Όταν φύγω από τα media θα ανοίξω ένα μπακαλοβιβλιοπωλείο που θα το ονομάσω «Ο Μπρετόν». Ένα μαγαζάκι κατάλευκο με πολλά ράφια, καλά βιβλία και εκατοντάδες παλιά βάζα και βαζάκια γεμάτα καρυκεύματα, βότανα και μυρωδικά. Από το ταβάνι θα κρέμονται σαλάμια, πικάντικα σουτζούκια, παστουρμάδες, ματσάκια ρίγανης, γιρλάντες με λιαστές ντομάτες και αποξηραμένα μήλα, πλεξούδες σκόρδα και καλάθια με φασκόμηλο.  


Στο πεζοδρόμιο θα έχω μικρά τραπέζια στολισμένα με δυόσμους και μαϊντανούς και θα σερβίρω κολασμένες τάρτες και άλλες σπιτικές γκουρμεδιές με υλικά που θα μαζεύουν οι φίλοι μου από τα ταξίδια τους σε όλο τον κόσμο.
Πλάι στις μαμαδίστικες ταραμοσαλάτες που θα φέρνω απ' τα χωριά θα υπάρχει το ράφι των υπερρεαλιστών και δίπλα στα μπαχάρια όλη η λογοτεχνία της Ανατολής, για να μπλέκονται μεταξύ τους τα αρώματα που αναδίδουν οι σελίδες με αυτά της κανέλας, του πιπεριού και της πάπρικας.


Στα χαρμάνια του καφέ και στη μαύρη ζάχαρη από τη Λατινική Αμερική θα βολέψω τους πιο αγαπημένους μου: τον Κασάρες, τον Μπόρχες και τον Χουάν Ρούλφο. Το «Πέδρο Πάραμο» θα το βάλω και σε ειδική προθήκη, πάνω από τα μεξικάνικα, μιας και είναι το βιβλίο που με έχει συγκλονίσει πιο βαθιά απ' όλα όσα έχω διαβάσει. 
Το μπακαλοβιβλιοπωλείο μαζί με τα πιάτα της ημέρας θα σερβίρει ανυπερθέτως και βιβλία. Τα οποία θα δίνουμε βεβαίως και βερεσέ, σε βιβλιόφιλους που ζορίζονται. 
Κι έτσι, στο μπακαλοβιβλιοπωλείο «Ο Μπρετόν», θα περνάω τη μέρα μου σουρεαλιστικά, όπως μου αρμόζει: ανάμεσα σε βιβλία του Τζόναθαν Φράνζεν, φέτα βαρελίσια και σε γάτες που θα τις φωνάζω όλες Κάφκα ανεξαιρέτως.
Μέχρι τότε όμως θα αρκεστώ να τριγυρνάω στην πόλη με το ποδήλατο ανακαλύπτοντας τρύπες με μικρούς ανεκτίμητους θησαυρούς, όπως το Eλιξίριον στην Ευριπίδου.


Θα αγοράζω σχεδόν ηδονικά στα παλιά και στα καινούρια γκουρμεδομπακάλικα, από την Ευριπίδου μέχρι το Κολωνάκι, deli νοστιμιές και καρυκεύματα, παράξενες μουστάρδες, ανατολίτικα τσάτνεϊ και αλάτια με μυρωδικά από την Προβηγκία. Όπως σήμερα. Που πέρασα όλη μου τη μέρα στο κέντρο διαλέγοντας αρωματικά λιβάνια, μουστάρδες, ποικιλίες φρέσκου πιπεριού, κουκουνάρια για τις σαλάτες μου και τα ωραιότερα τυριά και αλλαντικά που μου έκανε κέφι να δοκιμάσω. 
Πήρα το ποδήλατο και ξεκινώντας από το Θησείο άρχισα να χαζεύω στα παλαιοπωλεία της Ερμού και τα μικρομάγαζα της Αθηνάς.


Εδώ βρήκα μπουκάλια: για κάθε χρήση. Για κρασί, λάδι, ξίδι, αρωματικά έλαια και λικέρ κεράσι με συνταγή της γιαγιάς.


Περνώντας από τη Σταδίου έκανα μια στάση για να χαζέψω λίγο τη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου Ιanos. Αλλά είδα τη βιογραφία του Φράνσις Μπέικον «Ανατομία ενός αινίγματος» από τον Michael Peppiatt (εκδόσεις Μικρη Άρκτος) και δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Και τελικά έκατσα πολύ.


Με το σακίδιο στην πλάτη φορτωμένο με μπαχαρικά, τυριά και σαλάμια και τον Μπέικον αγκαλιά ξεχάστηκα για ώρα κοιτώντας τους πάγκους που ήταν φορτωμένοι με βιβλία.


Είδα τον καινούριο Μουρακάμι: «Για τι πράγμα μιλάω όταν μιλάω το τρέξιμο» (εκδόσεις Ωκεανίδα). Ένα βιβλίο όπου ο συγγραφέας του «Κουρδιστού Πουλιού» περιγράφει τη δική του ιστορία, για το πως άρχισε να γράφει όταν πούλησε το τζαζ μπαρ του, αλλά και για το πως κόλλησε με το τρέξιμο.


Και ξετρελάθηκα όταν έπεσα σχεδόν πάνω σε μία στοίβα με το νέο μυθιστόρημα «Η γυναίκα με το νούμερο 13» του Χοσέ Κάρλος Σομόθα που μεταφράστηκε στα ελληνικά (εκδόσεις Πατάκη). Ο συγγραφέας του απολαυστικού κβαντικού θρίλερ «Η θεωρία των χορδών» επέστρεψε με μία νέα ιστορία μυστηρίου για την ποίηση που «προορισμένη να αντανακλά όλες τις ομορφιές του κόσμου, γίνεται το πιο λεπτό εργαλείο καταστροφής».


  Περιμένοντας στο ταμείο έπεσε το μάτι μου στο νέο βιβλίο της Ζυράννας Ζατέλη «Ηδονή στον κρόταφο» (εκδόσεις Καστανιώτη) με όλα τα μυστικά της συγγραφικής της ...κουζίνας, γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο.


Στριμώχνοντας τον Σομόθα, τον Μουρακάμι, τη Ζατέλη και τον Μπέικον ανάμεσα σε σαλάμια και κατσικίσια τυριά ανέβηκα στο Κολωνάκι για μουστάρδες. Αφού πριν, βεβαίως, σταμάτησα να χαζέψω καμιά δεκαριά βιτρίνες στη Βουκουρεστίου.


Το σόου είχε από ριγέ ελέφαντες στη βιτρίνα του Louis Vuitton που θύμιζαν Moulin Rouge...


...μέχρι υπέρκομψα μαύρα κοστούμια στα Prada που θα τα ζήλευε στα σίγουρα ο Φιτζέραλντ.


Κατάκοπος μετά κατηφόρισα στο Θησείο και έκατσα για φαγητό στο Κουτί, όπου έφαγα μοσχαράκι μαριναρισμένο σε μέλι, ήπια ένα ποτήρι κρασί κι άρχισα να διαβάζω τον Μπέικον.
Είχε βραδιάσει όμως πια και έκανε κρύο. Γύρισα με το ποδήλατο στο σπίτι και τακτοποίησα τους θησαυρούς μου. Το καλύτερό μου: κάθε βαζάκι και μια ιστορία.




Υ.Γ. Μετά έλεγα να πάω σινεμά να δω τη Μέριλιν. Αλλά άνοιξα τον Αιμίλιο το μήλο και ξεχάστηκα. Τελικά η Μέριλιν άργησε μια μέρα...