Pin Up girls, ποδήλατα, τζιπ, ρακέτες, νέον ταμπέλες ενός τυπικού αμερικάνικου μοτέλ, fifties ψυγεία και vintage αντλίες βενζίνης, γεμίζουν τη σκηνή του θεάτρου Ολύμπια. Το εύρημα του Ιταλού σκηνοθέτη Τζαν Κάρλο ντελ Μόνακο να μεταφέρει την όπερα σε ένα κινηματογραφικό στούντιο της δεκαετίας του '50, είναι εκπληκτικό. Στην πρώτη πράξη βλέπουμε κάμερες, φώτα, σκηνικά που φτιάχνονται επιτόπου. Σαν να παρακολουθούμε τα γυρίσματα μιας ταινίας που βασίζεται στη Μανόν Λεσκώ του Τζιάκομο Πουτσίνι.

Το Grease συναντά το Καμπαρέ και το Σικάγο υπό τους ήχους της όπερας. Στη δεύτερη πράξη μεταφερόμαστε σε μια σουίτα όπου η Μανόν Λεσκώ -κάτι ανάμεσα σε χαριτωμένη Σάλι Μπόουλς και σέξυ Μέριλιν Μονρόε- ερωτοτροπεί σε ένα τεράστιο κρεβάτι με διαμαντένια κολιέ, λαμπερά φορέματα και γούνες. Ενώ στην τρίτη, η σκηνή θυμίζει το Cell Blοck Tango του Σικάγο με τις πόρνες πίσω από το συρματόπλεγμα ενός γηπέδου μπάσκετ, στο λιμάνι της Χάβρης.

Στις υψηλές στιγμές: Οι ερμηνείες της Λάνα Κος και του Ρέντζο Τζούλιαν. Καθώς, βέβαια, το μαγικό intermezzo της τρίτης πράξης. Η μελωδία αυτή είναι φτιαγμένη από τα υλικά ενός απεγνωσμένου έρωτα. Ενός έρωτα καταδικασμένου να σβήσει πριν πέσει η αυλαία.


Y.Γ. Η όπερα θα ανέβει ξανά στο θέατρο Ολύμπια στις 7, 9, 11, 14, 18 Νοεμβρίου. www.nationalopera.gr


«Τα φαινόμενα απατούν. Η πραγματικότητα είναι μόνο μία».

Το 1Q84 του διάσημου Ιάπωνα συγγραφέα Χαρούκι Μουρακάμι μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Χάρηκα με την ιδέα να χωριστεί σε τρεις τόμους. Στα βιβλιοπωλεία ήδη θα βρείτε τους δύο πρώτους (470 και 410 σελίδες αντίστοιχα).

Ξεκίνησα να διαβάζω ένα χρόνο πριν την αγγλική έκδοση που περιλαμβάνει και τα τρία βιβλία σε έναν τεράστιο και (απελπιστικά) βαρύ τόμο 900+ σελίδων (με σκληρό εξώφυλλο). Στην αρχή δεν μπορούσα να αφήσω αυτό το παράξενο μυθιστόρημα από τα χέρια μου. Έφευγα από το σπίτι το πρωί και ανυπομονούσα να γυρίσω πίσω το βράδυ για να το διαβάσω. Κατάφερα να ολοκληρώσω το πρώτο βιβλίο. Μετά κουράστηκα. Μια μέρα το άφησα μία και καλή. Λίγο η τενοντίτιδα, λίγο ότι εκείνο το διάστημα έμενα στα γραφεία τουλάχιστον 12 ώρες την ημέρα και το διάβασμα στα αγγλικά μου προκαλούσε (ευκολότερα) νύστα, αποφάσισα να πιάσω σερί σκανδιναβική λογοτεχνία για να ξεφύγω.

Το 1Q84 είναι ένα «σουρεαλιστικό» βιβλίο, με έντονο μυστικιστικό άρωμα. Το αισθάνεσαι ήδη από τον παράξενο τίτλο που παραπέμπει στο 1984 του Τζορτζ Όργουελ. Ο Μουρακάμι σ΄αυτό το βιβλίο αφηγείται την ιστορία δύο άγνωστων μεταξύ τους ανθρώπων που κινούνται παράλληλα στην ίδια πόλη. Η Αομάμε είναι μια επαγγελματίας δολοφόνος που καταφέρνει να εκτελεί συμβόλαια θανάτου χωρίς να αφήνει καθόλου ίχνη πίσω της. Ο Τένγκο είναι ένας καθηγητής μαθηματικών σε φροντιστήριο, ο οποίος παράλληλα αναλαμβάνει να ξαναγράψει ως συγγραφέας-φάντασμα το βιβλίο μιας 17χρονης μαθήτριας λυκείου. Ο Μουρακάμι θα φέρει κοντά την Αομάμε και τον Τένγκο, δημιουργώντας έναν ολόκληρο μαγικό κόσμο γεμάτο ρωγμές, από τις οποίες ο αναγνώστης κρυφοκοιτά μια αλλιώτικη ερωτική ιστορία στην οποία μπλέκονται σέκτες, δολοφόνοι, εκδότες, μυστικές αδελφότητες και πρόσωπα που μοιάζουν σαν να ξεπήδησαν από το υποσυνείδητο ενός ποιητή.

Αν έχεις διαβάσει το Κουρδιστό Πουλί, καταλαβαίνεις ήδη από τα πρώτα κεφάλαια του 1Q84 ότι -ενώ διαθέτει όλα όσα θα έπρεπε για να νιώσεις μαγεμένος- κάτι του λείπει σε σύγκριση με τη σκοτεινή κατάβαση στο πηγάδι του Τόρου Οκάντα. Παρ’ όλα αυτά, εννοείται πως θα διαβάσω τη συνέχειά του (το δεύτερο και τρίτο βιβλίο). Γιατί ακόμα κι αν δεν είναι εφάμιλλο με το Κουρδιστό Πουλί, είναι τουλάχιστον Μουρακάμι. Άρα, απολαυστικό.

Ο Έντουαρτ Χόπερ (1882-1967) είναι ο πιο αγαπημένος μου Αμερικανός ζωγράφος. Η αναδρομική έκθεση στο Grand Palais, η οποία είναι αφιερωμένη στο έργο του, δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί μια υπέροχη αφορμή για μια μικρή απόδραση στο Παρίσι.



Η έκθεση χωρίζεται σε δύο μέρη: Στο πρώτο παρουσιάζονται τα πρώιμα έργα του ζωγράφου από τις αρχές του 20ου αιώνα (1900-1924), στα οποία συμπεριλαμβάνονται και εκείνα που φιλοτέχνησε όταν ζούσε στην Πόλη του Φωτός. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζονται τα έργα (1924-1966) με τα οποία έγινε διάσημος. Πίνακες που απεικονίζουν με ρεαλισμό το κλίμα του μεσοπολέμου αλλά και το αμερικανικό όνειρο της δεκαετίας του '50. Ο Χόπερ αφηγείται σαν συγγραφέας ιστορίες δωματίων στη Νέα Υόρκη.

Κάθε πίνακάς του ζωγράφου είναι ένα ολόκληρο νουάρ μυθιστόρημα που θα ζήλευε ο Ζορζ Σιμενόν ή ο Τζέιμς Ελρόι. Αυτός είναι ο λόγος που η ματιά του Χόπερ με μαγεύει. Αδύνατον να διαβάσω βιβλία και των δύο χωρίς να φέρω στο νου το θρυλικό έργο Nighthawks (1942) που απεικονίζει ένα ζευγάρι αργά τη νύχτα σε κάποιο μπαρ στο Μανχάταν. Πόσες διαφορετικές ιστορίες θα μπορούσαν να ξεκινήσουν ή να καταλήξουν σε αυτόν τον πίνακα; Κάθε φορά που τον χαζεύω ονειρεύομαι ξενοδοχεία και παράνομους εραστές, διψασμένα φιλιά, τσαλακωμένα σεντόνια, καπέλα, γραβάτες και μεταξωτά κομπινεζόν ριγμένα άτσαλα στη μοκέτα. Βλέπω αναμμένα τσιγάρα στο ημίφως, παράθυρα που βάφονται κόκκινα από τα νέον του δρόμου, δειλά αγγίγματα ανθρώπων που ξέρουν πως σε λίγο θα αποχωριστούν, ίσως για πάντα. Κι η μουσική: τζαζ. Σαν ήχος που ξετρυπώνει από το παρελθόν, μπλεγμένος με το θόρυβο από την ηλεκτρική σκούπα της καμαριέρας στο διάδρομο και με τα κορναρίσματα από την Greenwich Avenue.  










Εκτός από τα αστικά τοπία του Χόπερ, μαγικές είναι και οι εικόνες από την εξοχή. Ειδικά οι στιγμές ανεμελιάς στους αμμόλοφους του Ακρωτηρίου Κοντ όπου αυτοεξορίζονταν από το 1930 μέχρι το 1960 ποιητές, λογοτέχνες, ζωγράφοι (μεταξύ των οποίων οι Τενεσί Ουίλιαμς, Ευγένιος Ο' Νιλ, Τρούμαν Καπότε, Τζάκσον Πόλοκ και κι ο ίδιος ο Χόπερ) για να ζήσουν μέσα στην απλότηταΕκείνη την περίοδο περιγράφει εκπληκτικά η Άννι Ντίλαρντ στο εξαιρετικό μυθιστόρημά της «Oι Maytrees» (εκδόσεις Ίνδικτος).







Y.Γ. Η έκθεση Εdward Hopper θα διαρκέσει έως τις 28 Ιανουαρίου. www.grandpalais.fr


Υλικά
  • Ένας ντετέκτιβ που τα βράδια τρώει Τ-Βone steak (με λίγο αίμα) ακούγοντας τζαζ ή κλασική μουσική.
  • Βρώμικο παρελθόν (ποτό-τζόγος-παράνομα στοιχήματα).
  • Ένας προϊστάμενος που τον μισεί γιατί δεν ακολουθεί ποτέ το νόμο.
  • Τσαλακωμένα κύπελλα Starbucks κάτω απ' το γραφείο.
  • Μια μυστηριώδης γυναίκα που εμφανίζεται με ψηλοτάκουνα από το πουθενά. (Κι αυτή κάτω απ' το γραφείο).
  • Μια vintage BMW μηχανή.
  • Ένα τασάκι γεμάτο γόπες που κανείς δεν αδειάζει ποτέ.
  • Μια άλυτη υπόθεση που τον βασανίζει.
  • Ένας μισάνοιχτος γκρι φάκελος με φρικιαστικές φωτογραφίες από τον τόπο του εγκλήματος, ριγμένος πάνω στο coffee table.
  • Ένα πουκάμισο με φθαρμένο γιακά.
  • Καμιά δεκαριά διαμελισμένα πτώματα στους δρόμους της Νέας Υόρκης, του Όσλο, του Βερολίνου, του Δουβλίνου...
Εκτέλεση (εν ψυχρώ)
Τα ανακατεύουμε όλα αυτά στο σέικερ, μαζί με πάγο και δημιουργούμε το τέλειο θρίλερ. Προσθέτουμε μερικές δυνατές ανατροπές (όταν αποκαλύπτεται ο δολοφόνος και λες πάει τέλειωσε, ανοίγουν ξαφνικά άλλες δέκα πληγές του Φαραώ), μια πολιτική συνωμοσία έτσι για το άρωμα και την υπόνοια ενός love story. Σερβίρουμε σε παχύ βιβλίο με τουλάχιστον 600+ σελίδες. Κοτσάρουμε και μια κριτική του στυλ: «Σου κόβει την ανάσα» ή «Δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου» από τους Times του Ουισκόνσιν. Έτοιμο (;) το best seller.

Μακάρι να ήταν όμως τόσο εύκολο. Δεν είναι. To να γράψεις μια δυνατή αστυνομική ιστορία που να είναι απολύτως συνεπής χρειάζεται μεγάλη μαστοριά. Η αστυνομική λογοτεχνία μπορεί να είναι της μόδας (και να φέρνει χρήμα), δεν είναι κάτι όμως που μπορεί να κάνει ο οποιοσδήποτε.

Είναι η γνωστή πάντα ιστορία: Κάποιος κάνει την αρχή, γίνεται φαινόμενο και μετά πίσω του ακολουθούν άλλοι τριακόσιοι που πατούν πάνω-κάτω στο ίδιο concept. Και γεμίζει ο κόσμος με κόπιες. Μέχρι να ευτελίσουν εντελώς αυτό το πεδίο και να βρουν κάτι άλλο. Το έχουμε ξαναδεί το έργο: Κάποτε, μετά τον Χάρι Πότερ, όλη η αγορά είχε γεμίσει με μαθητευόμενους μάγους. Μετά με βαμπίρ. Ύστερα με βιτσιόζους που δένουν τα κορίτσια σαν κοτόπουλα με μοβ ζαρτιέρες. Και τώρα τελευταία, μετά τον Λάρσον, έχει ανοίξει η όρεξη για αστυνομικά θρίλερ κι έχουμε πήξει με άλυτες υποθέσεις.

Οι (μανιακοί) fan των crime fiction novels κάνουμε έκκληση στους συγγραφείς να μην παρασύρονται και μας σερβίρουν σε ωραία συσκευασία αστυνομικά θρίλερ που ενώ τα έχουν όλα, δεν λένε μία. Έτσι, αν σε όλη σου τη ζωή έγραφες παιδικά μυθιστορήματα ή (καλές) ρομαντικές νουβέλες με κοινωνικά μηνύματα, άσε τον Nesbo, τον Μάνκελ, ή τον Μάρκαρη να γράφουν για πτώματα (γιατί το κάνουν καλύτερα). Εσύ, κάτσε στα δικά σου που τα ξέρεις και μην πειραματίζεσαι. Κανείς δεν αγάπησε κάποιον που αντιγράφει.

Υ.Γ. Η κορδέλα «Crime Scene Do Not Cross» συνοδεύει τα εξώφυλλα βιβλίων αστυνομικής λογοτεχνίας των εκδόσεων Ψυχογιός (από τους πρώτους που τόλμησαν να μεταφράσουν σκανδιναβικά θρίλερ στα ελληνικά). Τη βρήκα, πραγματικά, πολύ ωραία ιδέα!







*Στίχος από το ποίημα Της Εφέσου, «Δυτικά της λύπης» - Οδυσσέας Ελύτης (εκδόσεις Ίκαρος).  

Ο Γιάννης Μακριδάκης, συγγραφέας μεταξύ άλλων των βιβλίων «Η δεξιά τσέπη του ράσου», «Η άλωση της Κωσταντίας», «Λαγού μαλλί», «Το ζουμί του πετεινού» από τις εκδόσεις Εστία έγραψε ένα κείμενο που προκάλεσε αντιδράσεις στα κοινωνικά δίκτυα. Σε αυτό το ποστ εξισώνει τους Χρυσαυγίτες με τους «Δημαρίτες», όπως τους αποκαλεί για να κάνει ρίμα. Πολλοί θίχτηκαν. Δικαίως. Ακόμα και το αριστερό άλλοθι της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης, δεν αξίζει να εξισώνεται με τους νεοναζί. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ΔΗΜΑΡ συγχωρείται που έγινε το δεκανίκι ενός συστήματος, το οποίο διευκολύνει εκτός των άλλων την κατάργηση των εργατικών μας δικαιωμάτων. Είναι παράλογο να συμψηφίζεις τη νόμιμη πολιτική δραστηριότητα (ακόμα και αν διαφωνείς απολύτως με αυτήν) με τον υπόκοσμο. Ο Μακριδάκης με τις προβοκατόρικες απλουστεύσεις του ρίχνει λάδι στη φωτιά, ενισχύοντας ένα διχαστικό κλίμα που βολεύει εξαιρετικά τους κυβερνώντες.  

Διάβασα πολλές απόψεις. Κάποιες από αυτές με σοκάρουν εξίσου με το ποστ του Μακριδάκη. Ορισμένοι, απαντώντας στο κείμενό του, αμφισβήτησαν ακόμα και τη λογοτεχνική αξία του. Το βρίσκω άδικο. Τα βιβλία του είναι εξαιρετικά. Έχω διαβάσει τρία από αυτά. Τον θεωρώ μεγάλο συγγραφέα. Δεν θα πάψω εξαιτίας ενός ποστ να πιστεύω ότι η πένα του είναι από τις πιο δυνατές στη νεοελληνική πεζογραφία, ωστόσο το κείμενο στο blog του μου προκάλεσε αμηχανία.

Τελικά, είναι δίκαιο να κρίνουμε ένα βιβλίο από τις προσωπικές απόψεις του συγγραφέα του σε ένα blog ή μια συνέντευξη; Σε καμία περίπτωση. Κάποιος που θα απέρριπτε για παράδειγμα τον «Ξένο» επειδή διαφωνούσε με τις πολιτικές θέσεις του Καμύ για τα γεγονότα της Αλγερίας, θα είχε χάσει τη μαγεία ενός αριστουργήματος.

Σε αυτή την ιστορία υπάρχει μία λεπτή γραμμή που δεν πρέπει να περάσουμε, για να μην κάνουμε τους σκληροπυρηνικούς ακροδεξιούς που ονειρεύονται μια φασιστική κοινωνία χωρίς ελευθερία λόγου και έκφρασης να τρίβουν τα χέρια τους. Ο Μακριδάκης αναμφισβήτητα πάτησε μπανανόφλουδα. Και κάποιοι άλλοι έχασαν δημόσια το μέτρο, πέφτοντας στην παγίδα. Δεν στοχοποιούμε, δεν απορρίπτουμε, δεν μποϊκοτάρουμε, δεν «ρίχνουμε στην πυρά» της κοινής γνώμης λογοτεχνικά έργα επειδή διαφωνούμε πολιτικά με τον συγγραφέα τους. Αυτά δεν είναι όπλα πολιτισμένων ανθρώπων που συχνάζουν στα βιβλιοπωλεία, είναι μεσαιωνικές λογικές που σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να υιοθετούμε. Λίγη ψυχραιμία δεν έβλαψε ποτέ.  


Τις τελευταίες δυο ημέρες βλέπω non stop τον 6ο κύκλο του Dexter και αμέσως μετά θα περάσω στα πρώτα επεισόδια της έβδομης και τελευταίας σεζόν. Είχα κρατήσει σκοπίμως ολόκληρο τον κύκλο μέχρι να αρχίσει ο νέος, για να μην με φάει η μαύρη αγωνία. Έτσι αυτό το weekend ακονίζω τα μαχαίρια μου! Καναπές, ουίσκι με δύο παγάκια και αίμα παντού. Μέχρι τις 6 το πρωί δεν μπορούσα να ξεκολλήσω.

Οι φανατικοί της αστυνομικής λογοτεχνίας δεν μασάμε με μερικά διαμελισμένα πτώματα, είμαστε μαθημένοι. Ας είναι καλά ο Ίαν Ράνκιν, ο Χένινγκ Μάνκελ, ο Στιγκ Λάρσον, ο Τζο Νέσμπο, ο Άρνε Νταλ, η Ρουθ Ρέντελ και οι υπόλοιποι γκουρού της λογοτεχνίας που μας έχουν εκπαιδεύσει να διαβάζουμε για πετσοκομμένα πτώματα τύπου ζουλιέν και να κοιμόμαστε μετά σαν μωρά. Είμαστε αναίσθητοι; Τρώμε πίτσα και βλέπουμε το σπλάτερ σαν να παρακολουθούμε καρτούν.

Μπορώ με σιγουριά να σας πω πως ο έκτος κύκλος είναι ο καλύτερος. Αποκαλυπτικός. (Κυριολεκτικά). Ο Dexter βρίσκεται μπλεγμένος σε μια ιστορία με δύο παρανοϊκούς που πιστεύουν πως έχει αρχίσει να ξεκουρδίζεται ο κόσμος και ο χρόνος μετράει αντίστροφα για τη συντέλεια. Έτσι, οι δρόμοι του Μαϊάμι γεμίζουν με πόρνες της Βαβυλώνας και καβαλάρηδες της Αποκάλυψης.

Βλέποντας τη σειρά και διαβάζοντας στα φόρουμς των φανατικών του Dexter ότι ο έβδομος κύκλος είναι ο τελευταίος, με πιάνει απόγνωση. Γιατί σε αυτόν τον άδικο κόσμο τα καλά πράγματα να τελειώνουν, ενώ η Τόλμη & Γοητεία να κρατάει για πάντα; Τι είδους συνωμοσία είναι αυτή που εξυφαίνεται πίσω από την πλάτη μας;

Μία φίλη, μετά από σχετική κλάψα, μου είπε να μην σκάω, ακόμα κι αν τελειώσει η σειρά έχουμε τα βιβλία στα οποία βασίζεται. Λάθος. Από τα μυθιστορήματα του Τζεφ Λίντσεϊ, το μόνο που αξίζει είναι η ιδέα. Αλλά μέχρι εκεί. Έχω ξεκοκαλίσει τα τρία πρώτα (τα δύο κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Anubis) και κόντεψα να χαρακωθώ από την πλήξη με τα μαχαίρια του Dexter. Πιο κακογραμμένο πράγμα δεν έχω διαβάσει. Νόμιζα πως έφταιγε η μετάφραση (που έφταιγε κι αυτή), αλλά και στο πρωτότυπο τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Η αλήθεια δυστυχώς πονάει: Ο μπαμπάς του Dexter είναι ένας φλύαρος τύπος που δεν ξέρει πότε ακριβώς είναι η σωστή στιγμή να βάλει τελεία. Έτσι τα ορφανά του πιο αξιαγάπητου μακελάρη θα μείνουμε σε λίγους μήνες με το μαχαίρι στο χέρι. :-(

Y.Γ.1: Η εικονογράφηση είναι έργο του Noma Bar. Για περισσότερες πληροφορίες κάντε κλικ εδώ. 
Υ.Γ.2: Όποιος ανακαλύψει πρώτος νέα εθιστική σειρά να μας ενημερώσει. Εκ της διαχερίσεως.  




Παλιότερα είχα αδυναμία στα βιβλία μαγειρικής. Και στα περιοδικά γεύσης. Mετά ήρθαν τα blogs αφιερωμένα στο food porn. Τα χαζεύω με τις ώρες. Σπασμένα αυγά με τον κρόκο λιωμένο στο πιάτο, πίνακες αφηρημένης τέχνης φτιαγμένοι με μαρούλι, ρόκα και αβοκάντο, ανοιγμένα ρόδια με το χέρι, αχνιστοί καφέδες και αφράτα κέικ, vintage μαχαιροπίρουνα, «μουντζαλιές» από σάλτσα στους πάγκους της κουζίνας, ψίχουλα και λεκέδες από κρασί στο ξύλινο τραπέζι... Απολαυστικά καρέ από τις πιο μικρές στιγμές της ζωής μας, στιγμές που άλλοι τις προσπερνούν βιαστικά κι άλλοι τις απολαμβάνουν σαν ιεροτελεστία.

Λατρεύω ειδικά τις αναρτήσεις που συνδυάζονται με ταξίδια. Συνταγές που τις διαδέχονται φωτογραφίες από βόλτες σε μικρά μπιστρό ή παστερίες. Μεσημέρια σε αγροκτήματα, στάσεις σε motels για καφέ και μπέργκερ κατά τη διάρκεια μιας on the road απόδρασης, καταπράσινα λιβάδια και πικ-νικ στη σκιά ενός γέρικου δέντρου, πρωινά σε ξενοδοχεία ή σε μικρά café, βράδια με φίλους, κρασί και ένα πλατό γεμάτο τυριά ή αλλαντικά.

Εδώ έχω συγκεντρώσει τα 5 πιο αγαπημένα μου blogs από τη βιομηχανία ονείρων του food porn:
Y.Γ. Αν γνωρίζετε κάποια ακόμα θα ήταν μεγάλη μου χαρά να τα μοιραστείτε μαζί μου! :-)

...Υπάρχουν άπειρες λάθος «στροφές» και επιλογές μέχρι να βρεις το σωστό. Όταν όμως το βρεις, απ' όπου κι αν το κοιτάξεις είναι τέλειο.  


Η σχέση με ένα βιβλίο είναι ερωτική. Υπάρχουν (ευτυχισμένες) στιγμές που σχεδόν σου κόβει την ανάσα. Αυτό δεν συμβαίνει με όλα τα βιβλία, φυσικά. Κάποια τα βαριόμαστε, άλλα -ενώ μας αρέσουν- δεν έχουν αυτό το κάτι που θα μας κάνουν να κολλήσουμε. Υπάρχουν ορισμένα που δεν θα τους ρίχναμε ούτε δεύτερη ματιά. Και μερικά που δεν θα τα ξεπεράσουμε ποτέ.

Γι' αυτά τα βιβλία διστάζω να γράψω. Όπως δεν μιλάμε ποτέ για τους έρωτες που αληθινά μας διέλυσαν. Αισθάνομαι ότι αποκαλύπτοντάς τα είναι σαν παραδίδω σε κάποιον την απομαγνητοφώνηση από τις ζορισμένες συνεδρίες με έναν ψυχαναλυτή. Η σχέση με αυτά τα βιβλία, τα βιβλία της ζωής μας, είναι φυσικά πάντα ανοιχτή. Όσες φορές κι αν επιστρέψεις στις σελίδες τους, κάτι διαφορετικό θα ανακαλύψεις. Χιλιο-υπογραμμισμένα, με τσακισμένα φύλλα, δεν τα δανείζεις πουθενά, γιατί στις φράσεις πάνω χοροπηδούν οι αληθινές εμμονές σου, τα δυνατά και τα τρωτά σου.

Η Μαλβίνα συνήθιζε να λέει ότι δέκα βιβλία φτάνουν για μια ολόκληρη ζωή. Πόσο δίκιο είχε. Δέκα βιβλία που σε έχουν ζορίσει, κι έχουν θρυμματίσει -με τον τρόπο του Κάφκα- σαν τσεκούρι την παγωμένη θάλασσα μέσα σου, αρκούν για να τα διαβάζεις ξανά και ξανά. Όπως κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέφτη. Τα διαβάζεις άλλη μια φορά και άλλη μία, για να διαπιστώσεις πως τελικά σε κάθε ηλικία έχουν να σου δώσουν κι άλλα πράγματα. Να σου αποκαλύψουν μια ακόμα πτυχή σου.  


Εχτές με βρήκε η καταιγίδα να διαβάζω το διήγημα «Μια ακραία περίπτωση» της Δάφνης Ντι Μωριέ από το βιβλίο «Έρχεται κακοκαιρία» (εκδόσεις Μελάνι). Τίποτα καλύτερο για ένα βαρετό, βροχερό απόγευμα Κυριακής, από το να διαβάζεις μια αληθινά δυνατή ιστορία στον καναπέ, κι έξω ο υγρός αέρας να χτυπάει απειλητικά πάνω στο παράθυρο τα κλαδιά των δέντρων. Η ατμόσφαιρα της Ντι Μωριέ είναι πάντα υποβλητική. Ο τρόμος καραδοκεί στις λέξεις, όπως η καταιγίδα μέσα στη σιωπή, όπως η ειρωνεία στο αμυδρό χαμόγελο ενός παρανοϊκού δολοφόνου.

«Το πρόβλημα με σένα Τζίνι, είναι ότι δεν θέλεις να μεγαλώσεις. Ζεις σε έναν κόσμο ονειρικό, ανύπαρκτο. Γι' αυτό διάλεξες το θέατρο. Μια μέρα θα συνέλθεις και θα είναι μεγάλο το σοκ».

Ηρωίδα του διηγήματος, είναι η Σίλα. Ένα δεκαεννιάχρονο κορίτσι που κάνει τα πρώτα του βήματα σαν ηθοποιός με το ψευδώνυμο Τζίνι Μπλέικ. Ένα απόγευμα, ενώ βρίσκεται στο πατρικό της σπίτι, ο άρρωστος πατέρας της πεθαίνει στα χέρια της, ψελλίζοντας το όνομά της και έχοντας μιαν έκφραση τρόμου και δυσπιστίας στο πρόσωπό του. Η Σίλα αναζητώντας απαντήσεις θα σκαλίσει το παρελθόν του πατέρα της, ο οποίος ήταν αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού, και θα οδηγηθεί στην Ιρλανδία ψάχνοντας έναν απόστρατο φίλο του, ο οποίος ζει εδώ και χρόνια σαν ερημίτης.

Σε μια βραδινή βόλτα της κι ενώ ψάχνει να βρει τα ίχνη του παράξενου αυτού άντρα, δύο τύποι την απαγάγουν και τη μεταφέρουν σε ένα απομονωμένο νησί στην καρδιά μιας λίμνης. Εκεί σιγά σιγά ανακαλύπτει ότι ο άντρας που αναζητά έχει στήσει μια οργάνωση τρομοκρατών υπεύθυνη για μια σειρά εκρήξεων στα σύνορα με τη Μεγάλη Βρετανία. Τι σχέση έχουν οι γονείς της με όλα αυτά; Και τελικά θα καταφέρει να φύγει ζωντανή από αυτό το παράξενο νησί που μοιάζει με πλοίο στη μέση του πουθενά; 

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος της κρίσης δεν είναι η έξοδος από το ευρώ ούτε η πιθανότητα να πάμε ένα γκρίζο χειμωνιάτικο πρωί στο ΑΤΜ και να το βρούμε άδειο. Υπάρχει ζωή και μετά το ευρώ. Το χειρότερο δεν είναι η φτώχεια, είναι η βία, η μετατροπή μας σιγά σιγά σε έναν ανεγκέφαλο όχλο. Ένα αγριεμένο πλήθος που με αντιδράσεις πρωτόζωου καταπίνει οτιδήποτε βρεθεί μπροστά του. Όπως εκείνα τα αγριεμένα παιδιά στο θεατρικό έργο «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι» του Τένεσι Ουίλιαμς (εκδόσεις Δωδώνη) που πέφτουν σαν πεινασμένα πουλιά πάνω σε έναν ποιητή και τον κατασπαράζουν.

Καθημερινά συναντάμε γνωστούς μας που δεν τους αναγνωρίζουμε πια. Μέχρι χθες κανονικοί άνθρωποι, σήμερα δήμιοι. Με την ευκολία που παλιότερα αντιδικούσαν για το ποδόσφαιρο ή την τηλεόραση, σήμερα μιλούν για κρεμάλες.

Η χαιρέκακη αντίδραση στα κοινωνικά δίκτυα για την αυτοκτονία του υφυπουργού που το όνομά του βρέθηκε στη λίστα με τους διεφθαρμένους πολιτικούς, ο χαβαλές και ο κανιβαλισμός πάνω στην αγχόνη, οι υστερίες έξω από θέατρα, το μεταξύ αστείου και σοβαρού «καλά της έκανε» που ακούστηκε μετά την επίθεση του Κασιδιάρη στην Κανέλλη, οι γιαγιάδες που δεν βρίσκουν θέση για να κάτσουν μέσα στο τρένο και το μέτρο και επικαλούνται τη Χρυσή Αυγή απειλώντας τους μετανάστες, η μηδενική ανοχή πια στη διαφορετική άποψη... Όλα στρώνουν το χαλί πάνω στο οποίο πατούν οι φασίστες. Ή εκείνοι που τους χρησιμοποιούν σαν πυροτεχνήματα για να μας αποσπούν την προσοχή.

Η ιστορία με το Χυτήριο δείχνει ένα και μόνο πράγμα: Τη μετάλλαξη μιας κοινωνίας που αντί να βρίσκει στη δημιουργικότητα το αντίδοτο της κρίσης, παραδίνεται ολοένα και πιο γρήγορα στη βία και μεταμορφώνεται σε ζούγκλα. Από τη στιγμή που η πολιτεία αδυνατεί να βάλει φρένο σ' αυτή την ηθική κατρακύλα, είτε γιατί πραγματικά έχει χάσει τον έλεγχο είτε γιατί τη βολεύει ο φόβος, οφείλουμε να το κάνουμε εμείς οι ίδιοι. Ο καθένας στο σπίτι του. Υπάρχει τρόπος να αντιδράσουμε χωρίς βία. Χωρίς να μιλάμε ελαφρά την καρδία για κρεμάλες. Χωρίς να απειλούμε ότι θα κατέβουμε να τα κάψουμε όλα. Χωρίς να μεταλλασσόμαστε σε επιθετικές αμοιβάδες σε βιβλίο του Στίβεν Κινγκ. Γιατί έτσι γινόμαστε αυτό που θέλουν: το υπόστρωμα για να αναπτυχθούν τα παράσιτα της κάθε φασιστικής μειονότητας που ξετρύπωσαν από τα σκοτάδια τους για να παριστάνουν τους εθνοσωτήρες. Κάθε φορά πριν εκτονώσουμε το θυμό μας ανεξέλεγκτα και χωρίς να σκεφτούμε τις προεκτάσεις που έχει αυτό που λέμε, επειδή οι καιροί είναι επικίνδυνοι, να θυμόμαστε ότι η βία πατάει πάνω στο άλλοθι της κοινής γνώμης. «Η κοινή γνώμη θριαμβεύει μόνο εκεί που κοιμάται η σκέψη» έλεγε ο Όσκαρ Ουάιλντ. Κάθε ένας από εμάς που μιλάει θεωρητικά για κρεμάλες, ταΐζει και δυναμώνει εκείνον που ήδη δένει τη θηλιά στο σκοινί.

Έχουμε χρέος να επαναφέρουμε την τάξη. Να διεκδικήσουμε την ομαλότητα. Το δικαίωμα να μπορούμε να μιλάμε σαν κανονικοί άνθρωποι, να πηγαίνουμε το Σάββατο βράδυ στο θέατρο χωρίς να φοβόμαστε, να αναπνέουμε αέρα που δεν είναι τοξικός. Ανάμεσα στην παθητικότητα του καναπέ και την οργή του όχλου υπάρχουν χιλιάδες δημιουργικοί τρόποι για να αντισταθούμε στην κατάντια που μας οδηγούν. Αντί να αφήνουμε την οργή μας να γίνεται όπλο στα χέρια των επιτήδειων, να διαβάσουμε ξανά ιστορία, να περιφρουρήσουμε τις διαδηλώσεις μας, να διεκδικήσουμε δικαιοσύνη, να οργανώσουμε ειρηνικές ακτιβιστικές δράσεις, να γίνουμε ένα έξυπνο πλήθος που πιέζει τους εισαγγελείς να επεμβαίνουν όταν η δημοκρατία πληγώνεται, όταν τα ανθρώπινα δικαιώματα καταπατώνται. Και κυρίως, να μην απαξιώνουμε τα πάντα, γιατί έτσι γυρνάμε στην άβυσσο.


Σάββατο μεσημέρι στο Τατόι. Διαβάζοντας μέσα στην απόλυτη σιωπή. 
Στη μέση του πουθενά.


Το βασιλικό κτήμα στο Τατόι έχει έκταση 47.427 στρεμμάτων (15.000 εκ των οποίων είναι κηρυγμένα εθνικός δρυμός). Το μαγικό αυτό μέρος βρίσκεται στους πρόποδες της Πάρνηθας και απέχει μόνο 18 χλμ από το κέντρο της Αθήνας. 
Κάθε Σαββατοκύριακο γεμίζει με παρέες που έρχονται εδώ για να κάνουν ποδήλατο, πεζοπορίες, πικ νικ κάτω από τα δέντρα, για να διαβάσουν στο γρασίδι, να παίξουν μπάλα, να απολαύσουν τη μέρα τους χαλαρά μέσα στη φύση...



Το Τατόι έχει τρεις εισόδους: Από το Κρυονέρι, τη Βαρυμπόμπη και την Πύλη της Λεύκας (η οποία είναι η πιο κοντινή στο θερινό ανάκτορο). Όποια κι αν επιλέξει κανείς θα περπατήσει αρκετά, εκτός κι αν έχει ποδήλατο.


Το παλιό βενζινάδικο του κτήματος. Κάπου εκεί κοντά, στις αποθήκες, είναι κλεισμένα όλα τα παλιά αυτοκίνητα και οι βασιλικές άμαξες.  





Το θερινό ανάκτορο, ένα ερείπιο πια, είναι παραδομένο στη φθορά του χρόνου. Τίποτα δεν μαρτυρά την αίγλη του παλιού κτιρίου που είχε σχεδιαστεί από τον αρχιτέκτονα Σάββα Μπούκη το 1880 με εντολή του βασιλιά Γεωργίου Α' και της Όλγας. Ο νεαρός αρχιτέκτονας ταξίδεψε στην Αγία Πετρούπολη προκειμένου να αντιγράψει μία από τις επαύλεις στο πάρκο του ανακτόρου του Πέτερχοφ όπου κατοικούσε ο τσάρος Αλέξανδρος Β' (θείος της βασίλισσας Όλγας).  



Το κτίριο πολλές φορές λεηλατήθηκε μέσα στον προηγούμενο αιώνα, λόγω ιστορικών συγκυρίων, και επισκευάστηκε ξανά. Η αδιαφορία της μεταπολίτευσης τού έδωσε το τελικό χτύπημα. Σήμερα είναι ένα περιφραγμένο με συρματόπλεγμα κτίσμα, που σαπίζει. Αν και πρόσφατα ακούστηκε ότι θα ξεπουληθεί όπως τόσα άλλα λόγω κρίσης, υπάρχει μία μελέτη για τη μετατροπή ολόκληρου του κτήματος σε μητροπολιτικό πάρκο.



Στο ξέφωτο μαζεύονται παρέες και απολαμβάνουν την ανεμελιά του μεσημεριού: 
κάποιοι φέρνουν κιθάρες και κρασί.



Εγώ, φυσικά, κάπου εκεί τριγύρω διαβάζω στη σκιά των δέντρων. 




Ο δρόμος της επιστροφής είναι υπέροχος: οδηγείς ανάμεσα στα δέντρα 
με τα παράθυρα ανοιχτά και τα τραγούδια που αγαπάς να παίζουν σιγά,
 για να μην χάνεις τους ήχους του δάσους.


Υ.Γ. Υπάρχει ένα πολύ κατατοπιστικό βιβλίο για το Τατόι. Το «Τατόι, περιήγηση στον χρόνο και τον χώρο» του Κώστα Μ. Σταματόπουλου (εκδόσεις Καπόν) είναι ένας πλούσιος οδηγός με χάρτες, παλιές φωτογραφίες, και φυσικά πολλές ιστορίες από τη ζωή των βασιλέων που έζησαν εδώ, καθώς και των διάσημων καλεσμένων τους. Ωστόσο, αν το διαβάσει κανείς θα πρέπει να γνωρίζει ότι πολιτικά, ειδικά τα γεγονότα της δεκαετίας του '60, περιγράφονται με το γάντι τουλάχιστον όσο αφορά τον τέως Βασιλιά Κωνσταντίνο και τη μητέρα του Φρειδερίκη. Μιλά για κακούς συμβούλους που οδήγησαν τον τέως σε αστοχίες, οι οποίες είχαν ως συνέπεια την πολιτική αποσταθεροποίηση της χώρας και την επιβολή της χούντας. Πουθενά βεβαίως δεν αναφέρονται οι ίντριγκες του παλατιού, η αντισυνταγματική δράση των εστεμμένων έξω από τα πλαίσια του θεσμικού ρόλου τους, η τυφλή υπακοή στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και φυσικά η φημολογούμενη ανάμειξη του τέως Βασιλιά στο δεύτερο πραξικόπημα που οργανωνόταν από τους στρατηγούς και δεν έγινε, 
αφού τους πρόλαβαν τα τανκς των συνταγματαρχών.