Η Τρέλα του Πινοτσέτ του Λουίς Σεπούλβεδα (εκδόσεις Opera) είναι ένα μικρό βιβλίο που αν και μιλάει για το παρελθόν είναι τόσο επίκαιρο, γιατί αποκαλύπτει πώς στήνεται ο μηχανισμός παραχάραξης της αλήθειας και ένα κράτος συμμαχεί με την αδικία στο όνομα των αγορών. Μέσα από είκοσι δύο άρθρα ο Χιλιανός συγγραφέας καταγράφει τη μάχη που δόθηκε ώστε να μην τιμωρηθεί ο αιμοσταγής δικτάτορας Αουγκούστο Πινοτσέτ για τα εγκλήματα που διέπραξε στη Χιλή από το 1973 έως το 1990.

Αυτός ο μηχανισμός, λοιπόν, είχε στηθεί άψογα: Οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες έστρωσαν το χαλί στον Πινοτσέτ ώστε να οδηγήσει τη Χιλή στα νύχια του Μίλτον Φρίντμαν και των οικονομικών δολοφόνων της Σχολής του Σικάγο. Οι Αμερικανοί χρηματοδοτούσαν ΜΜΕ και πολιτικούς αντιπάλους του Αλιέντε συνεισφέροντας σε μία εκστρατεία εσωτερικής αποσταθεροποίησης. Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1973 έγινε το τελικό χτύπημα: Τα τανκς και τα μαχητικά αεροσκάφη περικύκλωσαν από ξηράς και αέρος το προεδρικό μέγαρο. Σε μια επίδειξη απίστευτης βίας ο Πινοτσέτ βομβάρδισε το κτίριο (και συμβολικά την ίδια τη δημοκρατία) και οδήγησε τον Σαλβαδόρ Αλιέντε στην αυτοκτονία. Με άγριους βασανισμούς ο δικτάτορας άνοιξε το δρόμο στους νεοφιλελεύθερους για να στήσουν το οικονομικό τους πείραμα στην πλάτη του χιλιανού λαού. «Τον Οκτώβριο του 1973, τουλάχιστον 72 άνθρωποι δολοφονήθηκαν από το λεγόμενο Καραβάνι του Θανάτου. Τους πρώτους έξι μήνες της κυβέρνησης Πινοτσέτ εκτελέστηκαν τουλάχιστον χίλια άτομα, και ακόμα τουλάχιστον δύο χιλιάδες τα επόμενα δεκαέξι χρόνια, σύμφωνα με την έκθεση Ρέτιγκ. Περίπου 30.000 υποχρεώθηκαν να φύγουν από τη χώρα, ενώ δεκάδες χιλιάδες συνελήφθησαν και βασανίστηκαν, σύμφωνα με τις έρευνες τις επιτροπής Βάλεχ το 2004. Ένα νέο σύνταγμα εγκρίθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου του 1980 από μία αντικανονική και μη δημοκρατική διαδικασία, που χαρακτηρίστηκε από απουσία εκλογικών καταλόγων, και ο στρατηγός Πινοτσέτ έγινε πρόεδρος του κράτους για μία οκταετή θητεία» (πηγή: Wikipedia).

Το 1973 ο βραβευμένος με νόμπελ Αμερικανός οικονομολόγος Μίλτον Φρίντμαν ως σύμβουλος του δικτάτορα Αουγκούστο Πινοτσέτ προβάρισε στην πράξη το σχέδιό του, εφαρμόζοντας τις «θεραπείες σοκ» που δίδασκε στους μαθητές του στο πανεπιστήμιο του Σικάγου. Οι πολίτες της Χιλής σαστισμένοι από το πραξικόπημα και από τον υπερπληθωρισμό που είχε πλήξει την οικονομία τους, δέχθηκαν ένα κύμα αλλαγών και μεταρρυθμίσεων που σάρωσε τα πάντα γύρω τους. «Ο Φρίντμαν συμβούλεψε τον Πινοτσέτ να προχωρήσει σε έναν καταιγιστικό μετασχηματισμό της οικονομίας: μείωση φόρων, ελεύθερο εμπόριο, ιδιωτικοποίηση των κοινωφελών υπηρεσιών, περιστολή των κοινωνικών δαπανών και απορρύθμιση. Τελικά, οι Χιλιανοί είδαν ακόμα και τα δημόσια σχολεία τους να αντικαθίστανται από χρηματοδοτούμενα με κουπόνια ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ήταν η πιο ακραία καπιταλιστική μεταμόρφωση που επιχειρήθηκε ποτέ και έγινε γνωστή ως η "επανάσταση της σχολής του Σικάγου", καθώς πολλοί από τους οικονομολόγους του Πινοτσέτ είχαν υπάρξει φοιτητές του Φρίντμαν στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Ο Φρίντμαν πρόβλεψε ότι η ταχύτητα, το εύρος και η αιφνιδιαστική επιβολή των οικονομικών αλλαγών θα προκαλούσαν στον πληθυσμό ψυχολογικές αντιδράσεις οι οποίες ''θα διευκόλυναν την προσαρμογή''. Επινόησε δε την ακόλουθη φράση για αυτή την οδυνηρή τακτική: οικονομική ''θεραπεία-σοκ''. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, όποτε οι κυβερνήσεις επέβαλλαν σαρωτικά προγράμματα προώθησης της ελεύθερης αγοράς, η θεραπεία-σοκ (ή αγωγή-σοκ) ήταν η μέθοδος που επέλεγαν» (πηγή: Το Δόγμα του Σοκ, Ναόμι Κλάιν).

Όταν ο Πινοτσέτ συνελήφθη το 2000 σε κλινική του Λονδίνου (μετά από διεθνές ένταλμα που είχε εκδώσει η Ισπανία εις βάρος του με κατηγορίες για μαζικές δολοφονίες και βασανιστήρια των πολιτικών του αντιπάλων) -ενώ λίγες ημέρες πριν είχε πάρει το τσάι του με τη νεοφιλελεύθερη Μάργκαρετ Θάτσερ- ξέσπασε μία νέα θύελλα που δίχασε τη Χιλή: Υπήρχαν εκείνοι που ήθελαν να μην σκαλίσει κανείς το παρελθόν ώστε να μην διασαλευθεί η οικονομία και εκείνοι που με τις πληγές τους ακόμα ανοιχτές αποζητούσαν ηθική δικαίωση. Πολλοί μίλησαν τότε δημόσια για τη δημιουργία ενός κοινωνικού ρήγματος στη Χιλιανή κοινωνία. Προτιμούσαν να θαφτεί η αλήθεια. Ο Λουίς Σεπούλβεδα δεν ήταν ένας από αυτούς: «Μα θα μπορούσε να μην υπάρχει ρήγμα σε μία κοινωνία που δεν γνωρίζει πού βρίσκονται περίπου 3000 μέλη της, που είδε να της στερούν τα θεμελιώδη της δικαιώματα επί 16 χρόνια, που βίωσε τον τρόμο, τα βασανιστήρια, την αδικία, τη δολοφονία των αντιφρονούντων εντός και εκτός συνόρων, την εξορία εκατοντάδων χιλιάδων, σαν μια καταστροφή στην οποία δεν υπήρχε δύναμη ικανή να της αντισταθεί, κι ίσως ήταν μάταιο να της αντισταθεί, αφού κάτι τέτοιες καταστροφές είναι εξοπλισμένες με διαρκή ατιμωρησία; Πώς είναι δυνατόν ο κύριος Γκονθάλεθ (σημ. και πολλοί άλλοι) να μην είδε το ρήγμα μιας κοινωνίας που επί 13 χρόνια έζησε με την καθημερινή συσκότιση, τη σχεδόν μόνιμη απαγόρευση συγκέντρωσης άνω των τριών ατόμων που μπορούσε να εκληφθεί για ανατρεπτική πράξη, το φόβο ως μόνιμο ρυθμιστή οποιασδήποτε κοινωνικής εκδήλωσης, τη σιωπή ως την καλύτερη μορφή επιβίωσης, το χαφιεδισμό σαν πατριωτική αρετή, την ασύστολη απάθεια του “Κάτι θα είναι” ή “Κάτι θα έχει κάνει” που σκέπαζε σαν μανδύας τα πτώματα στους δρόμους του Σαντιάγο; Είναι εκπληκτικό που ο κύριος Γκονθάλεθ, ένας σοσιαλιστής (κι εγώ είμαι σοσιαλιστής, αλλά σοσιαλιστής όπως ο Αλιέντε), δεν αντιλαμβάνεται πως η καταστολή όλων των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων, η κατάργηση της εθνικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, η εμπορευματοποίηση των ηθικών ευθυνών του Κράτους προκαλούν (όχι μόνο στη Χιλιανή κοινωνία, αλλά σε κάθε κοινωνία) ρήγματα που, όταν δεν γεφυρώνονται με τον καιρό, μπορεί να έχουν απρόβλεπτες συνέπειες».

Με μια σειρά από άρθρα λοιπόν, τα περισσότερα από τα οποία συμπεριλαμβάνονται σε αυτό το βιβλίο, ο Λουίς Σεπούλβεδα έδωσε τη μάχη του για να λάμψει η αλήθεια με το όπλο που διαθέτει ένας συγγραφέας: την πένα του. Τα κείμενα αυτά τότε έκανα το γύρο του κόσμου, δημοσιεύθηκαν σε εφημερίδες, περιοδικά και στο διαδίκτυο, με ένα μόνο στόχο: την ηθική αποκατάσταση των θυμάτων του Πινοτσέτ.

Όμως νίκησαν οι αγορές. Ο Πινοτσέτ αθωώθηκε στις αρχές του 2005 από το ανώτατο δικαστήριο της Χιλής. Γιατί η κοινωνική δικαιοσύνη, η ηθική, η ιστορική μνήμη, δεν είναι φαίνεται εδάφη στα οποία καρποφορούν οι αγορές. Στο όνομα της οικονομικής σταθερότητας παραχαράσσονται τα βιβλία της ιστορίας, στοχοποιούνται ως ταραχοποιά στοιχεία όσοι τολμούν να θυμούνται, βιάζεται η αλήθεια και δίνεται άσυλο στους εγκληματίες. Οι αγορές ανθίζουν με το κουκούλωμα.

Η ιστορία αν και παλιά, είναι τόσο επίκαιρη. Αφού καθώς όλα δείχνουν το πείραμα του Φρίντμαν μεταφέρθηκε από τη Λατινική Αμερική στον Ευρωπαϊκό Νότο. Στη Χιλή χρειάστηκαν ένα δικτάτορα, εδώ όμως τα κατάφεραν με τους δημοκράτες. Το κράτος απαξιώθηκε εν καιρώ ειρήνης. Τι να τα κάνεις τα τανκς άραγε όταν έχεις στα χέρια σου πανίσχυρα οικονομικά όπλα; Όταν έχεις πείσει έναν ολόκληρο λαό ότι του αξίζει να τιμωρηθεί γιατί είναι διεφθαρμένος; Όταν με όπλο τη στάση πληρωμών εκβιάζεις μια ολόκληρη κοινωνία που ούτως ή άλλως έχει αρχίσει πλέον και στερείται τα φάρμακα;  

Υ.Γ. Η φράση του Λουίς Σεπούλβεδα στον τίτλο είναι από συνέντευξη του συγγραφέα στην εφημερίδα Το Βήμα. Για να τη διαβάσετε κάντε κλικ εδώ.