Το Λίμπερτυ Μπαρ του Ζορζ Σιμενόν (εκδ. Άγρα) έφερε το καλοκαίρι πριν την ώρα του. Με ταξίδεψε στο γαλλικό νότο από την πρώτη κιόλας σελίδα. Λίγο οι ανοιξιάτικες λιακάδες, λίγο η μαγεία του τοπίου που έφερνα και ξαναέφερνα στο νου, δεν ήθελα και πολύ για να ξεμυαλιστώ. Και δεν ήμουν ο μόνος. Ακόμα κι ο επιθεωρητής Μαιγκρέ, σ' αυτό το βιβλίο, παρασύρθηκε τόσο από την ατμόσφαιρα της Ριβιέρας που δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί και να διαλευκάνει το έγκλημα για το οποίο τον είχαν καλέσει από το Παρίσι.


«Στην αρχή της υπόθεσης ο Μαιγκρέ είχε την έντονη αίσθηση πως βρισκόταν σε διακοπές. Όταν κατέβηκε απ' το τρένο, ο μισός σταθμός της Αντίμπ λουζόταν σ' έναν ήλιο τόσο εκτυφλωτικό, που τους ανθρώπους που πηγαινοέρχονταν τους έβλεπε κανείς σαν σκιές. Σκιές που φορούσαν καπελάκια ψάθινα κι άσπρα παντελόνια και βαστούσαν ρακέτες του τέννις. Ο αέρας βούιζε. Στην άκρη της αποβάθρας υπήρχαν φοίνικες, κάκτοι και πέρα από τον φωτεινό σηματοδότη απλωνόταν η γαλάζια θάλασσα».
Η ζέστη, τα παγάκια που έλιωναν στο ποτό του, η αντηλιά, οι μεθυστικές μυρωδιές της φύσης... Όλα συνηγορούσαν και τον οδηγούσαν από την κίνηση στην αδράνεια, στη ραστώνη, τη φυσική κατάσταση αυτού του τόπου.
Στο τελευταίο βιβλίο του Σιμενόν που εκδόθηκε στην Ελλάδα (από τα πρώτα μυθιστορήματα που έγραψε ο Βέλγος συγγραφέας με ήρωα τον Μαιγκρέ) ο βασικός πρωταγωνιστής είναι η Κυανή Ακτή. Η Ριβιέρα των μύθων και των χιλιοειπωμένων ιστοριών που δεν χορταίνεις ν' ακούς. Εκείνη των παλιών ασπρόμαυρων φωτογραφιών. Της μπουρζουαζίας και των συγγραφέων. Η Ριβιέρα που τόσο ωραία έχει περιγράψει ο Φιτζέραλντ στο μυθιστόρημα «Τρυφερή είναι η νύχτα» (εκδ. Πατάκη) ή η Φρανσουάζ Σαγκάν στο «Καλημέρα Θλίψη» (εκδ. Ζαχαρόπουλος). Ο επίγειος παράδεισος με το δροσερό γαλάζιο και τις καταπράσινες πλαγιές γεμάτες ελιές, μουριές, κυπαρίσσια και δάφνες. Η Μεσόγειος των απολαύσεων. Με τα γεύματα σε βεράντες που αιωρούνται πάνω από το γκρεμό. Τα κοκτέιλ πάρτυ πλάι σε πισίνες με διάφανα, κρυστάλλινα νερά. Τις βόλτες σε φιδογυριστούς δρόμους στο χείλος του γκρεμού με ξέσκεπα διθέσια αυτοκίνητα, τα οποία παίρνουν τις στροφές σαν θηλυκά που λικνίζονται με χάρη.
Ένας τόπος μαγικός, ζωντανός καμβάς, με κύματα που σκάνε στα βράχια και σύννεφα που χάνονται στον ανοιχτό ορίζοντα. Με ιστιοφόρα που αχνοφαίνονται στο ηλιοβασίλεμα. Ξενοδοχεία πνιγμένα στα πεύκα και βίλες χτισμένες δίπλα στην πλαζ. Με ηλικιωμένες κυρίες που τα απογεύματα παίζουν χαρτιά στο φερ φορζέ τραπέζι του κήπου, ενώ οι άντρες συζητούν πίνοντας ένα ακόμα μαρτίνι στη βεράντα. Την ίδια στιγμή οι νέοι με μπριγιαντίνη στο μαλλί και φορώντας κοστούμια λευκά, από ανάλαφρο λινό, ξεκινούν για τις Κάννες, όπου τους περιμένει μια νύχτα γεμάτη υποσχέσεις... Στα φωταγωγημένα καζίνο και τα night club της Κρουαζέτ. Καπνίζοντας, γελώντας, χορεύοντας. Φλερτάροντας με κορίτσια που έχουν βάλει τα καλά λουλουδάτα φορέματα τους και μερικές σταγόνες από το πιο μεθυστικό τους άρωμα στους καρπούς και πίσω από το λοβό των αυτιών.
Με λίγα λόγια ένα ειδυλλιακό περιβάλλον κατάλληλο για να κάνει κάποιος διακοπές και να απολαύσει την ανεμελιά του καλοκαιριού, όχι για να λύσει το μυστήριο μιας δολοφονίας. Ο επιθεωρητής Μαιγκρέ περιφέρεται στα ξενοδοχεία και τα μπαρ σαν παραφωνία, ντυμένος με το αυστηρό κοστούμι της δουλειάς, ανάμεσα σε ανθρώπους με καλοκαιρινά φαρδιά παντελόνια και μαρινιέρες. Διαρκώς προσπαθεί να καταπολεμήσει την ανάγκη του να τεμπελιάσει, να αφεθεί στο άχρονο σκηνικό που τον περιβάλλει. Βαριεστημένος κοντοστέκεται στα καφενεία και λίγο πριν αφεθεί στη γλυκιά απραξία, νιώθει τύψεις και επαναλαμβάνει διαρκώς στον εαυτό του «ο Ουίλιαμ Μπράουν δολοφονήθηκε» μήπως και αυτό καταφέρει να τον κινητοποιήσει. Πρώτα επισκέπτεται τη βίλα στην οποία βρέθηκε νεκρός ο Μπράουν. Πρόκειται για ένα κατάλευκο σπίτι στον παραλιακό δρόμο της Αντίμπ. Ένα σπίτι μπουρζουάδικο μα παραμελημένο, στο οποίο το θύμα ζούσε με τη νεότερη ερωμένη του και την ηλικιωμένη μητέρα της. Οι δύο γυναίκες που έχουν συλληφθεί από τη τοπική αστυνομία γιατί λίγο μετά το έγκλημα προσπαθούσαν αδέξια να το σκάσουν φορτωμένες με δυο βαλίτσες, εξηγούν στον επιθεωρητή ότι εκείνες εντόπισαν τον Μπράουν μαχαιρωμένο να χαροπαλεύει έξω από την πόρτα της βίλας. Όταν αυτός ξεψύχησε τον έθαψαν όπως όπως στην αυλή και από το φόβο μην μπλέξουν αποπειράθηκαν να το σκάσουν. Ο Μαιγκρέ δίνει εντολή να τις αποφυλακίσουν και οι δυο γυναίκες επιστρέφουν στη βίλα που ζούσαν τα τελευταία χρόνια με τον Μπράουν. Το θύμα υπήρξε κάποτε πάμπλουτος μεγιστάνας, με τεράστια περιουσία στην Αυστραλία. Μια δεκαετία πριν, κουρασμένος από την οικογενειακή ζωή, εγκαταλείπει τη σύζυγο και τους γιους του, καθώς και την επιτυχημένη επιχείρησή του, μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες που εξάγει μαλλί σε όλο τον κόσμο. Με πρόσχημα τις δουλειές επισκέπτεται την Ευρώπη και μαγεμένος από τη Ριβιέρα και τον κοσμοπολίτικο αέρα της αποφασίζει να μην επιστρέψει πίσω. Η οικογένεια αντιδρά και με αφορμή τις σπατάλες του -εκτός της άσωτης ζωής ενός μπον βιβέρ που απολάμβανε επί σειρά ετών, αγόρασε επιπλέον θαλαμηγό και βίλα στην Αντίμπ- του μπλοκάρουν νομικά την περιουσία. Το μόνο που του προσφέρει το δικαστήριο είναι το σπίτι που μένει στην Κυανή Ακτή με την ερωμένη του και της μητέρα της, αλλά και ένα συγκεκριμένο ποσό κάθε μήνα για τα έξοδά του. Ο Μπράουν, αλκοολικός πια ζει την παρακμή στη βίλα μαζί με τις δυο γυναίκες, αλλά κάθε δεκαπέντε ημέρες όταν τους τελειώνουν τα χρήματα εξαφανίζεται για να φέρει άλλα. Οι δυο γυναίκες δεν γνωρίζουν λεπτομέρειες για το παρελθόν του: ούτε πού βρίσκει τα χρήματα ούτε που πηγαίνει όταν φεύγει. Ο Μαιγκρέ ακολουθώντας τα τελευταία ίχνη του καταλήγει σε ένα εξαθλιωμένο αλλά ατμοσφαιρικό μπαρ στις Κάννες. Εκεί μία ευτραφής γριά, η Ζαζά, ιδιοκτήτρια του Λίμπερτυ μπαρ τον υποδέχεται και τον βοηθά να βρει την άκρη του νήματος. Ο Ουίλιαμ Μπράουν εδώ ξημεροβραδιαζόταν τις ημέρες που έφευγε από τη βίλα, πίνοντας μέχρι τελικής πτώσης με τη Ζαζά καθώς και με τη συντροφιά μίας νεαρής πόρνης, της Συλβί και του νταβατζή της, του Γιαν, ενός καμαρότου σε μια σουδική θαλαμηγό που ήταν μονίμως δεμένη στη μαρίνα των Καννών. Τόσο οι δύο γυναίκες στη βίλα, όσο και οι τρεις αυτοί άνθρωποι στο μπαρ έτρωγαν τα λεφτά του Ουίλιαμ Μπράουν κάθε μήνα από το επίδομα. Άρα δεν είχαν συμφέρον να τον σκοτώσουν. Ποιος το έκανε; Ο γιος του, ο Χάρρυ Μπράουν, που στο ενδιάμεσο έχει καταφθάσει για την κηδεία αντί να βοηθήσει, θα περιπλέξει τα πράγματα.
Πέρα από την αστυνομική ιστορία που έχει πολύ ενδιαφέρον, όπως πάντα οι ιστορίες που διηγείται ο Σιμενόν, το βιβλίο είναι σκέτη απόλαυση γιατί νιώθεις σαν να περπατάς ο ίδιος στα στενάκια της γαλλικής Ριβιέρας. Οι περιγραφές σε κάνουν και διψάς, τα ποτά σε δροσίζουν, το άρωμα της σαλάτας που ο Μαιγκρέ δοκίμασε στο μπαρ της Ζαζά σου μένει στο στόμα σαν ένα πιάτο που γεύτηκες εσύ. Δεν ξέρω για εσάς αλλά αυτό για μένα είναι μεγάλο δώρο. Να διαβάζεις ένα βιβλίο και να νιώθεις ότι βαδίζεις εκεί που περπάτησαν οι ήρωές του. Να ξέρεις ένα μέρος κι ας μην το έχεις επισκεφθεί ποτέ στ' αλήθεια ή να νιώθεις κάτι όχι επειδή το έζησες αλλά γιατί το διάβασες...

Υ.Γ. Πόσο στ' αλήθεια ζηλεύω αυτούς που απόλαυσαν τα μποέμ καλοκαίρια στη Ριβιέρα τη δεκαετία του '20 ή του '50. Πόσο θα ήθελα να παίζω μπιρίμπα με τη Ζέλντα και τον Φιτζέραλντ. Να πίνω κοκτέιλ με την κακομαθημένη Σεσίλ της Φρανσουάζ Σαγκάν. Να «περνώ τη ζωή διασκεδάζοντας, μ' εκείνο το δυνατό συναίσθημα της άγριας φυγής, μαζί μ' έναν τόνο λύπης, αλλά πάντα με το όνειρο και την ελπίδα κάποιας απόλαυσης -ευτυχίας ίσως- γύρω στο τέλος της επόμενης εβδομάδας, μπορεί τα μεσάνυχτα, σε μια μακρινή χώρα»* Και πόσο ωραίο θα ήταν στ' αλήθεια να είμαστε μαζί εκεί, ξανά είκοσι χρόνων, με τα μαλλιά σου πιασμένα ψηλά, τα χείλη κόκκινα, να χορεύουμε, ανέμελοι, σαν να μην υπάρχει αύριο...

* Απόσπασμα από το οπισθόφυλλο του μυθιστορήματος «Όμορφοι και Καταραμένοι» του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ (εκδ. Ερατώ), ενός υπέροχου χρονικού για τη γενιά της τζαζ.