Μια φίλη τελευταία έχει πάθει χοντρή ζημιά. Μιλάει σαν ερωτευμένη. Τριγυρίζει διαρκώς γύρω από την εμμονή της σαν σκύλος που έχει χάσει τη μυρωδιά του. Αρνείται φυσικά να το παραδεχτεί, αλλά την έχει πατήσει. Στις δέκα κουβέντες, οι εφτά αφορούν εκείνον. Ή εκείνον όπως τον έχει φανταστεί. Τον βλέπει παντού: στο φλιτζάνι του καφέ της, πίσω από τις λέξεις στους υπότιτλους μιας ταινίας, σε όλα τα τραγούδια (ακόμα και στα πιο σαχλά), σε κάθε περαστικό. Διαβάζει υπονοούμενα ακόμα και στη νυσταγμένη καλημέρα που της λέει κάθε πρωί στο γραφείο, όπου δουλεύουν μαζί.

Τη χαζεύω και θαυμάζω τη δύναμη του έρωτα: Σαν μια τεράστια γόμα που σβήνει ό,τι έχει διαβάσει, όλα τα παιδεμένα συμπεράσματα, τις αναλύσεις, τη σιγουριά της ότι ο έρωτας δεν έχει σχέση ποτέ με το άλλο πρόσωπο, αλλά με τον αντικατοπτρισμό του στο φαντασιακό μας. Πού πήγαν οι Μπαρτ, Μπρικνέρ, Γκαίτε, Φιτζέραλντ, Πεσσόα, Γιάλομ και Κασάρες, στους οποίους ανέτρεχε κάθε φορά που ήθελε να υπογραμμίσει το trompe o'leil του έρωτα; Πώς ξέχασε τα πάντα με μια ματιά; Πού πήγε ο κυνισμός τύπου Κούντερα: «Το συναίσθημα, εξ' ορισμού, ξεπηδάει μέσα μας εν αγνοία μας και συχνά με το σώμα μας να ανθίσταται. Από τη στιγμή που θέλουμε να το δοκιμάσουμε (από τη στιγμή που αποφασίζουμε να το δοκιμάσουμε, όπως ο Δον Κιχώτης αποφάσισε να αγαπήσει τη Δουλτσινέα), το συναίσθημα δεν είναι πια συναίσθημα, αλλά μίμηση του συναισθήματος, η επίδειξή του. Αυτό που κοινώς ονομάζεται υστερία» (Αθανασία, εκδ. Εστία).

Υπάρχει ένα υπέροχο βιβλίο, από τα πιο αγαπημένα μου, το οποίο περιγράφει ακριβώς αυτόν το μηχανισμό που στήνεται μέσα στο κεφάλι του ερωτευμένου: «Η εφεύρεση του Μορέλ» του Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες από τις εκδόσεις Πατάκη (σε μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη). Συγκλονιστικό βιβλίο. Αν ο Ρολάν Μπαρτ, στα «Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου» (εκδ. Κέδρος - Ράππα) έχει καταγράψει τον τρόπο με τον οποίο μιλάει ένας ερωτευμένος, o Κασάρες έχει σχεδιάσει αριστοτεχνικά με την αφήγησή του το λαβύρινθο στον οποίο χάνεται.

Το εμβληματικό μυθιστόρημα του στενού φίλου του Μπόρχες για κάποιους θεωρείται σημαντικό διότι είναι ένα προφητικό έργο (γράφτηκε το 1941 και μιλά για την παντοδυναμία της εικόνας, την κυριαρχία των οπτικοακουστικών μέσων και την ύπαρξη των άβαταρ πολύ πριν γεννηθεί η ιδέα του διαδικτύου). Για μένα είναι σημαντικό γιατί φωτογραφίζει ανατριχιαστικά όλα τα στάδια από τα οποία περνά ένας ερωτευμένος νους: Σύγχυση, μαγεία, αγωνία, απομυθοποίηση, πένθος. Με δυο λόγια όλη την αλληλουχία των συναισθημάτων που βιώνει κάποιος, ο οποίος ερωτεύεται μια εικόνα. Άρα κάποιος καταδικασμένος εντελώς να εξοριστεί, όταν έρθει η ώρα, από το ίδιο του το φαντασιακό.

Ο ήρωας, κυνηγημένος για κάποιον λόγο που δεν μαθαίνουμε ποτέ, αυτοεξορίζεται για να γλιτώσει σε ένα παράξενο, ερημικό νησί στον Ειρηνικό Ωκεανό.
«Την ιδέα να έρθω εδώ μου την έβαλε ένας Ιταλός που πουλούσε χαλιά στην Καλκούτα. Μου είπε στη γλώσσα του: “Για έναν κυνηγημένο, για σας, ένα μέρος στον κόσμο υπάρχει, μα δεν ζει κανείς εκεί. Είναι ένα νησί. Γύρω στο 1924, κάποιοι λευκοί έχτισαν εκεί ένα μουσείο, ένα παρεκκλήσι και μια πισίνα. Τα έργα αποπερατώθηκαν και εγκαταλείφθηκαν”. Τον διέκοψα. Ζήτησα τη βοήθειά του για το ταξίδι. Ο έμπορος συνέχισε: “Δεν το πλησιάζουν ούτε οι Κινέζοι ποιητές, ούτε το λευκοβαμμένο καράβι του Ινστιτούτου Ροκφέλερ. Είναι η εστία μιας αρρώστιας που παραμένει μυστηριώδης και σκοτώνει απ' έξω προς τα μέσα. Πέφτουν τα νύχια, πέφτουν τα μαλλιά, νεκρώνονται το δέρμα και οι χιτώνες των ματιών, και το σώμα ζει οκτώ, δεκαπέντε μέρες”».
Ο φυγάς αψηφά τα λόγια του Ιταλού και καταφεύγει στο νησί. Την εκατοστή μέρα, κι ενώ τίποτα ακόμα κακό δεν του έχει συμβεί, ξυπνά κι αντικρίζει τις θαμνώδεις λοφοπλαγιές, πλάι στο μουσείο όπου ζει, «γεμάτες με ανθρώπους που χορεύουν, κόβουν βόλτες, κολυμπούν στην πισίνα, σαν παραθεριστές που περνούν εδώ και καιρό τις διακοπές τους στο Λος Τέκες ή το Μαρίενμπαντ».
Ποιοι είναι όλοι αυτοί; Και πώς βρέθηκαν στο νησί, αφού κανένα πλοίο δεν αγκυροβόλησε στους κόλπους του, κανένα αεροπλάνο ή αερόπλοιο δεν προσγειώθηκε; Από πού εμφανίστηκαν ξαφνικά; Ο ήρωας τρομαγμένος φεύγει στα νότια του νησιού, όπου εξαιτίας της παλίρροιας η πρόσβαση είναι δύσκολη και άρα δεν θα τον αναζητήσουν. Από εκεί παρακολουθεί τους παράξενους εισβολείς. Ένα απόγευμα βλέπει μια αέρινη γυναίκα, τη Φοστίν, όπως την αποκαλεί ο άντρας που τη συνοδεύει (ο Μορέλ), να κάθεται στα βράχια παρακολουθώντας το ηλιοβασίλεμα. Την ερωτεύεται με την πρώτη ματιά. Μαγεμένος από την ομορφιά της πηγαίνει λίγο πριν πέσει ο ήλιος και τη βρίσκει εκεί, στο ίδιο σημείο, κάθε δειλινό, να φορά μια παρδαλή μαντίλα στα μαλλιά, και να χαζεύει τη θάλασσα με τα χέρια της πλεγμένα γύρω από το ένα της γόνατο. Όταν κάποιο βράδυ αποφασίζει να μη βασανίζεται άλλο κρυφά και να της μιλήσει, εκείνη δεν ανταποκρίνεται. Της μιλά και κάνει σα να μην τον βλέπει. Αποσύρεται πληγωμένος στην βαλτώδη κρυψώνα του κι αναρωτιέται: Πόσο αληθινή είναι η γυναίκα που ερωτεύθηκε; Υπάρχει στην πραγματικότητα ή την έχει επινοήσει;

Από κάθε βιβλίο ο καθένας κρατάει αυτό που θέλει. Από την «Εφεύρεση του Μορέλ» εγώ κρατώ τον έρωτα για μια εικόνα. Κι αυτή τη φράση: Δεν υπάρχει χειρότερος εφιάλτης απ' το να 'σαι ερωτευμένος με μία εικόνα, είναι χειρότερο απ' το να 'σαι ερωτευμένος μ' ένα φάντασμα (ίσως, όμως, και να θέλαμε πάντα το άτομο που αγαπάμε, να 'χει την υπόσταση φαντάσματος).

Υ.Γ. Σας εύχομαι καλή χρονιά! Κι ας είναι οι (ωραίες) ταραχές του έρωτα οι μόνες που θα αντιμετωπίσουμε το 2013. ;-)