Ο Alex Johnson, διαχειριστής του Bookshelf blog και δημοσιογράφος στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας Independent, έχει μανία με τις πιο παράξενες βιβλιοθήκες που έχουν ποτέ σχεδιαστεί. Στο βιβλίο Bookshelf από τις εκδόσεις Thames & Hudson έχει συγκεντρώσει πάνω από 200 design ιδέες με πρωτότυπες συνθέσεις, έξυπνα ράφια, πολυθρόνες και τους πιο ιδιαίτερους τρόπους με τους οποίους μπορεί κανείς να τακτοποιήσει τα αγαπημένα του βιβλία.









Υ.Γ. Για να παραγγείλετε το βιβλίο Bookshelf του Alex Johnson από τις εκδόσεις Thames & Hudson κάντε κλικ εδώ.


Χθες ξύπνησα στις 4:00 το πρωί έχοντας την αίσθηση πως είναι Παρασκευή. Ξημέρωνε, ευτυχώς, Σάββατο. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ ξανά, αλλά βαριόμουν και να σηκωθώ από το κρεβάτι. Έτσι, από το να πάρω το ποδήλατο και να πάω μια βόλτα στη θάλασσα, όπως κάνω συχνά όταν έχω αϋπνίες, προτίμησα το χιονισμένο Ουισκόνσιν. Ξεκίνησα να ξεφυλλίζω το Blankets, ένα εικονογραφημένο μυθιστόρημα του Craig Thompson (εκδ. ΚΨΜ), και τελικά κατέληξα να μην μπορώ να το αφήσω από τα χέρια μου μέχρι το μεσημέρι.


Στις 12:00 μ.μ. είχα διαβάσει τις 400 από τις περίπου 600 σελίδες αυτού του σπουδαίου graphic novel. Το απόγευμα διάβασα και τις υπόλοιπες 200. Απλά, συναρπαστικό! Ένας καταιγισμός από ασπρόμαυρα σκίτσα, τα οποία -τώρα που τα φέρνω ξανά στο νου- ήταν λες και είχαν όλα τα χρώματα που παρεμβάλλονται μεταξύ λευκού και μαύρου σε μια ονειρική παλέτα γεμάτη με έντονες αποχρώσεις. Ήταν τόσο δυνατά τα συναισθήματα, τόσο καθαρή η απεικόνισή τους στα πρόσωπα των ηρώων, που πραγματικά νιώθω σαν να είδα μια υπέροχη ταινία στην τεράστια οθόνη ενός σινεμά.


Το Blankets είναι αυτοβιογραφικό. Η ιστορία που αφηγείται ο Κρεγκ Τόμσον είναι η ζόρικη ενηλικίωσή του σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον που τον έκανε να νιώθει παράταιρος. Ο αυστηρός πατέρας, η θρησκόληπτη μητέρα, ο μικρότερος αδερφός που δεν τον άφηνε ποτέ μόνο, οι συμμαθητές που τον κορόιδευαν γιατί είχε πάνω του το στίγμα ενός παιδιού που αδυνατούσε να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα... Ο Κρεγκ έβρισκε διέξοδο στη ζωγραφική. Στο χαρτί σχεδίαζε όσα δεν μπορούσε να ζήσει. Μέχρι που γνώρισε το μεγάλο έρωτα στο πρόσωπο της Ράινα.

«Συνειδητοποίησα ότι δεν ήθελα να βρίσκομαι πουθενά αλλού. Για πρώτη φορά ήμουν ικανοποιημένος με το πού βρισκόμουν» (σελ. 442)



Ο ενήλικος Τόμσον, αντίθετα με τον μικρό Κρεγκ που ζωγράφιζε για να ξεφύγει, χρησιμοποίησε τα σκίτσα του για να επιστρέψει πίσω σε όλα όσα τον χάραξαν βαθιά όπως η μύτη του μολυβιού του το τρυφερό χαρτί της ακουαρέλας. Με τις εικόνες του δεν προσπάθησε να ωραιοποιήσει το παρελθόν του, αλλά να δημιουργήσει ένα πορτρέτο που θα εξέφραζε τους φόβους, τον πανικό, την απόγνωση που νιώθει κάποιος όταν δεν χωράει πουθενά. «Ένα πορτρέτο», όπως σημειώνει στον πρόλογο ο επιμελητής της έκδοσης Γιάννης Κουκουλάς, «φιλοτεχνημένο από τον ίδιο, μια αναδρομική αυτοπροσωπογραφία διόλου εξωραϊσμένη, μια απόπειρα καταγραφής ενός τραυματικού παρελθόντος ως κλειδί για το ξεπέρασμα των τραυμάτων, μια επώδυνη αναμέτρηση με τις πληγές που δεν έκλεισαν ποτέ, με στόχο, όχι την επούλωσή τους, αλλά τη λύτρωση της αυτογνωσίας. Το παρελθόν δεν σβήνει ποτέ. Ύψιστη ναρκισσιστική υποκρισία, εκ προοιμίου αποτυχημένη, η ψευδής ελπίδα να ρετουσάρεις το Πριν, για να διορθώσεις το Μετά. Το πορτρέτο δεν γερνά, μόνο αυτό του Ντόριαν Γκρέυ, εμείς γερνάμε και μαζί μας η εικόνα που έχουμε για το πορτρέτο μας. Όσο πιο γρήγορα το ολοκληρώσουμε στον καμβά του παρόντος μας, όσο περισσότερες πινελιές ακριβείας τού προσθέσουμε, όσο πιο πολλά χρώματα διαθέτουμε στην παλέτα μας, τόσο καλύτερα».


Στο πορτρέτο του Τόμσον μπορεί ο καθένας να βρει τα δικά του σκοτάδια (γιατί τα υπόγεια δεν είναι ποτέ στρωμένα με βελούδο), αλλά και να θυμηθεί πόσο μαγική είναι τελικά η επώδυνη διαδικασία ενηλικίωσης. Το Blankets ήταν ζόρικο και γι΄αυτό συγκλονιστικό, όπως η αληθινή ζωή που δεν σηκώνει πόζες. Θα το ξαναδιάβαζα! Γι' αυτό το χιόνι μέσα στο οποίο βυθίζονταν αγκαλιασμένοι οι ήρωες, για το παχύ σκοτάδι της νύχτας πριν τη χιονοθύελλα, για τη ζεστασιά μιας τρυφερής αγκαλιάς που κάνει το φόβο να υποχωρεί. Θα το ξαναδιάβαζα, για εκείνη την πρώτη ματιά του εφηβικού έρωτα, για τη σιωπή λίγο πριν το πρώτο φιλί, την εκκωφαντική απουσία κάθε ήχου όταν τα χείλη σμίγουν, την ελεύθερη πτώση του σώματος στο κενό...


...Για την αίσθηση ότι χάνεσαι μέσα στο άπειρο του άλλου και για το χάδι που σε ξυπνά και σε επαναφέρει στην πραγματικότητα. Μέχρι το επόμενο φιλί.

Mην πάει ο νους σας κατευθείαν στο πονηρό. Κουμπωθείτε! Δεν έχω σκοπό να μιλήσουμε εδώ για βιβλία σαν το Fifty Shades of Grey (ούτε για τις περιβόητες δηλώσεις Τατσόπουλου και Κουμανταρέα), αλλά για έναν πολύ ωραίο και πρωτότυπο σελιδοδείκτη που έχει το σχήμα του φερμουάρ. Η ιδέα ανήκει στον σχεδιαστή Shahar Peleg από το Τελ Αβίβ. Ο σελιδοδείκτης Ζipmark κοστίζει €7 και διατίθεται σε τρία χρώματα (μπλε, κόκκινο & πράσινο).  

Y.Γ. Για να παραγγείλετε το σελιδοδείκτη κάντε κλικ εδώ: www.monkeybusiness.co.il


Οι βιβλιόφιλοι αναζητούμε το επόμενο βιβλίο που θα διαβάσουμε (ή τα βιβλία που θα διαβάσουμε στα επόμενα 40 χρόνια, για να είμαστε ακριβείς) με την προσήλωση, την απληστία και το πάθος που έχουν οι χρυσοθήρες και οι αλιείς μαργαριταριών.

Στο διαδίκτυο, στα περιοδικά ή τις εφημερίδες, στα βιβλιοπωλεία, στις βιβλιοθήκες φίλων, οπουδήποτε ψάχνουμε με υπομονή. Διαβάζουμε το οπισθόφυλλο, τις πρώτες γραμμές του βιβλίου, σκόρπιες φράσεις από διάφορα κεφάλαια: Για να δούμε αν μας πάει. Ανυπομονούμε να βρούμε έστω και μια φράση για να κουμπώσει με τις εμμονές ή τα ενδιαφέροντά μας. Σκανάρουμε πληροφορίες και ανασύρουμε στο μυαλό άλλα βιβλία που κολλάνε στο θέμα ή τα οποία με κάποιο τρόπο έχουν μια συγγένεια με αυτό που κρατάμε στο χέρι.

Στις βιβλιοθήκες μου, στο σπίτι ή στις βιβλιο-αποθήκες μου (εκεί όπου άλλοι κρύβουν τις κούτες με τα χριστουγεννιάτικα στολίδια εγώ φυλάω τους θησαυρούς μου), έχω μαζέψει βιβλία που θα μου έφταναν για μια ολόκληρη ζωή. Μπορεί και για τις δυο επόμενες. Και δεν υπολογίζω αυτά που έχω χαρίσει, δανείσει, ξεχάσει. Γιατί λοιπόν συνεχίζω να αγοράζω κι άλλα βιβλία, ενώ έχω ήδη ένα βιβλιοπωλείο αδιάβαστο στο σπίτι; Είναι κάποιου είδους απληστία ή μονομανία; Είμαστε οι βιβλιοφάγοι εθισμένοι, όπως άλλοι είναι στον τζόγο ή στο αλκοόλ; Θα προλάβουμε άραγε ποτέ να διαβάσουμε όσα θέλουμε; Θα χορτάσουμε αυτή την αβυσσαλέα πείνα μας;

Η σκέψη με βασανίζει συχνά. Έχω ένα ακόρεστο πλάσμα μέσα μου που θρέφεται με λέξεις, εικόνες, συναισθήματα, έναν βιβλιο-βουλιμικό τύπο που δεν ρουμπώνει ποτέ. Όσο διαβάζει τόσο πεινάει περισσότερο. Τον ηρεμώ αγοράζοντας βιβλία, πηγαίνοντας στις εκθέσεις, του λειαίνω τις γωνίες με ποίηση, του χαρίζω φράσεις και τσιτάτα που τον κάνουν να λάμπει. Όσο κι αν τον φροντίζω, όμως, διαφθείρεται: θέλει κι άλλο κι άλλο, χωρίς σταματημό.

Ψάχνοντας απάντηση, έχω αναζητήσει δυο τρεις έρευνες που ίσως θα μπορούσαν να δώσουν μια επιστημονική εξήγηση: Πέρα, λοιπόν, από την απίστευτη απόλαυση που προσφέρει η ανάγνωση, όταν διαβάζουμε μια ιστορία ή εντοπίζουμε ένα καινούριο μυθιστόρημα που μπορεί να μας ενδιαφέρει πολύ, ο εγκέφαλος απελευθερώνει ντοπαμίνη. Πρόκειται για μία απλή οργανική ουσία που δρα σαν νευροδιαβιβαστής.
«Το σύστημα της ντοπαμίνης ενεργοποιείται σε στιγμές απόλαυσης και καλής διάθεσης. Η βασική δομή της είναι η σεροτονίνη η οποία, ανάλογα σε τι επίπεδα βρίσκεται (χαμηλά ή υψηλά) επηρεάζει την ψυχική διάθεση. Σε μια από τις σχετικές έρευνες βρέθηκε ότι όταν εθελοντές άκουγαν π.χ. μουσική που τους άρεσε, τα επίπεδα ντοπαμίνης στον οργανισμό τους αυξάνονταν» (Wikipedia).

Σύμφωνα με τον Ίαν Ρόμπερτσον, καθηγητή Ψυχολογίας στο Trinity College του Δουβλίνου και συγγραφέα του βιβλίου «The Winner Effect: How Power Affects Your Brain» (εκδόσεις Bloomsbury), «καθετί καινούριο» -σε άλλους η εξουσία, ο καταναλωτισμός, στην περίπτωσή μας τα βιβλία- «προκαλεί εθισμό γιατί αυξάνει τα επίπεδα ντοπαμίνης στο σύστημα της ανταμοιβής του εγκεφάλου και συγκεκριμένα σε μια περιοχή που ονομάζεται επικλινής πυρήνας. Το σύστημα της ανταμοιβής, όπως αποδεικνύεται τα τελευταία χρόνια, είναι αυτό που μας κάνει ευάλωτους απέναντι στις περισσότερες εθιστικές συμπεριφορές. Σε αυτό επενεργούν επίσης τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, πυροδοτώντας έναν μηχανισμό ο οποίος προσφέρει άμεσα μεγάλη απόλαυση αλλά μακροπρόθεσμα οδηγεί στον εθισμό».

Η ντοπαμίνη απελευθερώνεται όταν κάνουμε κάτι καινούριο, όταν ανακαλύπτουμε νέα μονοπάτια και δρόμους που δεν ξέραμε πως υπάρχουν. Αυτό που κάνει δηλαδή ένα καλό βιβλίο, ένας πίνακας, μια ταινία ή μια έξυπνη σειρά. Μας ανοίγει το μυαλό, μας βάζει να ψάχνουμε πληροφορίες με μια απίστευτη δίψα. Βλέπεις, για παράδειγμα, το Lost, το Fringe ή το FlashForward και ξαφνικά «βουτάς» σε μυθιστορήματα κβαντικής φυσικής με παράλληλα σύμπαντα (Ο δαίμονας του Λαπλάς, Η θεωρία των χορδών, Σολάρις κ.α.). Κολλάς με το Mad Men και επιστρέφεις στη λογοτεχνία των '50s ή τρελαίνεσαι με το Downton Abbey και αναζητάς μυθιστορήματα εποχής με πύργους. Διαβάζεις τη βιογραφία ενός ζωγράφου και αρχίζεις να σκανάρεις παντού πληροφορίες που σχετίζονται με τα έργα, τα κινήματα, τα μέρη που τον αφορούν. Και κάθε φορά νιώθεις τη μαγεία πως ανακάλυψες κάτι καινούριο.

Αυτή την περίοδο διαβάζω με πάθος οτιδήποτε έχει σχέση με την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία τη δεκαετία του '30. Μετά την υπέροχη «Τριλογία του Βερολίνου» του Φίλιπ Κερ (εκδ. Κέδρος) ή το συγκλονιστικό «Στον κήπο με τα θηρία» του Έρικ Λάρσον (εκδ. Μεταίχμιο) αναζητώ οτιδήποτε διαδραματίζεται αυτήν και την επόμενη δεκαετία. Έτσι, εχτές, όταν μια φίλη σε ένα μικρό café του κέντρου μού μίλησε για το βιβλίο «Μόνος στο Βερολίνο» του Hans Fallada (εκδ. Πόλις) δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Πριν επιστρέψω στο σπίτι, έκανα μια στάση στο βιβλιοπωλείο. Όμως επειδή όταν φτάνεις εκεί δεν φεύγεις ποτέ μόνο με ένα βιβλίο, πήρα και μερικά ακόμα για να μην μικραίνει η στοίβα με τα αδιάβαστα πλάι στο κρεβάτι: Δεν-υπήρχε-περίπτωση-να-μην-πάρω (ξανά, ξανά και ξανά) τον «Υπέροχο Γκάτσμπυ» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση Άρη Μπερλή, το «Σημείο Ωμέγα» του Ντον Ντε Λίλλο (εκδ. Εστία), το παλιότερο Dolce Agonia της Nancy Huston (εκδ. Άγρα) το οποίο ήταν σε προσφορά (€2,95!) αλλά και το καινούριο μυθιστόρημα του Άρη Μαραγκόπουλου «Το χαστουκόδεντρο» (εκδ. Τόπος).

Y.Γ. Στο γυρισμό, είχα μια μεγάλη τσάντα γεμάτη βιβλία και έναν εγκέφαλο με ντοπαμίνη στο μάξιμουμ. Χαρούμενος περπατούσα με μια τεράστια ομπρέλα κάτω από τη βροχή, με το Spring 1 από το άλμπουμ «Vivaldi, The Four Seasons. Recomposed by Max Richter» (που κυκλοφόρησε πρόσφατα από την Deutsche Grammophon) να παίζει σε repeat στο iPod. Μια μαγική σύνθεση που μοιάζει, όπως πολύ όμορφα περιγράφει σε άρθρο του στην Καθημερινή ο Ηλίας Μαγκλίνης, «σαν να αναδύεται μέσα από μια ανήσυχη θάλασσα. (...) Κι έπειτα, έρχεται ένας μικρός σεισμός: ένας ελάσσων τόνος που δίνεται από ένα απαλό τσίμπημα άρπας, για να προστεθούν άλλα έγχορδα στη συνέχεια, γεφυρώνοντας τον κλασικό, μπαρόκ ήχο του Ιταλού συνθέτη με μια μελαγχολική σύγχρονη ατμόσφαιρα, ένα κλίμα αναπόλησης που φτάνει, μέσα από ένα ελεγχόμενο κρεσέντο, σε μια κατάσταση φορτισμένων μα κατασταλαγμένων αισθημάτων: ας πούμε, το αίσθημα ότι παρά τα σφάλματα, τις αστοχίες, τις αδικίες που έχεις υποστεί και τον πόνο που προκάλεσες σε αγαπημένα πρόσωπα ή στον εαυτό σου, κάθε διαδρομή είχε την ουσία της, την αναγκαιότητά της». 

Ο illustrator Raid71 από το Μάντσεστερ δημιούργησε μια σειρά από ψεύτικα εξώφυλλα βιβλίων του οίκου Penguin, τα οποία βασίζονται σε στίχους από τραγούδια του βρετανικού συγκροτήματος The Smiths. Βρίσκω την ιδέα εξαιρετική! 
  







Σ' αυτό το site www.raid71.com μπορείτε να δείτε κι άλλα έργα του (πόστερ για ταινίες, εξώφυλλα δίσκων και βιβλίων, εικονογραφήσεις για περιοδικά και εφημερίδες).

Υ.Γ.Έχω μεγάλη περιέργεια να δω πώς θα εικονογραφούσε το Last Night I Dreamt That Somebody Loved Me, το οποίο είναι το πιο αγαπημένο μου από τους Smiths.


Στις 19 και 22 Νοεμβρίου, η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση διοργανώνει μια σειρά εκδηλώσεων για τον Καναδό δεξιοτέχνη του πιάνου Γκλεν Γκουλντ, με αφορμή τα 80 χρόνια από τη γέννηση και τα 30 από το θάνατό του. Στο πλαίσιο του αφιερώματος θα προβληθεί ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή του εκκεντρικού πιανίστα, θα γίνει η παρουσίαση ενός νέου βιβλίου γι' αυτόν από τις εκδόσεις Νεφέλη (σε μετάφραση και επιμέλεια του Στέφανου Θεοδωρίδη) και θα δοθεί ένα ρεσιτάλ από τη νεαρή ελληνικής καταγωγής Καναδή πιανίστρια Μαρίκα Μπουρνάκη σε έργα Μπαχ, Μπετόβεν, Ραχμάνινοφ, Σοπέν, Σούμαν.


Με αφορμή αυτό το event, έχω φάει τον κόσμο από το πρωί να βρω στη βιβλιοθήκη μου το μυθιστόρημα «Ο Αποτυχημένος» του Τόμας Μπερνχαρντ (εκδόσεις Εξάντας), στο οποίο ένας από τους τρεις βασικούς ήρωες είναι ο δεξιοτέχνης του πιάνου Γκλεν Γκουλντ.

Είναι απίστευτα εκνευριστικό να πρέπει να αγοράσεις ξανά ένα βιβλίο που ξέρεις ότι το έχεις, αφού αφενός το έχεις διαβάσει (το 1998 ή 1999) και αφετέρου το θυμάσαι κατά καιρούς να περιφέρεται από ράφι σε ράφι, αλλά δεν το βρίσκεις πια. Έψαξα παντού: Σε όλες τις βιβλιοθήκες, στις αποθήκες, στα μικρά και στα μεγάλα ράφια, στις μπροστά σειρές και στις πίσω, στις στοίβες πλάι στο κρεβάτι, στα συρτάρια του κομοδίνου... Ανακάλυψα θησαυρούς, βιβλία που δεν θυμόμουν καν ότι έχω, αλλά πουθενά ο Γκουλντ.

Το χειρότερο είναι πως όταν πάω και αγοράσω ξανά το βιβλίο, θα βρω το παλιό, κρυμμένο κάπου ανάμεσα στον Κάφκα και τον Πίντσον. Γιατί δεν το έχω χαρίσει πουθενά. Και είμαι σίγουρος γι' αυτό. Δεν είναι η πρώτη φορά που καταλήγω με διπλά και τριπλά βιβλία, επειδή δεν αποφασίζω ποτέ να βάλω σε τάξη το χάος που επικρατεί στις βιβλιοθήκες μου.

Ο «Αποτυχημένος» του Μπέρνχαρντ πραγματεύεται το θέμα της αυτοκτονίας, αλλά και την πολύπλοκη ανταγωνιστική σχέση που μπορεί να αναπτυχθεί μεταξύ ταλαντούχων ανθρώπων της ίδιας γενιάς, οι οποίοι μεγαλώνουν μαζί, διδάσκονται τα ίδια πράγματα, αλλά τελικά δεν καταλήγουν στο ίδιο επίπεδο. Κεντρικός ήρωας του βιβλίου δεν είναι ο Γκλεν Γκουλντ (ο Καναδός σολίστας του πιάνου που έγινε διάσημος σε όλο τον κόσμο από τις ηχογραφήσεις του για το ασύλληπτο ταλέντο του και ιδιαίτερα για την ερμηνεία του στις Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ του Μπαχ), αλλά ο Βέρτχαϊμερ: Ένας πιανίστας φίλος του που συνθλίβεται από το μεγαλείο του Γκουλντ.

Σ' αυτό το βιβλίο ο αυστριακός συγγραφέας με το ιδιαίτερο στυλ γραφής που θυμίζει παραληρηματικό μονόλογο, μιλά για την αόρατη κλωστή που δένει τη ζωή τριών μουσικών, ένας εκ' των οποίων ο Γκουλντ. Τη δεκαετία του '50 και οι τρεις νεαροί άντρες συμμετέχουν στα μαθήματα του διάσημου Ρώσου πιανίστα Βλαντιμίρ Χόροβιτς. Το σπάνιο ταλέντο του Γκλεν Γκουλντ που ξεπερνά ακόμα και εκείνο του καθηγητή του συνθλίβει ψυχολογικά τους άλλους δύο άντρες, οι οποίοι αν και εξαιρετικοί πιανίστες εγκαταλείπουν τη μουσική αδυνατώντας να αναμετρηθούν με τον δεξιοτέχνη. Όταν ο εκκεντρικός Γκουλντ φεύγει από την Ευρώπη και επιστρέφει στην πατρίδα του τον Καναδά αλλά και τη Νέα Υόρκη όπου γίνεται διάσημος, οι δύο άντρες διαλύονται και, στοιχειωμένοι από το φίλο τους, οδηγούνται σιγά σιγά σε μια εσωτερική ζωή, αποκομμένοι από όλους.

Αφηγητής του βιβλίου είναι ο ένας εκ των τριών, ο μοναδικός που έχει επιζήσει. Ο Γκλεν Γκουλντ ένα χρόνο πριν έχει -σύμφωνα με το μυθιστόρημα- πάθει αποπληξία πάνω στο πιάνο παίζοντας τις Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ. (Στην πραγματικότητα ο θρυλικός πιανίστας πέθανε στο Τορόντο από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 23 Σεπτεμβρίου του 1982, ενώ λίγο πριν είχε ηχογραφήσει ως μαέστρος με μια ορχήστρα δωματίου το Ειδύλλιο του Ζίγκφριντ του Βάγκνερ). Λίγους μήνες μετά το θάνατό του Γκουλντ ο φίλος του Βέρτχαϊμερ αυτοκτόνησε έξω από το σπίτι της αδερφής του η οποία τον είχε εγκατέλειψε για να πάει να ζήσει με έναν πλούσιο Ελβετό. Στο πικάπ του σπιτιού του βρέθηκε ο δίσκος με την ηχογράφηση από τις Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ του Γκλεν Γκουλντ. Ο αφηγητής επιστρέφει εκεί όπου οι τρεις άντρες γνωρίστηκαν και ακολουθεί το αόρατο νήμα που τους έδενε και το οποίο τελικά έγινε θηλιά στο λαιμό τους.


Υ.Γ. Από το βιβλίο θυμάμαι χαρακτηριστικά μια φράση που με είχε συγκλονίσει. Μια φράση για την απίστευτη βία που μπορούν να ασκήσουν οι λέξεις: «Λέμε μια λέξη και εκμηδενίζουμε έναν άνθρωπο».  


Μια γυναίκα το σκάει από το οπισθόφυλλο της Τζέιν Έιρ, ένα ζευγάρι αναζητά την έξοδο κινδύνου στις σελίδες ενός μυθιστορήματος, ένα pin up κοιμάται πάνω σε μια στοίβα με αδιάβαστα βιβλία, στρατιώτες προσπαθούν να σκαρφαλώσουν σε ένα χάρτινο πύργο για να τον κατακτήσουν, ένα κοριτσάκι κάνει σκοινάκι στη σελίδα 125, μια παρέα αγοριών βάζει σημάδια σε έναν γιγαντιαίο χάρτη του γαλαξία, μια αθλήτρια κάνει πατινάζ στο 3ο κεφάλαιο ενός παλιού επιστημονικού συγγράμματος, δυο καουμπόηδες έχουν βγάλει τα όπλα στο εξώφυλλο ενός γουέστερν... Στο δημιουργικό σύμπαν του καλλιτέχνη Thomas Allen όλα είναι εφικτά. Οι ήρωες ζωντανεύουν και ζουν τις δικές τους περιπέτειες έξω απ' τα βιβλία, πέρα από τη φαντασία του συγγραφέα που τους δημιούργησε. Αυτά τα πρωτότυπα γλυπτά είναι εμπνευσμένα από το View-Master, το αγαπημένο παιδικό παιχνίδι με τις εικόνες. Ο Allen κόβει προσεκτικά τις φιγούρες από τα εξώφυλλα παλιών βιβλίων, τις απελευθερώνει και δημιουργεί ιστορίες πάνω στο χαρτί. Τα έργα του έχουν εκτεθεί στις Foley Gallery στη Νέα Υόρκη, G. Gibson Gallery στο Σιάτλ και 1000 Eventi Gallery στο Μιλάνο.





















Y.Γ. Περισσότερα έργα και πληροφορίες για τον Thomas Allen μπορείτε να βρείτε στο blog του thomasallenonline.com