ΒΙΒΛΙΟ: Μάσκες
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Λεονάρδο Παδούρα
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: Καστανιώτη

Η ζέστη που κατακυριεύει τα πάντα, μια παγωμένη μπύρα που την πίνεις μια κι έξω για να ξεδιψάσεις ή ένα μπουκάλι ρούμι που αδειάζει σίγα σιγά υπό τους ήχους της λάτιν, o καπνός ενός πούρου που σε μεθά... Ο Λεονάρδο Παδούρα στήνει ένα πολύ ενδιαφέρον αστυνομικό μυθιστόρημα που σε ταξιδεύει στην καρδιά της Κούβας. Σελίδα-σελίδα τριγυρίζεις στα σοκάκια της Αβάνας ανάμεσα σε παιδιά που παίζουν ποδόσφαιρο στις αλάνες, πλάι σε σπίτια από τσίγκο, αλλά και στις μεγάλες λεωφόρους με τις κλασικές βίλες που έχουν πολύχρωμα βιτρό και μπαλκόνια στολισμένα με περίτεχνα κάγκελα.
Ουσιαστικά η πρωταγωνίστρια του βιβλίου είναι η πόλη. Παράλληλα όμως το έγκλημα γίνεται το μέσο για να πέσουν οι μάσκες και να φανερωθεί το άλλο πρόσωπο της κουβανέζικης πρωτεύουσας: αυτό που κρύβεται πίσω από τη βιτρίνα ενός εξωτικού προορισμού, εκείνο που δεν φαίνεται στις πανέμορφες καρτ ποστάλ.
Ένα πρωί, μέσα στη ραστώνη του καλοκαιριού, με τη θερμοκρασία να αγγίζει από νωρίς τους 40 °C υπό σκιάν ένας διαβάτης ανακαλύπτει το πτώμα ενός τραβεστί στο δάσος της Αβάνας. Το θύμα φοράει κόκκινο κραγιόν, περούκα και είναι ντυμένος με μια μπλε τουαλέτα, ραμμένη για μία θεατρική παράσταση που δεν ανέβηκε ποτέ, εξαιτίας της λογοκρισίας του «καστρικού» καθεστώτος. Ο υπολοχαγός ανθρωποκτονιών Μάριο Κόντε, ήρωας του συγγραφέα σε έξι μυθιστορήματά του (σημ.: στα ελληνικά εκτός από τις «Μάσκες» κυκλοφορούν επίσης από τις εκδόσεις Καστανιώτη τα «Αντιός, Χεμινγουεϊ» και «Παρελθόν χαμένο στην ομίχλη»), αναλαμβάνει απρόθυμα να εξιχνιάσει την υπόθεση. Βαριεστημένος, απογοητευμένος από τη δουλειά του, ο μποέμ αστυνομικός που γράφει διηγήματα και ξενυχτά πίνοντας ρούμι σε παράνομα μπαρ στημένα στην πίσω αυλή μιας φτωχογειτονιάς, νιώθει εντελώς έξω από τα νερά του. Μέσα στη ζέστη που τον καθηλώνει, καίγοντας την πόλη, αναγκάζεται να αναμετρηθεί με την ομοφοβία του και να εξερευνήσει έναν κόσμο που του φαίνεται ολότελα αλλόκοτος.
Η ταυτότητα του τραβεστί κρύβει ένα σκάνδαλο, αφού είναι γιος ενός επιφανούς διπλωμάτη, βετεράνου της Επανάστασης. Ο Αλέξης Αραγιάν, το θύμα, μεγαλωμένος σε μία από τις πιο αριστοκρατικές οικογένειες της Κούβας, ζούσε απομονωμένος -σχεδόν κρυμμένος- με τη γιαγιά και την παραδουλεύτρα. Οι γονείς του που δεν αποδέχτηκαν ποτέ τη σεξουαλική ροπή του μοναχογιού τους τον περιθωριοποίησαν. Ο ρατσισμός τον στιγμάτισε ακόμα και μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Μεγαλώνοντας εγκατέλειψε την πατρική εστία και βρήκε καταφύγιο στη μονοκατοικία ενός διάσημου θεατρικού σκηνοθέτη, του Αλμπέρτο Μαρκές, ο οποίος είχε διωχθεί στο παρελθόν για την ομοφυλοφιλία του.
Λίγο μετά την ανακάλυψη του πτώματος ο αστυνομικός Μάριο Κόντε, επισκέπτεται για πρώτη φορά τον σκηνοθέτη και προσπαθεί να βρει την άκρη του νήματος στις διηγήσεις του. Στο μισοσκόταδο της παραμελημένης βίλας που είναι γεμάτη βιβλία και φθαρμένα έπιπλα, καθισμένος αντίκρυ από τον γερασμένο πια δραματουργό, ο ντετέκτιβ ψάχνει το κλειδί που θα τον οδηγήσει στην εξιχνίαση του εγκλήματος. Μέσα από την πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία του σκηνοθέτη, ο Λεονάρδο Παδούρα βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για τη σκληρότητα του κουβανικού κράτους απέναντι στους ομοφυλόφιλους. Ενός καθεστώτος που τη δεκαετία του 1970 αντιμετώπιζε ακόμα και την σεξουαλική επιθυμία σαν επικίνδυνο εχθρό του και έκανε εγκλήματα κυνηγώντας ανελέητα όσους θεωρούσε αντιφρονούντες μόνο και μόνο επειδή είχαν άλλες προτιμήσεις.
Ο Αλμπέρτο Μαρκές υπήρξε θύμα αυτού του παραλογισμού. Στις αρχές των σέβεντις βρισκόταν στο πικ της καριέρας του όταν του απαγόρευσαν κάθε καλλιτεχνική δραστηριότητα στο νησί. Κρίθηκε επικίνδυνος, παρόλο που η θεατρική ματιά του θεωρούνταν από κοινό και κριτικούς ό,τι πιο αβανγκάρντ. Μόλις είχε επιστρέψει από το Παρίσι όπου έκανε παρέα με τη Σιμόν ντε Μποβουάρ και τον Ζαν Πολ Σαρτ και δούλευε πάνω στο θεατρικό έργο του Βιρχίλιο Πινιέρα «Ελέκτρα Γκαριγκό», το οποίο σκεφτόταν να ανεβάσει με μια προκλητική για την εποχή σκηνοθεσία: Οι ηθοποιοί θα φορούσαν μάσκες και η ηρωίδα θα θύμιζε τραβεστί.
«Είχε φτάσει το τέλος της γιορτής και έφευγα από το Παρίσι μέσα στη βροχή. Γιατί η άνοιξη στο Παρίσι είναι έτσι, εύθραυστη: τα επιθανάτια φτερουγίσματα του χειμώνα μπορούν να της επιτίθενται με μια ατιμωρησία απλώς αηδιαστική και εκδικητική. Η κακοκαιρία ξεκίνησε χωρίς προειδοποίηση και τα παράθυρα, που στη διάρκεια της μέρας τα αφήναμε ανοιχτά στις ευγενικές μυρωδιές και τους θορύβους εκείνης της εποχής, έπρεπε να τα κλείνουμε, για να βλέπουμε μέσα από τα τζάμια την παγωμένη βροχή να βασανίζει τα παρθένα βλαστάρια των δέντρων στη γειτονική πλατεία. Δύο μέρες πριν, εγώ είχα ολοκληρώσει τις έρευνές μου για ντοκουμέντα σχετικά με τον Αρτώ, καθώς και τον κύκλο των μάστερ-κλας στο Θέατρο των Εθνών, όπου παρουσίασα για πρώτη φορά ενώπιον κοινού την καινούρια μου ιδέα για το ανέβασμα της Ελέκτρα Γκαριγκό με βάση εκείνο που είχα ονομάσει αισθητική τραβεστί. Ήταν επιτυχία, στην πραγματικότητα ήταν η τελευταία μου μεγάλη δημόσια επιτυχία... Από τον Σαρτ μέχρι τον Γκροτόφσκι, και συμπεριλαμβανομένων του Τριφό, του Νέστορ Αλμέντρος, του Χούλιο Κορτάσαρ και της Σιμόν Σινιόρε, μου έπλεκαν εγκώμια, δημοσίως και κατ' ιδίαν, και εκεί επιτόπου δέχτηκα πρόσκληση να παρουσιάσω το έργο και την επόμενη σεζόν, με παραστάσεις σε έξι πόλεις της Γαλλίας. Βρισκόμουν στο αποκορύφωμα του ονείρου μου, όταν άρχισε να βρέχει στο Παρίσι σαν να μην είχε βρέξει ποτέ, και τότε αποφάσισα να επιστρέψω στον ασεβή αλλά σίγουρο ήλιο της Αβάνας, με μια πυρετώδη βιασύνη για να ριχτώ στη δουλειά (...) Κλείστηκα στο σπίτι με το κείμενο του Βιρχίλιο και άρχισα να πλάθω στη φαντασία μου τη σκηνοθεσία (...) Επιτέλους, στις 6 Σεπτεμβρίου συγκέντρωσα στο θέατρο στο θέατρο όλους όσοι επρόκειτο να εργαστούν στην παράσταση και τότε έκανα την πρώτη ανάγνωση του λιμπρέτου (...) Το χειροκρότημα στο τέλος, με όλο τον κόσμο όρθιο, με έπεισε οριστικά πως είχα φτάσει στις πύλες του παραδείσου».
Εκλεκτοί καλεσμένοι -δημοσιογράφοι, κριτικοί, θεατράνθρωποι- παρακολουθούσαν τις πρόβες και έφευγαν ενθουσιασμένοι. Ακόμα και ο ίδιος ο συγγραφέας, ο Βιρχίλιο Πινιέρα, τα έχασε από τη δυναμική που αποκτούσε το έργο του μέσα από την οπτική του Μαρκές. Φοβήθηκε ότι ήταν τόσο μεγάλο αριστούργημα που θα τους δημιουργούσε πρόβλημα. Ο Αλμπέρτο Μαρκές δεν άκουσε το καμπανάκι κινδύνου που του έκρουσε ο Βιρχίλιο. Κακώς. Αφού τελικά η επιτροπή που έλεγχε τις παραμέτρους ενός έργου και το λογόκρινε αν αυτό δεν συμφωνούσε με τις αρχές της «Επανάστασης» και του καθεστώτος του Φιντέλ Κάστρο, έριξε την αυλαία πριν καν αυτή σηκωθεί. Το σύστημα πολέμησε τον Μαρκές και τελικά τον εξόντωσε, αφού τον υποχρέωσε να εγκαταλείψει το θέατρο και να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του μέσα στην αφάνεια. Το έργο του κρίθηκε αντικαθεστωτικό. Από το χειροκρότημα και το θρίαμβο βρέθηκε σε μία νύχτα να δουλεύει καταναγκαστικά σε μια συνοικιακή δημόσια βιβλιοθήκη.
Η ιστορία που αφηγείται ο Λεονάρδο Παδούρα φανερώνει μεν τη φασιστική αγριότητα του καστρικού κράτους απέναντι στους ομοφυλόφιλους, αλλά το κάνει πολύ -μα πολύ- επιφανειακά. Κι αυτό είναι το μόνο μείον του μυθιστορήματος. Αν κάποιος δεν έχει διαβάσει την αυτοβιογραφία του Κουβανού συγγραφέα Ρεϊνάλντο Αρένας («Πριν πέσει η νύχτα», εκδ. Σύγχρονοι Ορίζοντες), ο οποίος μαρτύρησε επειδή ήταν ομοφυλόφιλος, ή δεν έχει δει την ομώνυμη συγκλονιστική ταινία του Τζούλιαν Σνάμπελ που βασίζεται στη ζωή του, διαβάζοντας το βιβλίο του Παδούρα δεν θα έχει εικόνα για την αδικία που διαπράχθηκε ενάντια σε χιλιάδες Κουβανούς πολίτες: Ανθρώπους που ανακρίθηκαν ανελέητα σαν κοινοί εγκληματίες επειδή ερωτεύθηκαν, οδηγήθηκαν σε σωφρονιστικά ιδρύματα σαν φυλακές και βασανίζονταν προκειμένου να αλλαξοπιστήσουν. Ο Ρεϊνάλντο Αρένας ήταν ένας από αυτούς και στο βιβλίο-καταγγελία που έγραψε -ζώντας ελεύθερος πια στη Νέα Υόρκη στα τέλη του 1980- αποκαλύπτει λίγο πριν αυτοκτονήσει όσα δεν τόλμησε ο Παδούρα: «Μπήκα στο Μόρο (σημ.: φυλακή-κολαστήριο) περιβεβλημένος με τις πιο σκοτεινές φήμες και, αν μη τι άλλο, αυτό ήταν που μου επέτρεψε να παραμείνω ζωντανός, εν μέσω όλων αυτών των δολοφόνων που υπήρχαν εκεί. Με σκοπό να με συλλάβουν, οι κουβανικές αρχές εξαπέλυσαν ολόκληρη εκστρατεία εναντίον μου, στην οποία δεν εμφανιζόμουν ως πολιτικός κρατούμενος ή συγγραφέας, αλλά ως κοινός εγκληματίας». Αυτό όπως περιγράφει τον βοήθησε να επιβιώσει, αφού στο παράλογο σύστημα του Φιντέλ Κάστρο ακόμα κι ένας φονιάς ή ένας βιαστής άξιζε πολύ καλύτερη μεταχείριση από έναν ομοφυλόφιλο. 
«Οι ομοφυλόφιλοι καταλάμβαναν τις δύο χειρότερες πτέρυγες στο Μόρο. Ήταν κάτι πτέρυγες ημιυπόγειες που γέμιζαν νερό όταν ανέβαινε η παλίρροια. Ήταν ένα μέρος ασφυκτικό, χωρίς ούτε ένα αποχωρητήριο. Τους ομοφυλόφιλους δεν τους μεταχειρίζονταν ως ανθρώπινα πλάσματα αλλά ως κτήνη».
Κατά τ' άλλα, για να επιστρέψουμε στις «Μάσκες» του Λεονάρδο Παδούρα, το βιβλίο όσον αφορά την αστυνομική του πλοκή κλείνει με μια ανατροπή, η οποία δικαιολογείται απολύτως. Τουλάχιστον σε αυτό ο συγγραφέας ήταν συνεπής και έτσι αποζημιώνει τον αναγνώστη.

Υ.Γ. Για την ιστορία στις 31 Αυγούστου του 2010 ο Φιντέλ Κάστρο σε συνέντευξή που παραχώρησε στην εφημερίδα La Jornada ανέλαβε για πρώτη φορά δημοσίως την ευθύνη για του διωγμούς των ομοφυλόφιλων στην Κούβα. Για να διαβάσετε το δημοσίευμα στην Telegraph πατήστε εδώ.


Το trailer της ταινίας «Πριν πέσει η νύχτα» του Τζούλιαν Σνάμπελ, η κινηματογραφική μεταφορά της αυτοβιογραφίας του Ρεϊνάλντο Αρένας