Αυτές τις μέρες, με αφορμή την 21η Απριλίου, διάβασα πολλά κείμενα στο διαδίκτυο και τις εφημερίδες για τη δικτατορία και τις συνέπειες της επταετίας στη ζωή μας μέχρι και σήμερα. Το πιο εύστοχο νομίζω ήταν ένα άρθρο του Γιώργου Πήττα στο tvxs.gr, με τίτλο «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών: Μια αιωνιότητα και μια Μέρα».

Πρόκειται για ένα κείμενο που μιλά για το -εκτός των άλλων-πολιτιστικό έγκλημα που διέπραξε η Χούντα. Η δικτατορία ήταν «μια φυλακή που μέσα στα επτά χρόνια, αλλοίωσε και διέφθειρε σημαντικά τον τρόπο σκέψης των Ελλήνων και ανακάτεψε την Ιστορική Μνήμη» [...] «Θεωρώ, την επταετία των συνταγματαρχών, υπεύθυνη σε μεγάλο βαθμό για το σημερινό χάλι της Ελλάδας γιατί, κατά τη γνώμη μου είναι αυτή που δεν επέτρεψε την ωρίμανση της Πολιτιστικής Άνοιξης που γνώρισε ο τόπος στις αρχές της δεκαετίας του 60. Εκείνη η εποχή, μέσα από τη συγκυρία είχε καταφέρει από τη μια να παράγει Πολιτισμό και από την άλλη να τα επικοινωνεί με σημαντικές μάζες που διευρύνονταν διαρκώς, όχι με βάση κάποιο “σχέδιο” αλλά γιατί η ιστορική συγκυρία είχε κουρδίσει τα πάντα. Αν είχε εξελιχθεί, ενδεχομένως, αν μη τι άλλο, να είχαμε κερδίσει μια στοιχειωδώς ενήλικη κοινωνία. Η Δικτατορία ήταν μια χωρίς αναισθητικό έκτρωση σε ότι κυοφορούσε τότε η Κοινωνία».

Όσα γράφει ο Γιώργος Πήττας εξηγούν αυτό το τραγικό 30% που δήλωσε στη δημοσκόπηση της Metron Analysis, η οποία έγινε για λογαριασμό της Ελευθεροτυπίας, ότι «τα πράγματα ήταν καλύτερα στη δικτατορία».

Το κιτς της Χούντας, ένα remix με τσάμικα, εμβατήρια και ψαλμωδίες, ρήμαξε την κυρίαρχη μέχρι τότε αισθητική της μποέμ γενιάς του '30 και των καλλιτεχνών που συνέχισαν το έργο της. Η ποιητικότητα, η ευγένεια, η μουσικότητα, το πάθος των πνευματικών ανθρώπων τσαλαπατήθηκαν από τη λαϊκή χυδαιότητα των συνταγματαρχών, αλλά και εκείνων που είτε κουλουριάζονταν δουλικά σαν φίδια στα πόδια τους είτε «κοιτούσαν τη δουλειά τους και δεν μιλούσαν για να μην ξεβολευτούν». Η επταετία έβαλε τις βάσεις για να γεννηθεί το μοντέλο του Ελληνάρα, του αδιάφορου πολίτη, του χαβαλέ, του λαμόγιου, του λαϊκού ξερόλα που θα τρυπώσει παντού χωρίς αξιοκρατία, θα απαξιώσει κάθε ιδανικό στο όνομα της καλοπέρασης, και θα αναγάγει το τσιφτετέλι και το ζεϊμπέκικο σε πυρήνα της προσωπικότητάς του.

Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε σε βάθος, αλλά και να ερμηνεύσουμε ξανά όσα συνέβησαν περίπου τα τελευταία 50 χρόνια. Η ιστορία είναι ο μόνος τρόπος που μπορεί να μας βοηθήσει να βρούμε την άκρη του νήματος μέσα στον λαβύρινθο που μας έχουν ρίξει. Για να καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει σήμερα, πρέπει να γυρίσουμε πίσω και να διαβάσουμε (ή να ξαναδιαβάσουμε) την ιστορία κάτω από νέο πρίσμα. Προσωπικά, εστίασα το ενδιαφέρον μου σε τρία βιβλία που μιλούν τόσο για την περίοδο της Χούντας, όσο και των χρόνων που προηγήθηκαν:

Επέστρεψα στη «Γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα» του Γιάννη Κάτρη (εκδ. Παπαζήση). Ένα βιβλίο που καταγράφει τα γεγονότα από το 1960 έως το 1970. Οι πολιτικοί, το παλάτι, οι πράκτορες... Κυρίως οι ίντριγκες, αστοχίες, συμμαχίες, προδοσίες που διαμόρφωσαν το υπέδαφος για να αναπτυχθεί το καρκίνωμα της δικτατορίας. Ο δημοσιογράφος στο βιβλίο του κατέγραψε όλο το ασταθές πολιτικό σκηνικό, την αποστασία, τις εγκληματικές επεμβάσεις των μυστικών υπηρεσιών της Αμερικής αλλά και το παρασκήνιο του πραξικοπήματος που οργάνωνε ο τέως Βασιλιάς, το οποίο δεν έγινε ποτέ, αφού το πρόλαβαν τα τανκς του Παπαδόπουλου.

Συνέχισα, με τον 6ο τόμο του Τάσου Βουρνά, από τη σειρά βιβλίων «Ιστορία της νεώτερης και σύγχρονης Ελλάδας» (εκδ. Πατάκη). Αυτό το βιβλίο διαφέρει από τα υπόλοιπα πέντε του ίδιου συγγραφέα, γιατί δεν είναι ένα αυστηρά ιστορικό έργο που καταγράφει όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, αλλά μια συγκλονιστική μαρτυρία ενός ανθρώπου που έζησε από κοντά τα γεγονότα στον Ιππόδρομο τη νύχτα της 21ης Απριλίου του 1967, όσο και της εξορίας στη Γυάρο και τη Λέρο. Ο Τάσος Βουρνάς υπήρξε μάρτυρας του ξυλοδαρμού του Ηλία Ηλιού, της δολοφονίας του Παναγιώτη Ελή, αλλά και των βασανισμών χιλιάδων ανθρώπων στα κάτεργα της Χούντας.

Παράλληλα, έχω ξεκινήσει και το «Το ημερολόγιο του Λονδίνου» της Μαρίας Καραβία (εκδ. Άγρα). Η δημοσιογράφος που εργάστηκε μεταξύ άλλων στη Μεσημβρινή και την Καθημερινή της Ελένης Βλάχου, αλλά και στο Τρίτο Πρόγραμμα του Χατζιδάκι, καταγράφει μέρα προς μέρα το χρονικό της επταετίας, αλλά μέσα από τα μάτια των ανθρώπων που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους, κυνηγημένοι από τους φασίστες.

Τα καλύτερα μυαλά της Ελλάδας είτε σάπισαν στα κολαστήρια του Παττακού, είτε έφυγαν στο εξωτερικό για να μη συλληφθούν. Οι δικτάτορες αντικατέστησαν τις τέχνες με φθηνά, κακόγουστα θεάματα και ανέδειξαν την υποκουλτούρα που αποκτήνωσε τα λαϊκά στρώματα.

Για να είμαστε όμως ακριβείς, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι αν η Χούντα επέβαλε το κιτς με τα όπλα, το ΠΑΣΟΚ την επόμενη δεκαετία το εδραίωσε με τον χυδαίο λαϊκισμό του. Αυτή «τη μετάλλαξη της νεοελληνικής κοινωνίας που μας οδήγησε στη σημερινή μας ήττα», περιγράφει στο βιβλίο του «Το τελευταίο τέταρτο» (εκδ. Πόλις) ο Τάκης Θεοδωρόπουλος. Ο συγγραφέας δεν αφηγείται μόνο την ιστορία του θρυλικού περιοδικού που διηύθυνε ο Μάνος Χατζιδάκις, αλλά μιλά κυρίως για την αισθητική του που καταποντίστηκε από την επέλαση του αγοραίου Αυριανισμού. Ο επιθετικός λαϊκισμός με τις (πρωτοσέλιδες) θηριωδίες του έβαλε την ταφόπλακα στο πολιτιστικό έγκλημα της δικτατορίας και μας οδήγησε στη σημερινή κατάσταση. Μια ηθική κρίση που βασίζεται στην αμορφωσιά, τη σύγχυση, την αμετροέπεια, την αναξιοκρατία, τη διαφθορά και την αδιαφορία.

Υ.Γ. Φυσικά, όταν μιλάμε για ιστορία, πάντα ανατρέχω στο πιο απολαυστικό βιβλίο της κατηγορίας του, την «Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους» του Βασίλη Ραφαηλίδη (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου).



Το καλοκαίρι των Ολυμπιακών Αγώνων σε έναν παλιό πύργο στην Αρεόπολη της Μάνης διάβαζα το μυθιστόρημα του Τζέιμς Γκράχαμ Μπάλαρντ «Άνθρωποι του Μιλένιουμ» (εκδ. Ποταμός) και αναρωτιόμουν πότε θα σκάσει η σαπουνόφουσκα μιας πόλης που καμάρωνε με δανεικά.

Πολλά άλλαξαν από τότε. Τα καγιέν και οι μεζονέτες τινάχτηκαν στον αέρα, τα διακοποδάνεια έγιναν θηλιά στο λαιμό και οι φωτογραφίες από τις Μαλδίβες έχουν πλέον διαγραφεί από το Facebook. Οι χθεσινοί τουρίστες που έτρωγαν σούσι και τηγανιτό ρύζι με σαφράν καθισμένοι ανακούρκουδα σε μια ξύλινη προβλήτα πάνω στον Ινδικό Ωκεανό, τώρα σε κάθε πολιτική συζήτηση είναι έτοιμοι να βγάλουν ο ένας το μάτι του άλλου με τα τσόπστικς. Μέχρι χθες παθιασμένοι ψηφοφόροι σε τηλεοπτικά ριάλιτι, σήμερα μουτζαχεντίν με τα μυαλά στα κάγκελα: έτοιμοι να χυμήξουν σε όποιον τολμήσει να εκφράσει διαφορετική άποψη από τη δική τους.

Όλα αυτά και άλλα πολλά, γραμμένα δέκα χρόνια πριν, όταν η κρίση δεν έπαιζε ούτε σαν σενάριο, περιγράφει ο Μπάλαρντ (1930-2009) στο μυθιστόρημά του. Κάπου στο Λονδίνο οι κάτοικοι σε ένα πλούσιο προάστιο εξεγείρονται. Ανεβαίνουν στις στέγες των σπιτιών τους και κρεμούν πανό διαμαρτυρίας, φτιάχνουν οδοφράγματα με αναποδογυρισμένα ακριβά αυτοκίνητα, καίνε κάδους, σπάνε τις design κουζίνες τους και βγαίνουν έξω κοπανώντας με μίσος τα γουόκ τους. Η μεσοαστική τάξη ξεχύνεται στους δρόμους και μπροστά από κήπους με καλοκουρεμένα γκαζόν αποφασίζει να σπάσει τα δεσμά της κατανάλωσης που την κρατούν δεμένη πισθάγκωνα. Οι τράπεζες και οι πολυεθνικές την έχουν τυλίξει για τα καλά σε μια κόλα χαρτί. Η ζωή κάθε πολίτη είναι προδιαγεγραμμένη σε ένα συμβόλαιο. Το παιχνίδι παίζεται στα ψιλά γράμματα που έχει υπογράψει χωρίς να διαβάσει.

«Η τεράστια μητρόπολη που περιέβαλλε το Τσέλσι Μαρίνα κρατούσε ακόμα την ανάσα της. Εδώ άρχισε η επανάσταση της μεσαίας τάξης, όχι ο ξεσηκωμός ενός απελπισμένου προλεταριάτου, αλλά η εξέγερση της μορφωμένης τάξης των επαγγελματιών που υπήρξαν οι στυλοβάτες της κοινωνίας. Σ' αυτούς τους ήσυχους δρόμους, το σκηνικό αμέτρητων δείπνων, χειρουργοί και ασφαλιστές, αρχιτέκτονες και στελέχη υπηρεσιών υγείας, είχαν στήσει τα οδοφράγματά τους και αναποδογυρίσει τα αυτοκίνητά τους για να μπλοκάρουν τα οχήματα της πυροσβεστικής και των ομάδων διάσωσης που προσπαθούσαν να τους σώσουν. Απέρριψαν όλες τις προσφορές για βοήθεια, αρνούμενοι να βγάλουν στη φόρα τα πραγματικά τους παράπονα ή να πουν αν υπήρχαν καν παράπονα. [...] Για λόγους τους οποίους δεν καταλάβαινε κανείς, οι κάτοικοι του Τσέλσι Μαρίνα είχαν βαλθεί να διαλύσουν το μεσοαστικό τους κόσμο. Άναβαν φωτιές με βιβλία και πίνακες, εκπαιδευτικά παιχνίδια και βίντεο. Οι ειδήσεις στην τηλεόραση έδειχναν οικογένειες να κάνουν αλυσίδα, περικυκλωμένες από αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα, με τα πρόσωπά τους να φωτίζονται περήφανα στις φλόγες».

Η σύγχρονη εξέγερση που ξεκίνησε για τα ακριβά κοινόχρηστα των πολυκατοικιών, την τιμή του πετρελαίου και τα τέλη στάθμευσης, γρήγορα ξεφουσκώνει. Η «επανάσταση» της μεσαίας τάξης καταστέλλεται και οι διαδηλώσεις των αγανακτισμένων πολιτών διαλύονται όταν κλείσουν οι κάμερες των καναλιών. Άλλωστε, στις δυτικές κοινωνίες όλα μετριούνται με τηλεοπτικό χρόνο.

«Μια απανθρακωμένη Βόλβο στεκόταν στην άκρη του δρόμου, αλλά οι καλοί τρόποι κυριαρχούσαν ακόμα, και κόσμος την είχε σπρώξει σε μία θέση παρκαρίσματος. Οι επαναστάτες είχαν συγυρίσει μετά την επανάστασή τους. Σχεδόν όλα τα αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα τα είχαν γυρίσει από τη σωστή μεριά, με τα κλειδιά πάνω στη μηχανή, να περιμένουν εκείνους που θα έρχονταν να τα κατασχέσουν. Ο κάδος ήταν γεμάτος βιβλία, ρακέτες του τένις, παιδικά παιχνίδια κι ένα ζευγάρι μαυρισμένα πέδιλα του σκι. Δίπλα σ' ένα σχολικό μπλέιζερ με καψαλισμένο σιρίτι, ένα σχεδόν καινούριο μάλλινο πενιέ κοστούμι, η πρωινή στολή ενός μεσαίου στελέχους, κείτονταν ανάμεσα σ' εκείνο το ρημαδιό σαν την παραπεταμένη στολή φαντάρου που πέταξε το όπλο του και πήρε τα βουνά. Το κοστούμι έμοιαζε παράδοξα ευάλωτο, η εγκαταλελειμμένη σημαία ενός ολόκληρου πολιτισμού...».

Τι έμεινε από όλο αυτό; Μια ομάδα φανατικών που οργάνωσε ένας παιδίατρος. Πρώην στελέχη επιχειρήσεων, γιατροί, δικηγόροι, καθηγητές, οι οποίοι ασφυκτιούσαν σε μια υποθηκευμένη ζωή, κατρακύλησαν στην ωμή βία. Φορώντας πανάκριβα φούτερ με κουκούλες και κασμιρένια κασκόλ Prada που είχαν αγοράσει με πιστωτικές κάρτες, επιτίθενται σε πολυκαταστήματα πετώντας μολότοφ φτιαγμένες με μπουκάλια από μεταλλικό νερό Evian ή από ακριβά κρασιά που είχαν φέρει από τις διακοπές τους στην Προβηγκία. Xτυπούν μουσεία, κινηματογράφους στα mall, αίθουσες αναμονής στο Χίθροου. Σε ένα από αυτά τα τυφλά τρομοκρατικά χτυπήματα «που στόχο έχουν την αποσταθεροποίηση του καπιταλιστικού συστήματος στη ρίζα του», σκοτώνεται η τέως σύζυγος του Ντέιβιντ Μάρκαμ, ενός ψυχολόγου, διάσημου από τις συχνές εμφανίσεις τους σε τηλεοπτικές εκπομπές του ΒΒC. O τελευταίος, αφηγητής της ιστορίας, βγάζει το κοστούμι του και παρεισφρέει ως πληροφοριοδότης της αστυνομίας στην ομάδα των τρομοκρατών προκειμένου να ανακαλύψει ποιοι σκότωσαν την πρώην γυναίκα του. Έτσι, ο συγγραφέας έχει την ευκαιρία να ανοίξει διάλογο για τα τυφλά τρομοκρατικά χτυπήματα που αντί τελικά να αποσταθεροποιήσουν το καπιταλιστικό σύστημα το δυναμώνουν, παρέχοντάς του το δικαίωμα να καταπατήσει ακόμα περισσότερο τις ατομικές ελευθερίες των πολιτών για λόγους ασφαλείας.

Το βιβλίο, αν σκεφτεί κανείς πως εκδόθηκε το 2003 στο Λονδίνο, είναι προφητικό. Όχι για την τρομοκρατία, αφού είχε προηγηθεί το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους το 2001, αλλά γιατί σκιαγράφησε πολύ πριν σκάσει η βόμβα της ύφεσης το 2008 τη μετατροπή της μεσαίας τάξης σε ένα σύγχρονο προλεταριάτο που πιέζεται από όλες τις μεριές. Από τη μια βρίσκονται οι οικονομικοί εγκληματίες, οι οποίοι στο όνομα της ανάπτυξης και της εξυγίανσης ενός συστήματος που μαστίζεται από την κρίση επιτίθενται άγρια σε αυτούς που στήριξαν την οικονομία τον περασμένο αιώνα. Από την άλλη, οι παρανοϊκοί που πιστεύουν ότι το μοναδικό όπλο είναι η ωμή βία και το αντάρτικο πόλεων. Και ανάμεσά τους, σαστισμένοι, αηδιασμένοι, μπουχτισμένοι βρίσκονται οι μορφωμένοι υπάλληλοι που πλέον αμείβονται με μισθό ανειδίκευτου εργάτη. Άνθρωποι που κάποτε ζούσαν καλά και τώρα έχουν ολοένα και λιγότερο πρόσβαση σε αυτό που ονομάζεται κοινωνικό κράτος.

Το μυθιστόρημα του Μπάλαρντ θέτει ένα ερώτημα που στην καρδιά της οικονομικής κρίσης μοιάζει πιο επίκαιρο από ποτέ. Θα μπορέσει άραγε η μεσαία τάξη να βρει το δρόμο της; Θα δει ξεκάθαρα ότι είναι το σύγχρονο προλεταριάτο; Θα επαναστατήσει για ένα σαββατοκύριακο; Θα βγει, θα φωνάξει και μετά θα υποχωρήσει στην ασφάλεια του καναπέ της; Θα ταμπουρωθεί πίσω από τα ακριβά λάπτοπ της (τα οποία αν χαλάσουν αδυνατεί να αντικαταστήσει) και θα περιοριστεί ανεβάζοντας επιθετικά ποστ στα κοινωνικά δίκτυα; Θα συνεχίζει να εκτονώνεται κάνοντας like και share σε όσα δεν έχει το θάρρος να πράξει στην αληθινή ζωή; Ή τελικά κατατρομοκρατημένη από τα μίντια θα συνταχθεί με την οικονομική ελίτ των μνημονίων μπας και διασώσει αυτά τα λίγα που τη χωρίζουν πια από τους νεόπτωχους; Θα βρει τρόπο να βάλει φρένο στην κατάρρευσή της χωρίς να παραδοθεί στη βία; Αυτό μένει να φανεί. 

Y.Γ. Η αντιασφυξιογόνα μάσκα με δερμάτινη επένδυση Louis Vuitton είναι δημιουργία του εικαστικού και ντιζάινερ Diddο.


“I go back to the reading room, where I sink down in the sofa and into the world of The Arabian Nights. Slowly, like a movie fadeout, the real world evaporates. I'm alone, inside the world of the story. My favourite feeling in the world”

Haruki Murakami, Kafka on the Shore


Τελευταία μου αρέσει πολύ να ξυπνάω νωρίς. Ποιος να το περίμενε από μένα που δεν μπορούσα να ανοίξω τα μάτια μου αν δεν είχε πάει 9. Πίνω καφέ, παρακολουθώ τις ειδήσεις στο διαδίκτυο και μετά, καμια δυο ώρες, διαβάζω πριν ετοιμαστώ για τα γραφεία.

Το πρωινό διάβασμα είναι ακόμα πιο απολαυστικό απ' το βραδινό. Τη νύχτα πλέον η προσοχή μου αποσπάται ευκολότερα ή καταλήγω να κοιμάμαι με το φως αναμμένο και το βιβλίο στα μούτρα. Φορώντας ακόμα τα γυαλιά.

Κάθε πρωί ξυπνάω πλέον πιο χαρούμενος. Νομίζω μάλιστα πως αυτές οι ώρες είναι οι πιο αγαπημένες μου μέσα στη μέρα. Ξαπλώνω στον καναπέ (τώρα που ανοίγει ο καιρός θα διαβάζω στη βεράντα κάτω από τα δέντρα) και το... σκάω. Δεν θες πολλά για τέτοια ταξίδια: δυο μαλακά μαξιλάρια κι ένα καλό βιβλίο.

Κλέβοντας μια ώρα ύπνο, κατάφερα όχι μόνο να διπλασιάσω τα βιβλία που διαβάζω, αλλά και να μεγαλώσω τη μέρα. Πριν πάω στη δουλειά έχω ταξιδέψει στον κόσμο ενός μυθιστορήματος. Κι έχω ζήσει δυο ζωές. Μια δική μου και μια χάρτινη. Πραγματικές πάντως και οι δύο. Τουλάχιστον, με τον τρόπο που έχουμε όσοι αγαπάμε το διάβασμα, να απολαμβάνουμε τα ταξίδια δωματίου.

Υ.Γ. Δεν ξέρω για εσάς, πάντως ο George R.R. Martin συμφωνεί: «Ένας αναγνώστης έχει ζήσει χιλιάδες ζωές πριν πεθάνει».


Ένα από τα ράφια της βιβλιοθήκης μου χθες βράδυ επαναστάτησε και διεκδίκησε την αυτονομία του. Η ανταρσία ξεκίνησε στο nightclub Book Lovers μετά από άγριο καβγά του Μπαζ Μηκς από «Το μεγάλο πουθενά» και του Μπαντ Ουάιτ από το «Λος Άντζελες Εμπιστευτικό». Σύμφωνα με το βιβλίο συμβάντων της βιβλιοαστυνομίας ο Τζέιμς Ελρόι, στη συνέχεια, έπαιξε καθοριστικό ρόλο ξεσηκώνοντας πολύ γρήγορα τον Ζορζ Σιμενόν και την Πατρίτσια Χάισμιθ που βρίσκονταν σε παρακείμενα τραπέζια.

Αυτόπτες μάρτυρες αναφέρουν ότι ο Ρίπλεϊ ανέλαβε να πείσει τόσο τον αρχικά δύσπιστο Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, όσο και ολόκληρη την αφρόκρεμα της αγγλικής αστυνομικής λογοτεχνίας του 19ου και 20ου αιώνα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τελευταίοι έχουν φτιάξει την εξαιρετική λέσχη «Ανθολογία αγγλικού αστυνομικού μυθιστορήματος» στους δύο τόμους που βρίσκονται στη συμβολή των οδών Σέρλοκ Χολμς και Ηρακλή Πουαρό. Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό βικτοριανής αισθητικής οίκημα με αναμμένα τζάκια, βιβλιοθήκες με κρυφά περάσματα και φθαρμένες τσέστερφιλντ πολυθρόνες.

Το ράφι σύντομα γέμισε με εξεγερμένους ήρωες, αλλά και με σαστισμένους, φιλήσυχους νοικοκυραίους που περίμεναν όλη νύχτα στην ουρά του ΑΤΜ για να σηκώσουν όσο περισσότερα χρήματα μπορούσαν, πριν εγκαταλείψουν την πόλη με τα αυτοκίνητά τους.

Όταν αποφασίστηκε η επέμβαση του στρατού ήταν πλέον αργά. Όλα μαζί, μυθιστορήματα και νουβέλες, γύρισαν τη ράχη στον τοίχο και έφτιαξαν μια μικρή βιβλιοπόλη που διοικείται αυτόνομα. Δεν ακολουθεί τους κανόνες βιβλιοθηκονομίας ούτε πληρώνει φόρους και δασμούς για την εισαγωγή και εξαγωγή λέξεων. Αυτό έχει ως συνέπεια να απομονωθεί από τα υπόλοιπα ράφια, οι τοπικές διοικήσεις των οποίων παρακολουθούν ανήσυχες τα τεκταινόμενα.

Ελικόπτερα του σταθμού μας πετούν διαρκώς πάνω από το εξεγερμένο ράφι και καταγράφουν τις εξελίξεις. Για οτιδήποτε νεότερο θα διακόψουμε το πρόγραμμά μας και θα σας ενημερώσουμε με έκτακτο δελτίο.



Χθες είδα το τελευταίο επεισόδιο του House of Cards. Πολιτικές ίντριγκες, παρασκήνια, αδίστακτοι γερουσιαστές, διαπλεκόμενοι δημοσιογράφοι, πολυεθνικές εταιρείες, πράκτορες: ένα απίστευτο γαϊτανάκι γύρω από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ. Η σειρά δείχνει εξαιρετικά πώς λειτουργούν οι φήμες στην πολιτική, τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονται οι ειδήσεις, αλλά και το ρόλο που παίζουν τα κοινωνικά δίκτυα στη διαμόρφωση κλίματος. Όταν όμως μιλάμε για ανελέητο κυνήγι εξουσίας δεν είναι δυνατόν να μην πάει το μυαλό μας στον Τζέι Έντγκαρ Χούβερ, τον ιδρυτή του FBI, ο οποίος υπήρξε ο βασιλιάς της συνωμοσίας. 

Ως εκ τούτου αγόρασα μια παλιότερη βιογραφία του: Κυρίαρχος του παιχνιδιού – Η κρυφή ζωή του J. Edgar Hoover του Ρίτσαρντ Χακ (εκδ. Μοντέρνοι Καιροί, 2005). Διάβασα από περιέργεια στο μετρό το πρώτο κεφάλαιο (απιστία στο 54 των Wu Ming, εκδ. Εξάρχεια) και κόλλησα. Δυο τρία ξενύχτια και την τελείωσα. Τίποτα βέβαια που δεν ξέρουμε ήδη από την ταινία J. Edgar ή από τα βιβλία του Τζέιμς Ελρόι.

Το βιβλίο ξεκινά από τον θάνατο του Χούβερ: η υπηρέτρια και ο σοφέρ του τον βρήκαν πεσμένο στο πάτωμα της σκοτεινής κρεβατοκάμαράς του στις 2 Μαΐου του 1972. Η είδηση διαδόθηκε γρήγορα σε όλόκληρη την Ουάσινγκτον: Ο ιδρυτής του FBI ήταν νεκρός κι ο Πρόεδρος Νίξον έτριβε τα χέρια του.

H ζωή του Χούβερ είναι πάνω κάτω η σύγχρονη αμερικανική ιστορία. Ήταν τόσο μοναχικός και αφοσιωμένος στο να τυλίγει σε μία κόλλα χαρτί τους πιο ισχυρούς ανθρώπους των ΗΠΑ, που θα μπορούσε κανείς να πει με σιγουριά ότι ζούσε μέσα από τους άλλους. Οι φήμες και τα κουτσομπολιά τον έθρεφαν. Η ομοφυλοφιλία (σύμφωνα με φήμες είχε σχέση χρόνια με το νούμερο δύο του FBI Kλάιντ Τόλσον) και η εμμονή με τη μητέρα του ήταν τα μόνα στοιχεία που αποδείκνυαν ότι ο Χούβερ δεν ήταν μηχανή. Κατά τ' άλλα ήταν παγερός σαν υπολογιστής που αρχειοθετεί ακόμα και το πιο απλό στοιχείο. Μια μηχανή αναζήτησης που κρατούσε τα αποτελέσματα σε κρυφούς φακέλους. Συντηρώντας με φανατική προσήλωση ένα πλούσιο αρχείο, σκορπούσε τα γραβατωμένα σκυλιά του σε κάθε γωνιά της Αμερικής για να συλλέγουν με τους πιο ανορθόδοξους τρόπους πληροφορίες. Οι πράκτορες του Χούβερ ζούσαν σαν μπον βιβέρ σε σουίτες πολυτελών ξενοδοχείων, φορούσαν καλοραμμένα μαύρα κοστούμια και χειροποίητα δερμάτινα παπούτσια, και δεν δίσταζαν να συμμαχήσουν με τα μεγαλύτερα αποβράσματα του υποκόσμου προκειμένου το αφεντικό να είναι ικανοποιημένο. Μαφιόζοι, νονοί, πρεζόνια, βαποράκια και έμποροι ναρκωτικών, πόρνες, προαγωγοί, εκβιαστές, συνδιαλέγονταν μαζί τους υπό τις οδηγίες του Χούβερ. Έτσι, οι πιο ισχυροί άνδρες (ακόμα και οι ίδιοι οι πρόεδροι των ΗΠΑ) βρίσκονταν φακελωμένοι και έρμαια στα χέρια ενός σατανικού, μυστήριου τύπου που πίστευε ότι η οργάνωση και η συλλογή πληροφοριών ήταν το πιο αποτελεσματικό υπερόπλο για να έχεις δύναμη και εξουσία. (Ολόκληρη η Google σε έναν άνθρωπο).

Η τριλογία Underwolrd USA του Τζέιμς Ελρόι (Αμερικανικό ταμπλόιντ, Αμερικανικό ταξίδι θανάτου, Το αίμα δεν σταματά ποτέ – και τα τρία από τις εκδόσεις Άγρα σε πολύ ωραία μετάφραση του Ανδρέα Αποστολίδη) είναι ο πιο απολαυστικός τρόπος να παρακολουθήσει κανείς την ιστορία του Χούβερ. Δεν είναι μόνο οι σκηνές δράσης, η γρήγορη πλοκή γεμάτη κρυφές παρακολουθήσεις, υποκλοπές, πολιτικές ίντριγκες, αλλά και οι περιγραφές των πιο βίαιων γεγονότων με απόλυτο κυνισμό. Είναι κυρίως η δυνατή γραφή του συγγραφέα, το απαράμιλλο στυλ του, που δίνει στα βιβλία μια απίστευτη γοητεία. Πρόκειται για νουάρ «ποίηση» που ματώνει.

Ό,τι κι αν διαβάσω για τον Χούβερ ή για εκείνη την εποχή (κυρίως για τις δεκαετίες '50 και '60 με τις οποίες έχω εμμονή) με κάνει να επιστρέφω ξανά και ξανά σε αυτά τα τρία βιβλία. Φυσικά, όπως όλα τα έργα του Ελρόι, αυτά πολύ περισσότερο, είναι γεμάτα με εκατοντάδες ονόματα. Γι΄αυτό απαιτούν μεγάλη προσοχή. Διαβάζοντάς τα είναι πολύ εύκολο να χάσει κανείς τη μπάλα.

Και στα τρία μυθιστορήματα (τα οποία είναι 700+ σελίδες το καθένα και πρέπει να διαβαστούν με τη σειρά) ήρωες είναι δύο πράκτορες του FBI, o Κέμπερ και ο Λίττελ. Μαζί τους παρακολουθούμε όλα τα γεγονότα και τις συνωμοσίες που οδήγησαν στη δολοφονία του Τζον Κένεντι το Νοέμβριο του 1963. Αλλά και όσα ακολούθησαν μέχρι το 1972, τη χρονιά που πέθανε ο Χούβερ.

Τώρα, περιμένω να έρθει από το Amazon η βιογραφία του Χούβερ σε κόμικ J. Edgar Hoover: A Graphic Biography (Rick Geary), ενώ κατέβασα στο Kindle τα βιβλία House of Cards του Michael Dobbs (House of Cards / To Play the King / Final Cut) στα οποία βασίστηκε η σειρά. Η ιστορία και στα τρία αυτά μυθιστορήματα διαδραματίζεται στη Μεγάλη Βρετανία. Ο αδίστακτος πολιτικός παλεύει υπόγεια και με κάθε μέσο να γίνει πρωθυπουργός. Απ' ό,τι διάβασα υπάρχουν πολλές διαφορές με την αμερικανική σειρά, οπότε είναι σαν να ξαναπαίρνεις από την αρχή το House of Cards σε άλλη χώρα και σε άλλη εποχή ('90s), με εντελώς άλλα πρόσωπα.  

Υ.Γ. Για να δείτε το τρέιλερ του House of cards κάντε κλικ στο βίντεο που ακολουθεί:



«Υπάρχουν φορές που μαθαίνεις τον εαυτό σου διαβάζοντας για τη ζωή άλλων ανθρώπων. Βλέπετε, το σπουδαίο με τα μυθιστορήματα είναι ότι σου δίνουν την ευκαιρία να εισέλθεις στη ζωή άλλων ανθρώπων, σε μια ζωή που δεν είναι η δική σου. Το μυθιστόρημα είναι ένα από τα ελάχιστα μέρη στον κόσμο όπου δύο άγνωστοι συναντιούνται κάτω από απολύτως οικείους όρους. Αναφέρομαι στον συγγραφέα και τον αναγνώστη. Μαζί φτιάχνουν το βιβλίο. Δεν είναι μόνο ο συγγραφέας. Είναι και ο αναγνώστης που επινοεί ένα βιβλίο. Κάθε αναγνώστης διαβάζει ένα διαφορετικό βιβλίο».

Αυτά και άλλα ωραία λέει ο Πολ Όστερ στον Ανταίο Χρυστομίδη στο βιβλίο «Οι κεραίες της εποχής μου» (εκδ. Καστανιώτη). Όπως προδίδει ο τίτλος, πρόκειται για τη μεταφορά της ομώνυμης τηλεοπτικής εκπομπής βιβλίου στο χαρτί.

Ο γνωστός μεταφραστής ταξιδεύει μαζί με 33 διάσημους συγγραφείς σε ένα δωμάτιο και μάς μεταφέρει τις συνομιλίες τους. Στο βιβλίο βρίσκουμε τις συνεντεύξεις των Νικολό Αμανίτι, Μάργκαρετ Άτγουντ, Μορίς Ατιά, Μάρτιν Βάλζερ, Μάριο Βάργκας Λιόσα, Γκαμάλ Αλ Γιτάνι, Ναντίν Γκόρντιμερ, Χανς Μάγκνους Εντσεσμπέργκερ, Χαβιέρ Θέρκας, Αντρέα Καμιλέρι, Ντάνιελ Κέλμαν, Χανίφ Κιουρέισι, Τζον Λε Καρέ, Κλάουντιο Μάγκρις, Βλαντίμιρ Μακάνιν, Ίαν ΜακΓιούαν, Νόρμαν Μάνεα, Χάρι Μούλις, Τζον Μπάνβιλ, Άμος Οζ, Πολ Όστερ, Ορχάν Παμούκ, Τζορτζ Πελεκάνος, Σέρχιο Πιτόλ, Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, Ζοζέ Σαραμάγκου, Ίνγκο Σούλτσε, Αντόνιο Ταμπούκι, Π. Ντ. Τζέιμς, Ντάριο Φο, Κάρλος Φουέντες, Γιασμίνα Χάντρα, Άλαν Χόλινγκχερστ.

Είναι ένα απολαυστικό βιβλιοβιβλίο. Δεν το διαβάζω βεβαίως με τη σειρά, σελίδα σελίδα, όπως ένα μυθιστόρημα. Διαλέγω αποσπάσματα και τα απολαμβάνω κάθε πρωί μαζί με τον καφέ.

Αν αρέσουν και σ' εσάς, αυτού του είδους οι εκδόσεις, υπάρχουν άλλες δύο αντίστοιχες:
«Η τέχνη της γραφής» (εκδ. Τόπος). Πρόκειται για συνεντεύξεις στο λογοτεχνικό περιοδικό Paris Review των διάσημων συγγραφέων: Τ.Σ. Έλιοτ, Τρούμαν Καπότε, Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Σολ Μπέλοου, Χόρχε Λούις Μπόρχες, Γκρέιαμ Γκριν, Ουίλιαμ Φόκνερ, Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Χάρολντ Μπλουμ.

Αλλά και το «Κουβέντες του σιναφιού - Ένας συγγραφέας, οι συνάδελφοί του και η δουλειά τους» (εκδ. Πόλις), στο οποίο θα βρείτε τις συζητήσεις του Φίλιπ Ροθ με τους συναδέλφους του Πρίμο Λέβι, Άαρον Άπελφελντ, Ιβάν Κλίμα, Μίλαν Κούντερα, Έντνα Ο' Μπράιαν, Μαίρη ΜακΚάρθυ, Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ.

Υ.Γ. Καμιά φορά βέβαια το να γνωρίζεις έναν συγγραφέα μέσα από συνεντεύξεις ή βιογραφίες σού προκαλεί ένα περίεργο συναίσθημα, κάτι μεταξύ απογοήτευσης και αμηχανίας. Το έχω νιώσει πολλές φορές παρακολουθώντας την εκπομπή των Χρυσοστομίδη και Χαρτουλάρη. Μια συνέντευξη όμως σε βιβλίο είναι αλλιώς. Ίσως γιατί το χαρτί είναι το φυσικό περιβάλλον ενός συγγραφέα.