Mια καταιγίδα μέσα στον καύσωνα. Η αίσθηση της απειλής λίγο πριν ξεσπάσει το μπουρίνι: Με τα σύννεφα να μαυρίζουν στον ορίζοντα και ένας ξαφνικός αέρας που σπρώχνει τη σκοτεινή θάλασσα στα βράχια. Οι πρώτοι κεραυνοί και μετά η βροχή. Μια δυνατή βροχή που σαρώνει τα πάντα.


Σε ένα τέτοιο σκηνικό, στις φετινές διακοπές, διάβασα τη Ρεβέκκα της Δάφνης Ντι Μωριέ (εκδόσεις Καστανιώτη). Ένα απολαυστικό μυθιστόρημα γεμάτο με εικόνες σαν αυτή. Με το επιβλητικό Μάντερλεϊ, έναν πύργο χτισμένο πλάι σε έναν γκρεμό με θέα στη θάλασσα, κάπου στην αγγλική εξοχή, να πρωταγωνιστεί. Η συγγραφέας χτίζει λέξη-λέξη ένα ζοφερό κόσμο με ξεχασμένα μισάνοιχτα παράθυρα που φέρνουν το νερό της βροχής σε μπροκάρ καναπέδες, πατώματα που τρίζουν, μισάνοιχτες πόρτες σε σκοτεινά δωμάτια γεμάτα μυστικά, με μια απίστευτη ομίχλη που βγαίνει από τη θάλασσα και τυλίγει το σπίτι και με παράξενους υπηρέτες που ψιθυρίζουν σαν σκιές στους διαδρόμους και μετά χάνονται.

Η ηρωίδα (δεν αναφέρεται ποτέ το όνομά της), ένα νεαρό κορίτσι που πληρώνεται για να κάνει συντροφιά σε μια δύστροπη κοσμική κουτσομπόλα, γνωρίζει σε ένα ξενοδοχείο στη Γαλλική Ριβιέρα τον Μάξιμ Ντε Γουίντερ. Έναν bon viveur που έχει χάσει πρόσφατα τη γυναίκα του (πνίγηκε με το μικρό της σκάφος στη φουρτουνιασμένη θάλασσα του Μάντερλεϊ) και ταξιδεύει μόνος για να ξεχάσει. Τις ημέρες της διαμονής τους ερωτεύονται κι εκείνος  την ώρα του αποχωρισμού τής ζητά να τον παντρευτεί και να τον ακολουθήσει στο αριστοκρατικό του σπίτι.

Όταν το ζευγάρι φτάνει στον πύργο μια μανιασμένη βροχή χτυπά το ανοιχτό τους σπορ αμάξι. Εκείνη με βρεγμένα μαλλιά και λασπωμένα παπούτσια, ταλαιπωρημένη από το ταξίδι, περνά το κατώφλι και σε ένα τεράστιο σαλόνι με κρυστάλλινους πολυελαίους και μια επιβλητική σκάλα, γνωρίζει το προσωπικό του σπιτιού και τη μοχθηρή οικονόμο του, την κυρία Ντάμβερς.

Οι πρώτες μέρες κυλούν αδέξια. Η νεαρή κυρία τα κάνει όλα λάθος. Κάθε ώρα που περνάει αδυνατεί να σταθεί στο ύψος της ως νέα οικοδέσποινα του θρυλικού πύργου. Η μαυροντυμένη κυρία Ντάμβερς την παρακολουθεί αυστηρά και της υπενθυμίζει διαρκώς με τη στάση της ότι δεν θα μπορέσει ποτέ να αντικαταστήσει τη Ρεβέκκα, την προηγούμενη σύζυγο του Μάξιμ.

Η Ρεβέκκα είναι παντού. Σαν φάντασμα. Η απουσία της κάνει τόσο εκκωφαντικό θόρυβο μέσα στο σπίτι που το νεαρό κορίτσι ασφυκτιά. Οι υπηρέτες γελούν κρυφά με την αδεξιότητά της, ο Μάξιμ χαμένος στις σκέψεις του δείχνει να μην έχει ξεπεράσει την προηγούμενη σύζυγό του και η απειλητική κυρία Ντάβερς, η οποία αδυνατεί να την αποδεχτεί, κάνει τα πάντα για να την εξουθενώσει ψυχολογικά. Η ηρωίδα, ανυπεράσπιστη, περιφέρεται σαν ξένη μέσα στο τεράστιο σπίτι. Πιασμένη σε μια ποντικοπαγίδα. Κάθε πόρτα που ανοίγει, κάθε συρτάρι, την οδηγεί όλο και πιο βαθιά στην απόγνωση.

Το βιβλίο κυλάει μέχρι τη μέση με αυτή την αίσθηση της απειλής, χωρίς ιδιαίτερη πλοκή, δημιουργώντας όμως στον αναγνώστη μια απίστευτη αγωνία. Η Ρεβέκκα της Μωριέ είναι τρομακτική, όχι με τον τρόπο ενός θρίλερ, αλλά με την επιβλητικότητα μιας ταινίας του Χίτσκοκ. (Άλλωστε το μυθιστόρημα έχει μεταφερθεί από τον ίδιο στη μεγάλη οθόνη το 1940, δύο μόλις χρόνια μετά την έκδοσή του). Οι περιγραφές του σπιτιού και των δωματίων, της φύσης γύρω από αυτό, είναι μοναδικές. Όπως και η καθημερινή ιεροτελεστία: το πρωινό κάτω από τα δέντρα του κήπου, το απογευματινό τσάι στη βιβλιοθήκη με το αναμμένο τζάκι, οι βόλτες στη θάλασσα πλάι στο ερειπωμένο σπιτάκι που χρησιμοποιούσε η Ρεβέκκα για να απομονώνεται τα καλοκαίρια και τώρα μοιάζει στοιχειωμένο.

Από τη μέση του βιβλίου και μετά, στη δεξίωση που παραθέτει ο Μάξιμ για να συστήσει τη νεαρή του σύζυγο στο αριστοκρατικό του περιβάλλον, η πλοκή γίνεται καταιγιστική. Τα γεγονότα και οι αποκαλύψεις κάνουν την αγωνία να μεγαλώνει. Μέχρι την τελική ανατροπή.

Η ταινία του Χίτσκοκ είναι έξοχη! Μεταφέρει με απόλυτη ακρίβεια και επιτυχία τόσο τη ζοφερή ατμόσφαιρα όσο και τους χώρους που περιγράφονται στο βιβλίο. Πολλές από τις σκηνές σου μένουν στο μυαλό για καιρό. Ειδικά το βλέμμα της τρομακτικής κυρίας Ντάμβερς.

Kάντε κλικ εδώ για να δείτε την ταινία: