Η θεατρική συγγραφέας Έλενα Πέγκα στο νέο της βιβλίο «Σφιχτές ζώνες και άλλα δέρματα» (εκδόσεις Άγρα) μας ταξιδεύει μέσα από τις λέξεις. Με μικρές ιστορίες, σύντομες, σαν αναμνήσεις που έρχονται ξαφνικά, ξεσηκώνει ένα κύμα συναισθημάτων.

«Βρέχει. Εδώ κι εκεί. Εκεί που εσύ τραγουδάς. Βρέχει πολύ δυνατά. Κάθομαι μέσα στο νυχτερινό μου σπίτι, μέσα σε μια βαθιά περιστρεφόμενη πολυθρόνα. Περιστρέφομαι με την πολυθρόνα και ακούω τη βροχή. Εσύ τραγουδάς. Η βροχή ακούγεται. Εκείνη ακούω. Τη βροχή. Έρχεται ακόμη ένας άνθρωπος. Φέρνει ένα καινούριο ροζ καπέλο για το φωτιστικό. Σβήνει το φως, ξεβιδώνει τη λάμπα, βγάζει το μαύρο, βάζει το ροζ καπέλο στο φωτιστικό, ξανανάβει το φως. Καθόμαστε μέσα στο ροζ φως και μιλάμε για καπέλα. Καπέλα για φωτιστικά. Ανοίγω τις μπαλκονόπορτες. Εσύ τραγουδάς. Αλλά η βροχή ακούγεται πιο δυνατή. Μπαίνει μέσα στο σπίτι. Χτυπά πάνω στα καπέλα των φωτιστικών. Ρίχνει κάτω τα φωτιστικά. Έρχεται σε σύγκρουση με την πραγματικότητα. Οι κερασιές στον κήπο του γείτονα έχουν χρόνια να δώσουν καρπούς. Μπαίνουν τέσσερις άντρες με βέργες. Μπαίνουν στον κήπο του γείτονα τώρα, μαζί με τη βροχή. Ήρθαν να πειθαρχήσουν τα δέντρα με σκοπό να τα κόψουν αν δεν ανθίσουν. Βλέπω τους άντρες να χτυπούν τα δέντρα. Βλέπω τη βροχή να χτυπά τους άντρες».

Οι περισσότερες από τις 36 μικρές ιστορίες του βιβλίου αρχίζουν και τελειώνουν σε μία μόνο σελίδα. Κι όμως μέσα σε 200 ή 300 λέξεις η συγγραφέας έχει πει τόσα πολλά, κι έχει υπαινιχθεί άλλα τόσα, λες και η κάθε λέξη που γράφει σέρνει πίσω της ένα καραβάνι άλλων λέξεων που σε ταξιδεύουν μέσα στην ερημιά αυτού του κόσμου. Ο ερωτισμός, η μοναξιά, η δύναμη και αδυναμία, το φως μέσα μας και το σκοτάδι, πρωταγωνιστούν περισσότερο κι από τους ίδιους τους ήρωες.
Διαβάζοντας αυτό το μικρό βιβλιαράκι είναι σαν να βλέπεις κλεφτά ένα άλμπουμ από ταξίδια, σαν να διαβάζεις λαθραία τα e-mail του διπλανού σου στο τρένο, σαν να κοιτάς τους περαστικούς και να φαντάζεσαι γραπωμένος από μικρές λεπτομέρειες μια άλλη ζωή, όχι τη δική σου, ούτε τη δική τους, μια άλλη ζωή που δεν υπάρχει εδώ.

«Εγώ θέλω να πάω στην Ταγγέρη, στην Αφρική, εκεί που κάποτε πήγαιναν όλοι οι συγγραφείς που έπαιρναν ηρωίνη. Φορούσαν λινά ρούχα και καπέλα, μένανε σε γαλλικά αποικιακά ξενοδοχεία του 18ου αιώνα και πήγαιναν βόλτες στα παζάρια. Τις νύχτες κοιμούνταν σε κρεβάτια με κουνουπιέρες». (...) «Τα σώματα σε μια ξένη χώρα δεν με δεσμεύουν, με ξεκουράζουν. Δεν θέλω να ξέρω τη ζωή των άλλων. Θέλω τα ξένα σώματα να με αφήνουν να φαντάζομαι ανενόχλητος τη δική μου ουτοπία. Πως ζω σε ένα μεγάλο σπίτι που έχει δωμάτια γεμάτα κουκούλια. Πως φτιάχνω μετάξι. Βαριόμαστε γιατί δεν είμαστε ποιητές. Προσπερνούμε την κάθε στιγμή σαν να είναι συνηθισμένη, ενώ δεν είναι. Αν σταθείς σε αυτή, και την κοιτάξεις βαθιά, η στιγμή μεγαλώνει, ανοίγει, σου δείχνει τα μυστικά της. Θέλω να φτιάξω ένα μεγάλο παιχνίδι που θα μας πάει παντού».