικό βιβλίο απ' όλα, το οποίο έθεσε το θέμα πρώτο και με τον πιο καίριο τρόπο, είναι το προφητικό μυθιστόρημα του Τζέιμς Γκράχαμ Μπάλαρντ «Άνθρωποι του Μιλένιουμ» (εκδ. Ποταμός). Ο συγγραφέας της «Αυτοκρατορίας του Ήλιου» (ο οποίος έφυγε από τη ζωή το 2009) μίλησε οκτώ χρόνια πριν για όλα αυτά που ζούμε σήμερα και όλα εκείνα που βράζουν τώρα στο καζάνι της κοινωνίας: Για την εξαντλημένη μεσοαστική τάξη που εξεγείρεται και βγαίνει από τα σπίτια της καίγοντας κάδους, δημιουργώντας αναχώματα με τουμπαρισμένα αυτοκίνητα, που μπουκάρει στα σούπερ μάρκετ και τα κάνει λίμπα. Ο Μπάλαρντ φωτογραφίζει μια σύγχρονη εξέγερση η οποία έχει να κάνει με τα τέλη στάθμευσης και κυκλοφορίας, τα δίδακτρα των σχολείων και τα κοινόχρηστα των πολυκατοικιών...
Μέχρι να καταφέρω να αποδράσω, είτε βγαίνοντας στους δρόμους μαζί με τους αποδέλοιπους νεόπτωχους της μεσαίας τάξης είτε απλά φτύνοντας τα πάντα για να ζήσω σαν μποέμ αγρότης που το πρωί θα καλλιεργεί σταμναγκάθι και το βράδυ θα διαβάζει, το κάνω με το μυαλό. Ταξίδια δωματίου. Σελίδα τη σελίδα βρίσκω τον τρόπο να εξαερώσω τους σωλήνες. Διαβάζω βιβλία για την αγαπημένη μου εποχή: την πρώτη τριακονταετία του 20ού αιώνα. Για τα χρόνια της τζαζ και τους ονειροπόλους της. Επιστρέφω ξανά και ξανά στα διηγήματα του Σκοτ Φιτζέραλντ (εκδ. Ερατώ) ή στους «Εκκεντρικούς» του Πωλ Μοράν (εκδ. Ολκός) και ονειρεύομαι βόλτες με ξέσκεπες Άστον Μάρτιν σε δρόμους με πανύψηλα δέντρα, ανάμεσα σε ατελείωτα λιβάδια, συζητήσεις πλάι σε αναμμένα τζάκια, ζαλισμένους έρωτες από τα απογευματινά κοκτέιλ, γραμμόφωνα στον κήπο και βουτιές στη λίμνη...