Μερικοί πίνακες είναι σαν βιβλία ή ταινίες. Aφηγούνται ιστορίες. Είναι λες και αυτό που απεικονίζουν το βλέπεις μέσα από τα μάτια ενός ήρωα.

Τα έργα του ζωγράφου Jeremy Mann από το Σαν Φανσίσκο μου θυμίζουν σκηνές από την ταινία Shame του Steve McQueen. Μια πόλη που κρύβεται μέσα στη βροχή. Ένας τύπος που τρέχει στις πέντε το πρωί ακούγοντας μουσική στο iPod. Τρέχει ανάμεσα σε λιγοστούς ανθρώπους που περνούν βιαστικά, με τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους αλλοιωμένα, σαν μουτζούρες, κάτω από μεγάλες μαύρες ομπρέλες.

Αν δεν έχετε δει το Shame, να το δείτε. Περισσότερο για όλα αυτά που υπαινίσσεται. Και γιατί έχει εκπληκτική φωτογραφία. Ένα αληθινό ποίημα.  

Tο τρέιλερ της ταινίας Shame 


Και το Εurope, After the rain του Max Richter





Τα μαθηματικά δεν τα συμπάθησα ποτέ. Ίσως γιατί η πραγματικότητα με αφορούσε ελάχιστα. Άκουγα για τη μαγεία των αριθμών και όσα περισσότερα άκουγα τόσο πιο πολύ στρεφόμουν στις λέξεις που σ' αφήνουν να φύγεις. Είχα την εντύπωση πως οι αριθμοί σε δένουν κι ότι οι πράξεις, κι όλες οι εξισώσεις, είναι μονόδρομος. Έπρεπε να διαβάσω το LOGICOMIX για να ανακαλύψω ότι τα μαθηματικά είναι ποίηση, κι όπως η ποίηση, οδηγούν μόνο στο άπειρο.

Ο συγγραφέας Απόστολος Δοξιάδης, με τη συμβολή του καθηγητή Θεωρητικής Πληροφορικής στο Μπέρκλεϊ (και συγγραφέα) Χρίστου Χ. Παπαδημητρίου και των illustrators Αλέκου Παπαδάτου και Annie di Donna, έχουν δημιουργήσει μια υπέροχη ιστορία για τη ζωή του φιλοσόφου Μπέρτραντ Ράσελ. Μέσα από εικόνες οι τέσσερις φίλοι που πρωταγωνιστούν και οι ίδιοι στο κόμικ αφηγούνται «την περιπέτεια της Λογικής στις αρχές του 20ου αιώνα».

Χρίστος Χ. Παπαδημητρίου: Πώς προχωράει αυτή η ιστορία;
Απόστολος Δοξιάδης: Όπως όλες οι ιστορίες, τα πάθη μπροστά, κι οι άνθρωποι από πίσω! 

Το LOGICOMIX, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος, είναι ένα απολαυστικό ταξίδι που ξεκινά από τα σοκάκια της Πλάκας, κάτω απ' την Ακρόπολη, και από μία σοφίτα ενός παλιού αγγλικού πύργου. Τα σκίτσα είναι απίστευτα, ακόμα και στις λεπτομέρειές τους: σκοτεινές βιβλιοθήκες, αίθουσες διδασκαλίας σε θρυλικά πανεπιστήμια, λέσχες με παλιές τσέστερφιλντ πολυθρόνες, υπέροχα τοπία της αγγλικής εξοχής, πλατείες σε μεγάλες πόλεις της Ευρώπης, αλλά και σκηνές από τα χαρακώματα του Ά Παγκοσμίου Πολέμου. Διαβάζοντάς το, ξέρεις πια πως ακόμα κι αν δεν συμπαθείς τα μαθηματικά, δεν μπορείς παρά να υποκλίνεσαι στη μαγεία τους.

Υ.Γ.: Το γυάλινο ντόμινο είναι δημιουργία του ιταλικού οίκου Seletti, ο οποίος φημίζεται για τα πρωτότυπα design αντικείμενά του.

Ίσως δεν υπάρχει πιο ποιητικός τρόπος να περιγράψει κανείς την κατάθλιψη, από μια ραγισματιά, μέσα από την οποία ξαφνικά εισβάλει το χάος. Στο μικρό βιβλίο Το ράγισμα (εκδόσεις Ροές) ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ μιλάει για το συναίσθημα του απόλυτου κενού, του ανικανοποίητου, που τον οδήγησε στο να πίνει δύο μπουκάλια τζιν πριν τις δώδεκα το μεσημέρι.

Δεν είναι ακριβώς αυτοβιογραφία, είναι όπως γράφει το οπισθόφυλλο «ο τελευταίος αποχαιρετισμός του Σκοτ Φιτζέραλντ. Ο προσωπικός επικήδειος ή μάλλον η προσωπική του νεκροψία». Η εξομολόγηση ενός ανθρώπου που απέκτησε τα πάντα και τα έχασε όλα. Τα τρία κείμενα που αποτελούν Το ράγισμα δημοσιεύθηκαν πρώτη φορά το 1936 σε συνέχειες στο περιοδικό Esquire. Ο Φιτζέραλντ τότε ήταν 40 ετών και υπέφερε από κατάθλιψη. Τέσσερα χρόνια μετά (1940) πέθανε από καρδιακή προσβολή, αλλά ουσιαστικά ο οργανισμός του κατέρρευσε από το αλκοόλ. Ενώ το 1948 έφυγε και η σύζυγός του η Ζέλντα, όταν η ψυχιατρική κλινική στην οποία νοσηλευόταν τυλίχτηκε στις φλόγες. 

«Κάθε ζωή είναι, βέβαια, μια διαδικασία ραγίσματος, αλλά τα πλήγματα που αποτελούν τη δραματική πλευρά της υπόθεσης -τα μεγάλα ξαφνικά πλήγματα που έρχονται, ή φαίνονται να έρχονται απ' έξω-, εκείνα που θυμάται κανείς και καταριέται τον κόσμο, και σε στιγμές αδυναμίας τα λέει στους φίλους του, δεν δείχνουν αμέσως τις συνέπειές τους. Υπάρχει ένα άλλο είδος πλήγματος, το οποίο έρχεται από μέσα μας και δεν το νιώθεις παρά όταν είναι πια πολύ αργά για να κάνεις οτιδήποτε ώστε να το αντιμετωπίσεις, όταν συνειδητοποιείς οριστικά πως, από μια άποψη, δεν θα είσαι ποτέ πια το ίδιο καλά όπως πριν. Το πρώτο είδος ραγίσματος γίνεται γρήγορα – το δεύτερο γίνεται σχεδόν χωρίς να το ξέρεις, αλλά συνειδητοποιείται πολύ ξαφνικά, είναι αλήθεια».

Ο Φιτζέραλντ, ενώ βρίσκεται στο πικ της επιτυχίας του και ζει μια παραμυθένια ζωή με υπέροχα αυτοκίνητα, διακοπές σε παραθαλάσσιες βίλες στη Ριβιέρα, τζαζ πάρτι σε σουίτες στο παριζιάνικο Ριτζ και έναν στρατό από δημοσιογράφους να τον ακολουθούν παντού και να καταγράφουν κάθε του βήμα στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και των περιοδικών της εποχής, ξαφνικά ραγίζει μέσα του σαν παλιό πιάτο. Αδυνατεί να δει τη μαγεία των πραγμάτων που έχει κατακτήσει, δεν τον ικανοποιεί τίποτα και τα πάντα γύρω του πια είναι θολά. Σαν μια μεμβράνη να έχει μπει ανάμεσα σε εκείνον και όλα αυτά που κάποτε του έδιναν ευχαρίστηση.

«Έπειτα από μία περίπου ώρα μοναχικού αγκαλιάσματος των μαξιλαριών μου άρχισα να συνειδητοποιώ ότι εδώ και δύο χρόνια η ζωή μου ήταν μια αδιάκοπη άντληση αποθεμάτων που δεν διέθετα, πως είχα υποθηκεύσει σωματικά και ψυχικά τον εαυτό μου μέχρι εκεί που δεν έπαιρνε άλλο. (...) Κάθε πράξη της ζωής, απ' το πρωινό βούρτσισμα των δοντιών ως τον φίλο που συναντούσα στο φαγητό, είχε απαιτήσει μια προσπάθεια. (...) Κατάλαβα πως ακόμα κι η αγάπη μου για τους πιο κοντινούς μου ανθρώπους είχε γίνει μια απόπειρα αγάπης».

Αυτό που ο Φιτζέραλντ περιγράφει στα κείμενά του ως «ράγισμα» και ο Τσόρτσιλ αποκαλούσε «Μαύρο Σκύλο», δεν είναι παρά ένα «συναίσθημα» (ή μάλλον μια συναισθηματική φάση) που λίγο ή πολύ έχουμε νιώσει (ή περάσει) όλοι (;) κατά καιρούς. Είναι αυτή η αίσθηση του κενού που έρχεται από το πουθενά και μια ήσυχη μέρα ξυπνάς και τα βρίσκεις όλα μάταια. Τίποτα δεν σε ικανοποιεί και σε τίποτα δεν βρίσκεις νόημα. Σαν να χάνεις την πίστη σου στην ομορφιά του κόσμου.

«Ένα απόγευμα του Μαρτίου είχα την εντύπωση πως έχασα κάθε πράγμα που ήθελα».

Ο συγγραφέας ήξερε το κλειδί που θα τον βοηθούσε να αποδράσει από αυτή την κατάσταση, όμως θεωρούσε πως ήταν πια αργά. «Στις τρεις το πρωί, ένα λησμονημένο δέμα έχει την ίδια τραγική σημασία με μια καταδίκη σε θάνατο: η θεραπεία δεν ενεργεί – και σε μια αληθινά σκοτεινή νύχτα της ψυχής η ώρα είναι πάντα τρεις το πρωί, κάθε μέρα».

Μάταια μια φίλη του προσπάθησε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους και να τον βοηθήσει:
«“Αντι να είσαι τόσο λυπημένος για τον εαυτό σου”, είπε, και, καθώς έλεγε πάντα “άκου”, γιατί σκεφτόταν όταν μιλούσε, αληθινά σκεφτόταν..., συνέχισε: “Άκου, ας υποθέσουμε πως αυτό το ράγισμα δεν έγινε μέσα σου, αλλά πως ράγισε το Γκραντ Κάνυον”.
“Το ράγισμα έγινε μέσα μου”, είπα ηρωικά!
“Άκου! Ο κόσμος υπάρχει μόνο στα μάτια σου – σημασία έχει η αντίληψή σου για τον κόσμο. Μπορείς να τον κάνεις όσο μεγάλο ή όσο μικρό θέλεις. Κι εσύ προσπαθείς να είσαι ένα αδύναμο μικρό άτομο!”».

Ο Φιτζέραλντ δεν την άκουσε. Είχε ήδη παραδοθεί όπως ο ήρωάς του ο Γκάτσμπυ, σε άνισο αγώνα δρόμου. Ακόμα κι αν ήξερε ότι στο τέλος η κίτρινη Ρολς Ρόις τον οδηγούσε στην καταστροφή, αφέθηκε. Έγινε ο ήρωάς του. Δεν υπήρχε κανένας άλλος δρόμος να στρίψει, να σωθεί, παρά μόνο αυτός που οδηγούσε στο χάος. Μπορεί να μην υπήρχε πράγματι άλλος δρόμος, μπορεί όμως τελικά να έκανε απλά λάθος. Παίζει όμως η πιθανότητα να έβλεπε αυτό που όλοι θεωρούμε καταστροφή σαν ηρωική έξοδο.

«Αφού δεν μπορούσα πια να εκπληρώσω τις υποχρεώσεις που η ζωή μού είχε θέσει, ή που ο ίδιος είχα θέσει στον εαυτό μου, γιατί να μην καταστρέψω το άδειο όστρακο που μ' έδενε μ' αυτές; (...) Το καπέλο του μάγου ήταν άδειο».

Διαβάζοντας Το ράγισμα θυμήθηκα ένα άλλο βιβλίο που μιλά ακριβώς γι΄αυτό το συναίσθημα της ματαιότητας. Στο μικρό δοκίμιο Θρησκεία και Ψυχιατρική (εκδόσεις Άγρα) ο Ίρβιν Γιάλομ, ο ψυχίατρος που έγινε διάσημος με το μυθιστόρημα Όταν έκλαψε ο Νίτσε, μιλά για το πρόβλημα του νοήματος στη ζωή που ταλαιπωρεί όλα τα σκεπτόμενα πλάσματα.

«Εμείς οι άνθρωποι φαίνεται πως είμαστε πλασμένοι να αναζητούμε τη σημασία ενώ είμαστε ριγμένοι σ' έναν κόσμο κενό από εγγενές νόημα. Ένα από τα κύρια έργα της ζωής μας είναι να επινοήσουμε έναν σκοπό αρκετά στέρεο για να στηρίξει μια ολόκληρη ζωή. Στη συνέχεια πρέπει να επιτελέσουμε τον δεξιοτεχνικό χειρισμό ν' απαρνηθούμε την πατρότητα αυτού του σκοπού ώστε να συμπεράνουμε ότι τον “ανακαλύψαμε” - σαν να ήταν “εκεί έξω” και μας περίμενε.
»Η συνεχιζόμενη αναζήτησή μας για έναν ουσιαστικό σκοπό στη ζωή μας συχνά μας ρίχνει σε βαθιά κρίση. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι ανατρέχουν στην ψυχοθεραπεία, επειδή αγωνιούν για έναν σκοπό στη ζωή τους – αίτημα που συχνά δεν αναγνωρίζεται από πολλούς θεραπευτές. Ο Γιουνγκ υπολόγισε ότι το ένα τρίτο των ασθενών του τον συμβουλεύτηκε γι' αυτό το λόγο. Οι αφορμές παίρνουν διάφορες μορφές: “Η ζωή μου δεν έχει συνοχή”, “Δεν παθιάζομαι με τίποτα”, “Γιατί ζω; Για ποιο σκοπό; Σίγουρα η ζωή πρέπει να 'χει κάποιο βαθύτερο νόημα», Νιώθω τόσο άδειος – το να βλέπω τηλεόραση κάθε βράδυ με κάνει να νιώθω τόσο άχρηστος, ένα τίποτα”, “Ακόμα και τώρα, στα πενήντα μου, δεν ξέρω τι θέλω να κάνω όταν μεγαλώσω”.
»Πρόσφατα διάβασα ένα ωραίο βιβλίο που λέγεται Ο Ακροατής. Είναι τα απομνημονεύματα του Alan Wheelis, του ψυχαναλυτή και λυρικού συγγραφέα από το Σαν Φρανσίσκο. Ένα απόσπασμα σχετικό με το θέμα μας έχει μείνει στη μνήμη μου. Ο συγγραφέας βγαίνει βόλτα με τον σκύλο του, τον Μόντυ:
“Αν τότε σκύψω και σηκώσω ένα κλαδί [ο Μόντυ] βρίσκεται αμέσως μπροστά μου. Το θαύμα έχει συντελεστεί. Έχει μια αποστολή... Ποτέ δεν του περνάει από το νου να αξιολογήσει την αποστολή του. Αφοσιώνεται αποκλειστικά στην εκπλήρωσή της. Θα τρέξει ή θα κολυμπήσει οποιαδήποτε απόσταση, θα υπερπηδήσει οποιοδήποτε εμπόδιο για να πιάσει το κλαδί. Και μόλις το πιάσει, το φέρνει πίσω: γιατί η αποστολή του δεν είναι μόνο να το βρει αλλά και να το επιστρέψει. Κι όμως καθώς με πλησιάζει, κινείται πιο αργά. Θέλει να μου το δώσει και να ολοκληρώσει το έργο του. Από την άλλη δεν θέλει να τελειώσει η αποστολή του, να βρεθεί ξανά σε θέση αναμονής. Όπως γι' αυτόν, έτσι και για μένα, είναι απαραίτητο να υπηρετώ κάτι που βρίσκεται πέρα από τον εαυτό”».

Υ.Γ. Λέτε αυτές οι τελευταίες φράσεις να είναι το κλειδί;

Σ΄ ένα μικρό δωμάτιο, δυτικά της όγδοης Λεωφόρου στο Μανχάταν, μια γυναίκα κι ένας άντρας παλεύουν να διανύσουν την απόσταση, η οποία γεννιέται ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που είναι από καιρό μαζί.

«Στο ξέστρωτο κρεβάτι μένει ξαπλωμένος ο άντρας με τσαλακωμένα ρούχα και μοιάζει μ' έναν άνθρωπο που έπεσε να κοιμηθεί πολύ μεθυσμένος. Η γυναίκα κάθεται στην καρέκλα μπροστά στο μοναδικό παράθυρο, που βλέπει σ΄ έναν ουρανό βαρύ, με μια βροχή που δεν έχει αρχίσει ακόμα να πέφτει. Κρατάει ένα ποτήρι με νερό, απ' όπου πίνει μικρές γουλιές σαν πουλί. Και οι δύο έχουν πρόσωπα κουρασμένα, ρυτιδωμένα σαν τα πρόσωπα των παιδιών σε μια πολιτεία που λιμοκτονεί. Στην κουβέντα τους υπάρχει μια λεπτότητα, μια διακριτικότητα, ένα είδος τρυφερής τυπικότητας, σαν και κείνη που υπάρχει σε δυο παιδιά μοναχικά που θέλουν να γίνουν φίλοι».

Το «Μίλα μου σαν τη βροχή» είναι ίσως το πιο αγαπημένο μου μονόπρακτο απ' όλα όσα έχει γράψει ο Τένεσι Ουίλιαμς. Το έχω σε ένα παλιό βιβλίο με κιτρινισμένα φύλλα από τις εκδόσεις Γκοβόστη. Δεν ξέρω γιατί αγαπώ τόσο τους ήρωες του Ουίλιαμς. Ίσως γιατί, όπως γράφει η Κωστούλα Μητροπούλου (η οποία υπογράφει τη μετάφραση και το επίμετρο του βιβλίου) όλοι τους είναι άνθρωποι που «δεν κάνουν κανένα βήμα. Ούτε εμπρός ούτε πίσω. Απλά μένουν εκεί. Στη στιγμή που το χάος τους αποκαλύπτεται σαν το πρόσωπο ενός φίλου». Ήρωες εκτεθειμένοι στη σκηνή σαν ανοιχτά βιβλία. Με λόγια που χάσκουν. Φράσεις που κόβονται απότομα και όνειρα από τα οποία πιάνονται σα ναυαγοί σε μια απέραντη νύχτα.

ΑΝΤΡΑΣ: Πάει τόσος καιρός από τότε που εμείς οι δύο δεν είμαστε παρά μόνο ένα ζευγάρι από δύο ξένους που ζουν μαζί. Ας ξαναβρούμε ο ένας τον άλλο κι ίσως να η χαθούμε πια. Μίλα μου! Ήμουνα χαμένος! Σε σκεφτόμουν πολύ συχνά αλλά δεν μπορούσα να σε βρω, αγάπη μου. Σε σκεφτόμουν όλη την ώρα αλλά δεν μπορούσα να σου πω «είμαι χαμένος;». Χαμένος μέσα στην πόλη; Περνώντας από χέρι σε χέρι σαν λερωμένη καρτ ποστάλ; Και τότε ακριβώς, έκλεινα το τηλέφωνο... Είμαι χαμένος σ' αυτή... την πόλη...

ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν είχα τίποτα άλλο παρά μόνο νερό από τότε που έφυγες! Τίποτα άλλο από στιγμιαίο καφέ ώσπου κι αυτός σώθηκε, και νερό.

ΑΝΤΡΑΣ: Μπορείς να μου μιλάς τώρα αγάπη μου; Μπορείς να μου μιλάς;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι.

ΑΝΤΡΑΣ: Καλά λοιπόν, μίλα μου σαν τη βροχή και άφησέ με ν' ακούω... Άφησέ με να μένω εδώ ξαπλωμένος και ν' ακούω... Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που... είχαμε εξαφανιστεί ο ένας με τον άλλον. Τώρα πες μου, μίλα μου. Τι σκεφτόσουν στη σιωπή; Ενώ εγώ περνούσα από χέρι σε χέρι, σαν βρώμικη καρτ ποστάλ σ' αυτή την πόλη... Πες μου... Μίλα μου... Μίλα μου σαν τη βροχή κι εγώ θα μείνω εδώ ξαπλωμένος και θ' ακούω.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Θέλω...

ΑΝΤΡΑΣ: Το έχεις καταλάβει, είναι απαραίτητο! Εγώ το ξέρω πια, γι΄ αυτό μίλα μου σαν τη βροχή κι εγώ θα μείνω εδώ ξαπλωμένος και θ' ακούω, θα μείνω εδώ ξαπλωμένος και...

ΓΥΝΑΙΚΑ: Θέλω να φύγω.

ΑΝΤΡΑΣ: Θέλεις;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Θ έ λ ω   ν α   φ ύ γ ω!

ΑΝΤΡΑΣ: Πώς;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Μόνη μου! Θα γραφτώ στο βιβλίο ενός μικρού ξενοδοχείου κοντά στη θάλασσα κάτω από ένα πλαστό όνομα...

ΑΝΤΡΑΣ: Τι όνομα;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Άννα... Τζόουνς... Η καμαριέρα θα είναι μια μικροκαμωμένη γριά, που θα έχει έναν εγγονό και θα μιλάει γι' αυτόν... Θα κάθομαι στην καρέκλα όση ώρα η γριά γυναίκα θα φτιάχνει το κρεβάτι, με τα χέρια μου κρεμασμένα στα πλάγια... Και με τη φωνή της που θα είναι ήρεμη, γαλήνια, θα μου διηγείται τι έφαγε ο εγγονός της. Ταπιόκα και κρέμα. Το δωμάτιο θα είναι γεμάτο ίσκιους, δροσερό, και θα πλημμυρίζει με το μουρμουρητό της...

ΑΝΤΡΑΣ: Βροχής;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι. Της βροχής.

ΑΝΤΡΑΣ: Και;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Η αγωνία θα περάσει.

ΑΝΤΡΑΣ: Ναι...

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ύστερα από λίγο η μικροκαμωμένη γριά γυναίκα θα λέει, «το κρεβάτι σας είναι έτοιμο κυρία» και 'γω θα λέω «ευχαριστώ». Θα βγάζω ένα δολάριο από την τσέπη μου. Η πόρτα θα κλείνει. Και θα είμαι μόνη μου πάλι. Τα παράθυρα θα είναι ψηλά με μπλε παραθυρόφυλλα και θα είναι μια εποχή βροχής... Βροχής... Βροχής... Η ζωή μου θα είναι σαν το δωμάτιο, κρύα... με ίσκιους, κρύα και πλημμυρισμένη από το μουρμουρητό της...

ΑΝΤΡΑΣ: Βροχής...

ΓΥΝΑΙΚΑ: Θα λαβαίνω ένα τσεκ αεροπορικό κάθε βδομάδα που μπορώ να το υπολογίζω από τώρα. Η μικροσκοπική γριά γυναίκα θα εξαργυρώνει τα τσεκ για λογαριασμό μου και θα μου φέρνει βιβλία από μια βιβλιοθήκη και θα φροντίζει για τα ρούχα μου, να πλυθούν. Θα έχω πάντα καθαρά πράγματα! Θα ντύνομαι στα άσπρα. Δεν είμαι ποτέ πολύ δυνατή ούτε θα μου έχει μείνει πολλή ενεργητικότητα, αλλά θα έχω αρκετή ύστερα από λίγο καιρό, για να περπατάω στην πλατεία... Στον περίπατο... Να περπατάω στην παραλία χωρίς προσπάθεια... Τα βράδια θα περπατάω στο μάκρος της παραλίας, στον περίπατο. Θα έχω μια ορισμένη θέση στην παραλία, όπου θα πηγαίνω να κάθομαι, λίγο πιο μακριά από εκεί που είναι το περίπτερο, όπου η μπάντα παίζει επιλογές του Βίκτορ Χέρμπερτ όταν νυχτώνει... Θα έχω ένα μεγάλο δωμάτιο με ξώφυλλα στα παράθυρα... Θα είναι μια εποχή βροχής, βροχής... Και θα είμαι τόσο εξαντλημένη ύστερα από τη ζωή μου στην πόλη που δεν θα με νοιάζει που θ' ακούω τη βροχή. Θα είμαι τόσο ήρεμη! Οι γραμμές θα εξαφανιστούν από το πρόσωπό μου. Τα μάτια μου δεν θα είναι ποτέ πια κόκκινα. Δεν θα έχω φίλους. Δεν θα έχω ούτε γνωριμίες. Όταν θα νυστάζω, θα γυρίζω ήσυχα πίσω στο ξενοδοχείο. Ο ξενοδόχος θα λέει, «καλησπέρα κυρία Τζόουνς» και γω μόλις που θα χαμογελάω και θα παίρνω το κλειδί μου. Δεν θα διαβάζω ποτέ εφημερίδες ούτε θα ακούω ραδιόφωνο. Δεν θα έχω την παραμικρή ιδέα τι γίνεται στον κόσμο. Δεν θα έχω καμιά συναίσθηση από το χρόνο που περνάει. Κάποια μέρα θα κοιτάξω στον καθρέφτη και θα δω ότι τα μαλλιά μου έχουν αρχίσει να γίνονται γκρίζα και για πρώτη φορά θ' ανακαλύψω ότι έζησα σ' αυτό το μικρό ξενοδοχείο, με ένα ψεύτικο όνομα, χωρίς καθόλου φίλους ή γνωστούς, ή κανενός είδους σχέσεις, για εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια. Θα με ξαφνιάσει λίγο αλλά δεν θα με τρομάξει καθόλου. Θα είμαι ευχαριστημένη που ο χρόνος θα έχει περάσει τόσο εύκολα. Μια φορά στο τόσο θα πηγαίνω στον κινηματογράφο. Θα κάθομαι στις πίσω σειρές με όλο αυτό το σκοτάδι γύρω μου και με κείνες τις φιγούρες ακίνητες στο πλάι μου, χωρίς να με προσέχουν. Βλέποντας την οθόνη. Φανταστικός κόσμος. Ο κόσμος των παραμυθιών. Θα διαβάζω μεγάλα βιβλία και το ημερολόγιο των νεκρών συγγραφέων. Θα νιώθω πολύ πιο κοντά τους, πολύ περισσότερο από ότι ένιωσα ποτέ για ανθρώπους που γνώρισα, προτού να φύγω από τον κόσμο. Θα είναι γλυκιά και ψυχρή μαζί αυτή η φιλία μου με τους νεκρούς ποιητές γιατί δεν θα μπορώ να τους αγγίζω ούτε και ν' απαντάω στις ερωτήσεις τους. Θα μου μιλάνε και δεν θα περιμένουν να τους απαντήσω. Και θα νυστάζω ακούγοντας τις φωνές τους να εξηγούν σε μένα τα μυστήρια. Θα με παίρνει ο ύπνος με το βιβλίο ακόμα στα χέρια μου, και θα βρέχει. Θα ξυπνάω και θ΄ ακούω τη βροχή και θα ξανακοιμάμαι. Μια εποχή βροχής... Βροχής... Βροχής... Και τότε κάποια μέρα, όταν θα έχω κλείσει ένα βιβλίο, ή θα γυρίζω στο σπίτι, μόνη μου, από τον κινηματογράφο στις έντεκα η ώρα τη νύχτα, θα κοιτάξω τον καθρέφτη και θα δω ότι τα μαλλιά μου έγιναν άσπρα. Άσπρα, εντελώς άσπρα. Τόσο άσπρα όσο και ο αφρός στα κύματα... Θα κρεμάσω τα χέρια μου στο μάκρος του κορμιού μου, και τότε θα ανακαλύψω πόσο τρομακτικά ελαφριά και λεπτή έχω γίνει. Ω, εγώ, πόσο λεπτή θα έχω γίνει! Σχεδόν διαφανής. Όχι πια πραγματική, γήινη. Τότε θ΄ ανακαλύψω, θα καταλάβω, κάπως θολά, ότι έμεινα συνεχώς εδώ, σ΄ αυτό το μικρό ξενοδοχείο, χωρίς καθόλου κοινωνικές σχέσεις, υποχρεώσεις, αγωνίες ή ενοχλήσεις κάθε λογής, για πενήντα ολόκληρα χρόνια! Μισό αιώνα. Μια ζωή, στην ουσία. Δεν θα θυμάμαι πια ούτε τα ονόματα των ανθρώπων που γνώριζα προτού να έρθω εδώ, ούτε και πως αισθάνεται κάποιος που περιμένει κάποιον άλλον και που μπορεί να μην έρθει... Τότε λοιπόν θα ξέρω, κοιτώντας τον καθρέφτη, πως ήρθε για μένα η πρώτη εποχή, για να περπατήσω άλλη μια φορά μόνη μου στην πλατεία, με το δυνατό άνεμο να με χτυπάει, τον άσπρο καθαρό άνεμο που φυσάει από την άκρη του κόσμου, και ακόμα πιο μακριά από 'κει, πέρα από τις ψυχρές χαμένες επιφάνειες του διαστήματος, πολύ πιο πέρα από ό,τι υπάρχει, πέρα μακριά από τις άκριες στο γήινο χώρο... Και τότε θα βγω έξω και θα περπατήσω στην πλατεία. Θα περπατήσω μόνη μου και θα γίνομαι όλο και πιο αδύνατη, πιο αδύνατη, πιο αδύνατη...

ΑΝΤΡΑΣ: Έλα στο κρεβάτι, μωρό μου.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ολοένα και πιο αδύνατη. Πιο αδύνατη, πιο αδύνατη, πιο αδύνατη, πιο αδύνατη!

(Ο άντρας την φτάνει και την παίρνει δια της βίας από την καρέκλα μπροστά στο παράθυρο).

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ώσπου στο τέλος δεν θα έχω καθόλου σώμα πια, και ο αέρας θα με σηκώνει στα παγωμένα άσπρα του χέρια για πάντα και θα με πάρει μακριά!

ΑΝΤΡΑΣ: (Το στόμα του στο λαιμό της). Έλα στο κρεβάτι, μαζί μου.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Θέλω να φύγω, να φύγω! (Την αφήνει και κείνη φτάνει στη μέση του δωματίου κλαίγοντας χωρίς έλεγχο. Κάθεται στο κρεβάτι. Εκείνος πηγαίνει στο παράθυρο, η βροχή δυναμώνει. Η γυναίκα σταυρώνει τα χέρια της μπροστά στο στήθος της. Οι λυγμοί της εξασθενούν αλλά αναπνέει με δυσκολία. Το φως αραιώνει, ακούγεται ο άνεμος δυνατά. Ο άντρας κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Στο τέλος εκείνη του λέει μαλακά: ) Έλα στο κρεβάτι. Έλα στο κρεβάτι, μωρό μου...

Υ.Γ. Η φωτογραφία είναι από το blog myveryowninspirationboard.tumblr.com


Ποιος είπε ότι ακόμα και με ένα κινητό δεν μπορεί να κάνει κάποιος τέχνη στο Instagram; Η Νορβηγίδα food artist Ida Skivenes είναι η απόδειξη ότι όταν κάποιος θέλει, μπορεί να ξεχωρίσει ακόμα και μέσα από ένα application. Όλα αυτά που φτιάχνει, χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη μόνο το φαγητό, θα μπορούσαν να ντύσουν τις σελίδες ενός παιδικού βιβλίου ή ενός παράξενου graphic novel. Δείτε εδώ τις καλύτερες στιγμές της. Σε κάποια από τα πιάτα θα αναγνωρίσετε έργα μεγάλων ζωγράφων (Μαγκρίτ, Ρόθκο, Μοντριάν, Πικάσο).













Υ.Γ. Ακολουθήστε την idafrosk στο Instagram και στο Facebook. Κάθε πρωί θα σας φτιάχνει το κέφι. :-)


Ζηλεύω πολύ τους ανθρώπους που μπορούν να διαβάσουν οπουδήποτε, κάτω από όλες τις συνθήκες: μέσα στο μετρό, στο αεροπλάνο, στο αυτοκίνητο, σε ένα café γεμάτο κόσμο... Eγώ δυσκολεύομαι, ιδίως όταν ταξιδεύω. Μισή σελίδα με οδηγεί απευθείας στο Vertigo Vomex.

Θα έλεγα ότι είμαι μάλλον λίγο παράξενος: Δεν θέλω θόρυβο, δεν μου αρέσει να διαβάζω ακούγοντας μουσική, δεν αντέχω το δυνατό φως και τώρα τελευταία όταν είμαι ξαπλωμένος με παίρνει συχνά ο ύπνος πριν τελειώσω το κεφάλαιο.

Τα βιβλία τα ζω, τις ιστορίες τους τις κουβαλάω βαθιά μέσα μου. Σκέφτομαι τους ήρωες και φτιάχνω σενάρια γι' αυτούς στο πίσω μέρος του μυαλού μου, ακόμα κι όταν περπατώ άσκοπα στην πόλη ή οδηγώ ή είμαι σε μία σύσκεψη στο γραφείο με δέκα ανθρώπους. 
Όταν τα πράγματα ζορίζουν, σκέφτομαι τα βιβλία μου, αυτά που διαβάζω κι αυτά που θέλω πολύ να διαβάσω στους επόμενους μήνες. Δένομαι στις λέξεις και πιάνομαι από τις ιστορίες όπως ο ναυαγός από το ξύλο που βολοδέρνει στο κύμα. Και λέω, ναι, δεν μπορεί, ακόμα κι αν όλος ο κόσμος γυρίσει ανάποδα θα βρω μια βολική γωνιά να απολαύσω το βιβλίο μου.

Τη (δύσκολη) χρονιά που πέρασε, δεν κατάφερα να διαβάσω όλα όσα ήθελα. Πολλά ξενύχτια στα γραφεία, ροκάνισαν το χρόνο που αφιέρωνα στα βιβλία. Έτσι, για το 2013 έχω βάλει ένα στόχο: να εκπαιδευτώ, για ν' αναπληρώσω το χαμένο χρόνο. Να μάθω να διαβάζω, όχι σαν καλομαθημένος φλώρος, στην design πολυθρόνα ή στον κάτασπρο καναπέ, με το σωστό φως της Αrtemide και χωρίς να ακούγεται κιχ. Θα μάθω να διαβάζω -αναίσθητα- ακόμα και μέσα στην καρδιά του χάους:
...Κρυφά στο iBooks του iPhone, κάνοντας πως τσεκάρω emails.
...Στο μετρό (που υπόσχομαι ότι θα παίρνω φέτος περισσότερο).
...Στην κίνηση (όταν δεν θα τηρώ την προηγούμενη υπόσχεση).
...Στο σαλονάκι του οδοντογιατρού, ανάμεσα σε έξαλλους παππούδες που κουρδισμένοι από τα δελτία ειδήσεων φτύνουν κατάρες πάνω στους Chesterfield καναπέδες.
...Στο φουαγιέ του θεάτρου και στο πιο κεντρικό τραπέζι μιας μπρασερί.

Σαν κάτι κομάντο αναγνώστες που δεν μασάνε με τίποτα και διαβάζουν για πλάκα μέσα στο μετρό 40 σελίδες μέχρι να φτάσει ο συρμός από το Σύνταγμα στην Αγία Παρασκευή. Θα κουβαλάω παντού το Kindle και με ωτοασπίδες θα γυρίσω κεφάλαιο. Τέλος.

Το έχω κάνει ξανά, στο στρατό, και θα το ξανακάνω. Γιατί όσα βιβλία τελικά κι αν διαβάσεις, ποτέ δεν φτάνουν.  

Υ.Γ. Η εικονογράφηση είναι του Bob Staake. Περισσότερα πόστερ και βιβλία του θα βρείτε εδώ: www.bobstaake.com



Τις τελευταίες ημέρες βεβαιώθηκα στην πράξη ότι οι ρομαντικοί ανησυχούμε μάταια για το αβέβαιο (;) μέλλον του έντυπου βιβλίου. Οι φόβοι μας είναι εντελώς -μα εντελώς- αβάσιμοι. Τουλάχιστον στην Ελλάδα, το ηλεκτρονική βιβλίο βρίσκεται ακόμα σε εμβρυακό στάδιο. Οι ανάγκες ενός απαιτητικού αναγνώστη δεν καλύπτονται σε καμία περίπτωση από την περιορισμένη αγορά.

Επιπλέον, οι χρήστες του Kindle, της συσκευής του Amazon, είμαστε αποκλεισμένοι σχεδόν από τα περισσότερα eBooks που πωλούνται αυτή τη στιγμή. Τα βιβλία που κατεβάζει κάποιος νόμιμα χρησιμοποιώντας την πιστωτική του κάρτα (πληρώνοντας το όχι και τόσο μικρό αντίτιμο σε σχέση με τα έντυπα) είναι συνήθως σε μορφή ePUB (μετατρέπονται εύκολα -αν καταλάβεις πως γίνεται- σε mobi) και διαθέτουν ένα σύστημα προστασίας (το αποκαλούμενο κλείδωμα DRM - Digital Rights Management της Adobe) μη συμβατό με τα Kindle.

Ο αναγνώστης έχει δύο επιλογές: Ή θα ψάξει να βρει τρόπο να ξεκλειδώσει παράνομα το eBook που έχει ΠΛΗΡΩΣΕΙ για να το διαβάσει στον eReader του. Ή θα πεταχτεί μέχρι το βιβλιοπωλείο (παραδοσιακά κι ωραία) να το αγοράσει στην έντυπη μορφή που όλοι ξέρουμε κι αγαπάμε.

Αστειότητες. Θεωρώ απαράδεκτο τον αποκλεισμό των αναγνωστών που έχουμε έναν eReader Kindle από τα περισσότερα ελληνικά e-books, τα οποία ναι μεν πληρώνεις αλλά δεν μπορείς να διαβάσεις τελικά γιατί είναι κλειδωμένα (ή «προστατευμένα»).

Θα μου πείτε: «Φταίει το Amazon που κατασκεύασε μια συσκευή στα μέτρα του για να προωθήσει τις αγορές μέσω του e-shop του». Σωστά, φταίει. Όμως το Amazon δεν το αφορά καθόλου η ελληνική αγορά, γιατί αν το αφορούσε θα πουλούσε και ελληνικά βιβλία. Σε αντίθεση με τους Έλληνες εκδότες που όχι μόνο τους αφορά, τους καίει.

Καταλαβαίνω (αν και δεν είμαι υποχρεωμένος γιατί είμαι καταναλωτής και θα προτιμούσα οι αγορές μου να είναι πιο εύκολες) ότι ορισμένοι εκδότες θέλουν δικαίως να «προστατέψουν» τα προϊόντα τους κλειδώνοντάς τα με το σύστημα DRM, όπως άλλωστε κάνει με το δικό του τρόπο και το Amazon. Ωστόσο, δεν θεωρώ ότι αυτός ο δρόμος βοηθάει μια καινούρια αγορά, όπως αυτή του ηλεκτρονικού βιβλίου, να αναπτυχθεί σωστά και να ανθίσει. Στις δύσκολες εποχές που ζούμε, ας μην βάζουμε κι άλλα εμπόδια ανάμεσα στον αναγνώστη και στο βιβλίο. Ας απλουστεύσουμε τις διαδικασίες. Αλλιώς δεν θα δουλέψει ποτέ το σύστημα. Είναι ήδη βαρετή και πολύπλοκη η διαδικασία που πρέπει να ακολουθήσει κάποιος άσχετος (χρήση πιστωτικής κάρτας στο διαδίκτυο, μετατροπή των αρχείων, ηλεκτρονική αποστολή από το laptop στον eReader κ.α.). Και πάνω που πάει να συνηθίσει πέφτει στον σκόπελο του DRM. Είναι μάλλον η ώρα που θα τα παρατήσει και θα επιστρέψει στο έντυπο ή νευριασμένος θα ανοίξει την τηλεόραση.

Οι περισσότεροι δεν θα κάτσουμε να σκάσουμε κιόλας. Προσωπικά, επειδή δεν βλέπω και τηλεόραση, θα κρατήσω το Kindle για να διαβάζω τα ξένα βιβλία μου και εκείνα των εκδόσεων Καστανιώτη και Ίκαρος (οι οποίες για κάποιο λόγο θέλησαν να δείξουν σεβασμό σε ΟΛΟΥΣ τους αναγνώστες τους και δεν κλειδώνουν τα eBook τους, ή για την ακρίβεια τα κλειδώνουν με Social DRM που επιτρέπει στους κατόχους Kindle να τα μετατρέψουμε σε mobi). Τα υπόλοιπα, θα τα διαβάζω σε έντυπη μορφή.

Υ.Γ. H φωτό είναι συμβολική: Είναι το φάντασμα του έντυπου βιβλίου που πρόδωσα για ένα πουκάμισο αδειανό, για ένα Kindle... :-p

Για τη συνήθεια που έχουμε οι περισσότεροι βιβλιόφιλοι να διαβάζουμε μετά το κείμενο που υπάρχει στο οπισθόφυλλο και τις αρχικές φράσεις ενός βιβλίου, μίλησε ένα πρωί στην (υπέροχη) ραδιοφωνική εκπομπή του -στον Pepper 96,6- ο Γιώργος Μουχταρίδης. Δεν ξέρω αν το κριτήριο της πρώτης σελίδας είναι αλάνθαστο, δεν ξέρω τελικά καν αν η πρώτη εντύπωση που έχουμε για όλα τα πράγματα είναι καθοριστική, αλλά αυτή είναι μια μικρή συνήθεια που δεν μπορώ να κόψω. Θεωρώ αδιανόητο να αγοράσω ένα βιβλίο χωρίς να διαβάσω την πρώτη σελίδα. Λες και οι αυτές λέξεις θα ξεκλειδώσουν το στυλ του συγγραφέα ή τα μυστικά ολόκληρου του βιβλίου. Κι έτσι θα δεις πόσο σου πάει ένα μυθιστόρημα ή όχι.

Είναι λίγο αφελές, το ξέρω, γιατί ένα καλό βιβλίο ανθίζει μέσα σου σιγά σιγά, σελίδα σελίδα. Σαν ένας ξαφνικός έρωτας που γίνεται με τον καιρό αγάπη. Κι όταν φτάσεις στην καρδιά του βιβλίου, και πιάσεις το βαθύτερο νόημά του, ούτε που θυμάσαι πια τα πρώτα του λόγια που σου έδωσαν μια ώθηση μεγαλύτερη να το διαβάσεις. Όμως, όσο κι αν ξέρω ότι δεν ισχύει πάντα, δεν σταματώ να το κάνω. Ίσως γιατί βαθιά μέσα μου, όσο κυνικός κι αν μου αρέσει να γίνομαι, πιστεύω στον κεραυνοβόλο έρωτα.

Εδώ, έχω επιλέξει τυχαία μερικές πρώτες σελίδες από ορισμένα βιβλία που έχω πλάι στο κρεβάτι μου (κλασικά και σύγχρονα). Άλλα τα έχω διαβάσει ήδη, άλλα έχουν πάρει σειρά. Όλα όμως τα αγόρασα γιατί τα ερωτεύθηκα από την πρώτη σελίδα.

1Q84, Χαρούκι Μουρακάμι, εκδ. Ψυχογιός.
2666, Ρομπέρτο Μπολάνιο, εκδ. Άγρα.
Άννα Καρένινα, Λέων Τολστόι, εκδ. Άγρα.
Μόνος στο Βερολίνο, Χανς Φάλαντα, εκδ. Πόλις. 
Ο Υπέροχος Γκάτσμπυ, Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, εκδ. Άγρα.

Η εφεύρεση του Μορέλ, Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες, εκδ. Πατάκη. 
Μεγάλοι δρόμοι, Λένα Κιτσοπούλου, εκδ. Μεταίχμιο.  

Οι προσκεκλημένοι, Πιερ Ασουλίν, εκδ. Πόλις.
Τα σακιά, Ιωάννα Καρυστιάνη, εκδ. Καστανιώτη.

Το Παρίσι δεν τελειώνει ποτέ, Ενρίκε Βίλα-Μάτας, εκδ. Καστανιώτη.

Το δάσος των παιδιών, Χρήστος Αγγελάκος, εκδ. Μεταίχιο. 

Το χαστουκόδεντρο, Άρης Μαραγκόπουλος, εκδ. Τόπος.

Φαρενάιτ 451, Ρέι Μπράντμπερι, εκδ. Άγρα.

Δεκαέξι, Αύγουστος Κορτώ, εκδ. Καστανιώτη. 



Υ.Γ. Αλήθεια, όταν ένας συγγραφέας γράφει την πρώτη φράση ενός βιβλίου γνωρίζει άραγε πού θα τον οδηγήσουν οι λέξεις;


To πολυαναμενόμενο δέμα ήρθε χτες, παραμονή Πρωτοχρονιάς. Ούτε ο Άγιος Βασίλης να το έφερνε. Για κάτι τύπους σαν εμάς που αγαπάμε τρελά τα βιβλία, ένα eReader δεν θα μπορούσε παρά να είναι το καλύτερο δώρο για τη νέα χρονιά. Στην αρχή μου φάνηκε λίγο φτωχό σε σχέση με το iPhone (αγόρασα το απλό που δεν έχει οθόνη αφής). Όταν το έψαξα λίγο και το συνήθισα, ξετρελάθηκα! Κατευθείαν κατέβασα το Prague Fatale του Philip Kerr από το Amazon και στη συνέχεια δωρεάν από το site των Βορειoδυτικών Εκδόσεων «Τα ουγγρικά ψάρια» του Γιάννη Πλιώτα.

Δεν δυσκολεύτηκα καθόλου να καταλάβω τι παίζει: Ποιο application του Amazon να κατεβάσω στο macbook; Τι διαβάζει το Kindle και τι όχι; Πώς μετατρέπεις τα pdf σε mobi (άγνωστες λέξεις); Πώς τα στέλνεις μέσω gmail στο e-mail τoυ Κindle;
Ακολούθησα τις πολύ απλές οδηγίες (step by step) που δίνει στο blog του www.eanagnostis.gr (Η Βίβλος των eReaders στην Ελλάδα) o Ηλεκτρονικός Αναγνώστης:




Επόμενες κινήσεις: Να κατεβάσω ποίηση από το iBookstore των εκδόσεων Ίκαρος (γιατί με συγκινεί η ιδέα να διαβάζω Δημουλά ψηφιακά) και το βιβλίο του Αύγουστου Κορτώ «Ο άνθρωπος που έτρωγε πολύ» από το site των εκδόσεων Καστανιώτη.


Τώρα που κάθομαι χαλαρά και πίνω καφέ παρέα με τον Philip Kerr σκέφτομαι πόσο ανόητοι ήταν τόσο καιρό οι ενδοιασμοί μου (οι αμφιβολίες για το αν πρέπει να αγοράσω ένα ηλεκτρονικό βιβλίο, αν χάνεις τη μαγεία του εντύπου κτλ.). Δεν αντικαθιστάς τα τυπωμένα βιβλία με ηλεκτρονικά, απλά ένα gadget σου προσφέρει μια επιπλέον βοήθεια (και απόλαυση). Άλλα βιβλία θα τα αγοράζω έτσι, για να μυρίζω το χαρτί, να τσαλακώνω τις σελίδες, να τα λεκιάζω με καφέ ή με νερό και άμμο στην παραλία, άλλα θα τα κατεβάζω ηλεκτρονικά. Άλλωστε, δεν θυσιάζω τις βόλτες στα βιβλιοπωλεία (με τίποτα)!

Η γραμματοσειρά αλλάζει: Πολύ εύκολα επιλέγεις το μέγεθος και το στυλ που σε βολεύει. Το ωραιότερο είναι ότι όταν πας με τα βελάκια τον κέρσορα μπροστά από μία λέξη σού εμφανίζει το λεξικό. Κατέβασα το Αγγλοελληνικό Slovoed για Kindle αλλά έχει μόνο 4.000 λήμματα και δεν βοηθάει. Τα Αγγλοαγγλικά λεξικά που έχει ήδη φορτωμένα είναι καλύτερα. 

Το Kindle έχει το μέγεθος ενός βιβλίου στο μικρό, βολικό σχήμα των εκδόσεων Άγρα. Είναι τόσο μικρό που χωράει στην τσέπη.

Υ.Γ. Το gadget-φετίχ κόστισε 106 ευρώ (τελική τιμή με φόρους, κούριερ κ.α.). Αν θέλετε να το παραγγείλετε κάντε κλικ εδώ: Το νέο Kindle του Amazon - Πώς να παραγγείλουμε από Ελλάδα και Κύπρο.