Φωτόγραφία: Από το site www.dedon.de / Πολυθρόνα Nestrest του οίκου Dedon

Ένα καλό βιβλίο και μια ήσυχη γωνιά: δεν χρειάζομαι τίποτε άλλο για να νιώσω απολύτως ικανοποιημένος... Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ όταν διαβάζω, θέλω απόλυτη ησυχία. Κρεβάτι, αφράτα μαξιλάρια, σιωπή και ημίφως. Ιδανικές συνθήκες δηλαδή. Ο μόνος ήχος που πρέπει να ακούγεται είναι η σελίδα που γυρίζει. Ούτε μουσική ούτε μουρμούρα από την τηλεόραση. Όταν διαβάζω, ταξιδεύω. Αφοσιώνομαι. Κλείνω πόρτες σε όλους κι ανοίγω παράθυρα στο μυαλό. Για να αποδράσω. Ταξίδια δωματίου. Ταξίδια στο άπειρο. Οι λέξεις γίνονται μονοπάτια, οι προτάσεις δρόμοι που ανοίγονται μπροστά μου. Κι οι παράγραφοι θάλασσες που με παρασύρουν στο κύμα τους για να με οδηγήσουν εκεί όπου το σώμα αδυνατεί να βρεθεί σε ένα μόνο λεπτό. «Τα μεγάλα ταξίδια και οι μεγάλες διαδρομές συμβαίνουν καμιά φορά μέσα σε λίγα τετραγωνικά μέτρα. Το μυαλό διανύει αποστάσεις τρελές την ώρα που τα πόδια μένουν καρφωμένα στο πάτωμα» γράφει η ταλαντούχα ηθοποιός του Εθνικού Θεάτρου και συγγραφέας Λένα Κιτσοπούλου στο οπισθόφυλλο της συλλογής διηγημάτων της «Μεγάλοι δρόμοι» (εκδ. Μεταίχμιο).
Από την άλλη, παρόλο που είμαι κοπρόσκυλο του καναπέ και δεν διαβάζω πουθενά αλλού αν δεν έχω βολευτεί στα μαλακά, για κάποιο λόγο εντελώς ανεξήγητο, πάντα στην τσάντα μου κουβαλάω ένα βιβλίο. Όπου κι αν πάω. Ό,τι ώρα κι αν είναι. Λες και θα μου στρώσουν να ξαπλώσω στην ουρά της τράπεζας ή θα μου ανοίξουν κανέναν καναπέ-κρεβάτι στο lounge bar αν τύχει και βαρεθώ. Μια εντελώς πρόχειρη εξήγηση που κάπως με έχει καθησυχάσει και δεν το έχω ψάξει παραπέρα, είναι ότι το βιβλίο στην τσάντα λειτουργεί σαν placebo, ένα σούπερ «εικονικό» όπλο που σκοτώνει την πλήξη. Σαν ασπίδα για ώρα ανάγκης: Σε περίπτωση που με πιάσει απελπισία εκεί έξω, εγώ έχω μαζί μου το βιβλίο μου. Ακόμα κι αν δεν το διαβάσω, είναι μια υπόσχεση φυγής. Μια έξοδος κινδύνου.
Υπό αυτή την έννοια, φυσικά, ζηλεύω πολύ όταν ακούω κάποιους να λένε ότι μπορούν και διαβάζουν στο λεωφορείο, στη στάση του μετρό, στην ουρά της εφορίας, στο μποτιλιάρισμα. Εγώ, αδύνατον να συγκεντρωθώ. Άνθρωπος με σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής, θα κρατάω το βιβλίο νευρικά, καρφωμένος στην ίδια σελίδα για κάνα τέταρτο και παράλληλα θα κοιτάω τα email στο κινητό μου, θα τουιτάρω με το ένα δάχτυλο, θα σκέφτομαι τα πιο ανούσια πράγματα, θα φτιάχνω ατελείωτες λίστες στο μυαλό: από την παρμεζάνα και το τσάτνεϊ που δεν πρέπει να ξεχάσω να πάρω από το σούπερ μάρκετ μέχρι τα Τop-30 με τα πιο σιχαμένα τραγούδια που έχω ακούσει ποτέ. Δώσε μου ένα βιβλίο (ακόμα και κάποιο που αγαπώ) σε δημόσιο χώρο, ζήτα μου να συγκεντρωθώ με το ζόρι σ' αυτό που διαβάζω και όλες οι σαβούρες του μυαλού μου θα καταφθάσουν από το υποσυνείδητο για να στήσουν χορό στο δευτερόλεπτο: Το Φεστιβάλ των Άχρηστων Σκέψεων.
Γι' αυτό λοιπόν αυτά τα πράγματα τα έχω ξεκαθαρίσει πλέον με τον εαυτό μου: Έξω δεν μπορώ με τίποτα να διαβάσω (εκτός κι αν πρόκειται για παραλία). Τουλάχιστον όχι βιβλία. Για το μετρό υπάρχουν τα άρθρα των εφημερίδων και οι αναρτήσεις των blog στα smart-phones. Για το σαλονάκι του γιατρού υπάρχουν τα περιοδικά. Τα βιβλία είναι για μέσα, τα κρατάω για την καλή την ώρα, την ανοιχτή. Για τη στιγμή που θα είμαι μόνος και θα μπορώ να τους αφοσιωθώ. Και για κάποιο λόγο αυτό λειτουργεί μόνο όταν είμαι ξαπλωμένος.
Μπορώ να ρίξω τα στάνταρ και αντί για κρεβάτι ή καναπέ, να θρονιαστώ σε μία πολυθρόνα με υποπόδιο και να διαβάσω έστω καθισμένος με τα πόδια απλωμένα. Θα διαβάσω δέκα σελίδες και στην ενδέκατη θα στριφογυρνώ νευρικά, θα φτιάχνω τα μαξιλάρια στη μέση, θα κοιτάω τα πουλάκια που πετούν στα δέντρα έξω από το παράθυρο, θα θυμάμαι κάτι υπέροχα καλοκαίρια στο νησί πριν δεκαεφτά χρόνια. Μετά θα προσπαθήσω να επαναφέρω την προσοχή μου στο βιβλίο, αλλά το παιχνίδι θα έχει χαθεί. Σε λίγο θα με ενοχλούν τα πάντα: το φως, ο ήλιος που τρυπώνει απ' τις κουρτίνες, ο σκύλος που στο ενδιάμεσο θα έχει σκαρφαλώσει πάνω μου και θα με σπρώχνει πιο 'κει διακριτικά με τα ποδαράκια, μέχρι να με κάνει να φύγω για να στρογγυλοκάτσει με την ησυχία του ανακουφισμένος.
Το πάλεψα χρόνια. Με ανάγκασα να διαβάσω στο γραφείο, στο στρατόπεδο όταν ήμουν φαντάρος ανάμεσα σε άλλους τριάντα τύπους εκ των οποίων οι είκοσι εφτά είχαν φρικτά ringtones με λαϊκά τραγούδια στο κινητό τους, στις βιβλιοθήκες μουσείων, στα πεζούλια της Διονυσίου Αρεοπαγίτου πλάι σε αφιονισμένους Γιαπωνέζους που με έλουζαν με μια βροχή από φλας, σε εστιατόρια ξενοδοχείων περιμένοντας να μου σερβίρουν το πρωινό. Τζίφος. Τα κατάφερα αλλά επί της ουσίας οι λέξεις πέρασαν απ' το μυαλό, αλλά δεν έφτασαν βαθιά στην καρδιά. Κι έτσι έπαψα πια να με καταπιέζω. Το κάθε πράγμα όσο κι αν το αγαπάς, θέλει το χώρο και το χρόνο του (και το σωστό φωτισμό) για να «λειτουργήσει». Γιατί όπως πολύ ωραία έλεγε και ο Γκράουτσο Μαρξ: «Εκτός του σκύλου, το βιβλίο είναι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου. Εντός του σκύλου είναι πολύ σκοτεινά για να διαβάσει κανείς».

Υ.Γ. Το καλοκαίρι που μας πέρασε έκανα το επόμενο βήμα: αγόρασα ένα μεγάλο καναπέ με χιλιάδες μαξιλάρια για την πράσινη ταράτσα μου, στην οποία έχω φυτέψει ακόμα και δέντρα ύψους πέντε μέτρων. Τίποτα δεν μου αρέσει περισσότερο από το να διαβάζω ξαπλωμένος εκεί, στην ησυχία του μεσημεριού κάτω από τη σκιά των δέντρων. Αυτός είναι ο δικός μου διαλογισμός.