Τον περασμένο Νοέμβριο πήρα μία απόφαση που άλλαξε κατά πολύ τις αναγνωστικές μου συνήθειες. Αποφάσισα να διαβάζω οπουδήποτε. Kάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες: Πλάι σε ρακέτες, μωρά που αλαλάζουν, φλύαρες μαμάδες, φασαριόζικες παρέες... Μέσα στο μετρό, στο πάρκο, στο φουαγιέ του σινεμά περιμένοντας να αρχίσει η ταινία, στα café πίνοντας τον απογευματινό μου latte πριν επιστρέψω σπίτι, στις παραλίες, στον καναπέ δίπλα στις ανιψιές μου που παίζουν video games... Όπως έγραφα έξι μήνες πριν σε αυτό το ποστ, προσπάθησα να γίνω αναγνώστης κομάντο. Και τα κατάφερα!

Στην αρχή δυσκολεύτηκα πολύ. Διάβαζα μηχανικά ή στεκόμουν για ώρα στην ίδια σελίδα. Όσα συνέβαιναν γύρω μου, αποσπούσαν εύκολα την προσοχή μου. Μετά από πολλά πειράματα, αλλάζοντας βιβλία και σημεία, ανακάλυψα ότι αυτό που με ενοχλούσε και με εμπόδιζε να συγκεντρωθώ δεν ήταν ούτε ότι δεν είχα πάντα το σωστό φωτισμό ούτε οι άνθρωποι που περνούσαν γύρω μου. Το πρόβλημα ήταν οι ήχοι: οι φωνές, η μουσική, ο θόρυβος των αυτοκινήτων, τα τιτιβίσματα των πουλιών, τα γέλια. Αδύνατον να συγκεντρωθώ στο βιβλίο μου. Ένα κομμάτι μου παρατηρούσε όσα γίνονταν τριγύρω, ακόμα κι αν δεν τα έβλεπα.

Το πρόβλημα λύθηκε με ωτοασπίδες. Τις έχω πάντα στην τσάντα μου, μαζί με το Kindle ή το βιβλίο, όπως κάποιος άλλος δεν κάνει βήμα χωρίς τα γυαλιά πρεσβυωπίας του. Οι ωτοασπίδες με απομονώνουν τόσο που ακόμα κι αν είμαι σε μια παραλία γεμάτη με παιδάκια και ρακέτες, η σεζλόνγκ μοιάζει σαν να βρίσκεται στην ήσυχη βεράντα μου.

Αξιοποιώντας το χρόνο μου σωστά, διαβάζω περισσότερα βιβλία και απολαμβάνω τις στιγμές που κάποτε ξόδευα χαζεύοντας άσκοπα αριστερά και δεξιά. Ένα μόνο πράγμα δεν μπορώ να καταφέρω, να διαβάσω μέσα στο μετρό ή το αεροπλάνο χωρίς να ζαλιστώ. Στη δεύτερη σελίδα τα γράμματα κουνιούνται σαν βάρκες στο μελτέμι του Αυγούστου.

Υ.Γ. Για να αγοράσετε τις συγκεκριμένες ωτοασπίδες της εταιρείας That company called IF, κάντε κλικ στο site www.thatcompanycalledif.com ή μια βόλτα στα βιβλιοπωλεία Ευριπίδης. Κοστίζουν € 8,20.

Με λένε Lou και δεν είμαι (καθόλου) καθαρός.

Λίγο πριν το Πάσχα αγοράζοντας Τα Γεράκια της Χίλαρι Μαντέλ και τον Ανδαλουσιανό φίλο του Αλεξάντερ Σόντερμπεργκ αποφάσισα πως αυτά θα ήταν τα τελευταία βιβλία που θα έπαιρνα. Τουλάχιστον για λίγο καιρό. Αποτοξίνωση. Έχω βιβλία για τα επόμενα δύο χρόνια, άρα καλό θα ήταν να σταματήσω να αγοράζω καινούρια.

Για να ενισχύσω το μέτωπο της αντίστασης έφτιαξα μερικές ωραίες λίστες με τα αδιάβαστα που έχω στις βιβλιοθήκες μου και δεν βλέπω την ώρα να τα αρχίσω. Σκανάρω: Κασάρες, Σιμενόν, Μανκέλ, Όστερ, Νέσμπο, Φλιν, Άτγουντ, Θορώ... Σταχυολογώ μερικά από αυτά που βλέπω τώρα στα ράφια πλάι στο κρεβάτι. Ο Μεσσίας του Γκορ Βιντάλ, το Μακρινό Αστέρι του Μπολάνιο, η τριλογία του Λέιφ Πέρσον για τη δολοφονία του Ούλοφ Πάλμε, Οι σταρ του Έντγκαρ Μορέν, το Catch 22 του Τζόζεφ Χέλερ, ο Εκκλησιαστής των Wu Ming, η Νεκρή Ευρώπη του Χρήστου Τσιόλκα, το '55 του Θωμά Κοροβίνη, το Σώμα με σώμα του Ηλία Μαγκλίνη, ο Δοκτωρ Πασαβέντο του Ενρίκε Βίλα-Μάτας, ο Άνθρωπος χωρίς ιδιότητες του Ρόμπερτ Μούζιλ, η Τριλογία του Φασισμού του Κάρλο Λουκαρέλι... Ένα σκασμό βιβλία. Τόσα κι άλλα τόσα κι άλλα τόσα. Τα βλέπω και μου φτιάχνουν το κέφι. Κι όσο τα βλέπω τόσο σκέφτομαι σεζλόνγκ στη σκιά, διαβάσματα και βουτιές σε κρυστάλλινα νερά, σελίδες γεμάτες άμμο, τσαλακωμένες απ' την αλμύρα της θάλασσας.

Την Τρίτη πέρασα σαδιστικά μπροστά από 5 βιβλιοπωλεία για να με δοκιμάσω. Δεν υπέκυψα. Γύρισα σπίτι χωρίς να έχω αγοράσει ούτε ένα βιβλίο. Τις επόμενες τρεις μέρες τα ίδια. Ήμουν 21 μέρες καθαρός!

Χθες βράδυ, επιστρέφοντας από τα γραφεία, μπήκα σε ένα βιβλιοπωλείο για να χαζέψω. Δεν θα αγόραζα τίποτα. Ήμουν πολύ σίγουρος για τον εαυτό μου. Τελικά έφυγα με δύο σακούλες: 3 κόμικ (Palaistine του Joe Sacco {το είχα αγοράσει ξανά από το Comicdom αλλά το χάρισα σε μία φίλη}, Kiki de Montparnasse των Calet & Bocquet, Χαιρετίσματα από τη Σερβία του Αλεξάνταρ Ζόγκραφ) και 4 μυθιστορήματα (Ζ - a novel of Zelda Fitzgerald της Therese Anne Fowler, o Ύπατος της Σμύρνης της Σωτηρίας Μαραγκοζάκη, ο Ζωγράφος του Μπελογιάννη του Νίκου Δαββέτα και το Απαραίτητο Φως της Ντορίνας Παπαλιού). Αυτοκυριαρχία μηδέν. Ο μισός μου εαυτός πανηγυρίζει ευτυχισμένος και ο άλλος μισός έχει λουφάξει.

Υ.Γ. Σαν να μην μας έφταναν όλα, έχουμε και την Έκθεση Βιβλίου στο Πεδίον του Άρεως μέχρι τις 9 Ιουνίου. Ένας Θεός ξέρει πόσο γουστάρω να σουλατσάρω εκεί!  




«Οι άνθρωποι όταν αντικρίζουμε κάτι για πρώτη φορά, βλέπουμε πάντα αυτό που είμαστε προετοιμασμένοι να δούμε». Το απόφθεγμα του Έμερσον ισχύει και με τα βιβλία. Στις πρώτες σελίδες από κεκτημένη ταχύτητα ψάχνουμε να βρούμε ένα οικείο στοιχείο να μας θυμίζει τον εαυτό μας, για να κρατηθούμε απ' αυτό.

Αν το βιβλίο είναι καλό, πολύ γρήγορα ο ήρωας, αν και δανείζεται χαρακτηριστικά από όσα έχουμε ζήσει (ή φανταστεί), μας ξεφεύγει. Αποκτά μέσα μας τη δική του ταυτότητα. Γίνεται μοναδικός. Είναι η στιγμή που αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε το βαθύτερο νόημα που κρύβεται πίσω από τις λέξεις.

Δεν συμβαίνει φυσικά με όλα τα βιβλία. Μονάχα με εκείνα που, όπως έλεγε ο Κάφκα, θρυμματίζουν σαν τσεκούρια την παγωμένη θάλασσα μέσα μας. Ανοίγουν ένα καινούριο δρόμο και μας οδηγούν σε μακρινούς μικρόκοσμους του μυαλού μας που δεν ξέραμε πως υπάρχουν. Με το πάθος της ανακάλυψης και τη λαχτάρα του πρωτόγνωρου τούς εξερευνούμε σελίδα σελίδα. Διαβάζουμε αργά, για να μην έρθει η στιγμή να εξοριστούμε από αυτούς. Αφήνουμε τις λέξεις να ταξιδέψουν μέσα μας, σε κάθε γωνιά του νου, να χτίσουν εικόνες, να φτιάξουν ολόκληρους τόπους, ακυβέρνητες πολιτείες που υπάρχουν μονάχα στη φαντασία.

Η έκπληξη που αισθανόμαστε όταν ένα βιβλίο μάς πάει ένα βήμα μπροστά απ' όσα ξέραμε ή είχαμε δει είναι ανεκτίμητη. Κι είναι τόσο μεγάλο το κενό που δημιουργείται όταν το ταξίδι τελειώνει, που σχεδόν αδυνατούμε για μέρες να περάσουμε στο επόμενο. Στοιχειωμένοι αναζητούμε βιβλία που μοιάζουν μ΄αυτό για να συνεχίσουμε το ταξίδι. Να ξανανιώσουμε εκείνο το ξάφνιασμα. Μέχρι να ανακαλύψουμε κάτι καινούριο, «απ' αλλού φερμένο»...

Υ.Γ. Ναι, είναι ακριβώς αυτό που παθαίνουμε και στον έρωτα. Αφού συμβαίνει με τα βιβλία, συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Στην αρχή, όταν τους γνωρίζουμε, ψάχνουμε να βρούμε πάνω τους κάτι που να μας μοιάζει, για να κρατηθούμε απ' αυτό. Προσπαθούμε μαζί τους να ζήσουμε ξανά όσα ξέρουμε. Η αληθινή έκπληξη όμως έρχεται πάντα όταν χαλαρώνουμε και αφήνουμε τον άλλον άνθρωπο να μας ταξιδέψει σε μέρη που δεν έχουμε ξαναδεί... Να φωτίσει μέσα μας πράγματα που δεν έχουμε ξανανιώσει.


Όταν δεν μπορώ να διαλέξω το επόμενο βιβλίο που θα διαβάσω, ξεκινώ ένα του Ζωρζ Σιμενόν. Ο Μαιγκρέ πάντα μού φτιάχνει το κέφι. Το στυλ του Σιμενόν μού πάει πολύ. Οι περιγραφές του με ταξιδεύουν. Δεν είναι τόσο η πλοκή των αστυνομικών του ιστοριών, όσο ο τρόπος με τον οποίο βλέπει τη ζωή ο ήρωάς του. Ο Μαιγκρέ είναι ένας ντετέκτιβ μπον-βιβέρ, λατρεύει το καλό κρασί, τις αυθεντικές γεύσεις, τη μεσημεριανή σιέστα σε υπέροχες αυλές, τις βόλτες στο ηλιόλουστο Παρίσι... Ένας άνθρωπος που απολαμβάνει τις μικρές χαρές της καθημερινότητας. Ανάμεσα στις έρευνες για κάποιο έγκλημα, ξεκλέβει χρόνο για να πιει έναν ζεστό καφέ σε κάποιο μικρό καφενείο, να καπνίσει την πίπα του ακούγοντας τζαζ στα μπιστρό, να κάνει έναν περίπατο σε μια γειτονιά που δεν έχει ξαναδεί.

Στο μυθιστόρημα Ο Μαιγκρέ στη Νέα Υόρκη (μετάφραση Αργυρώ Μακάρωφ - εκδόσεις Άγρα) ο διάσημος επιθεωρητής έχει βγει στη σύνταξη και ζει σε μια αγροικία στη γαλλική εξοχή. Φροντίζει τον κήπο, ίσως διατηρεί κι ένα μποστάνι με λαχανικά, παίζει μπιλότ στο καφενείο του χωριού, σε ένα μικρό μεταλλικό τραπέζι κάτω από μια μουριά με παχιά σκιά. «Είναι ευτυχισμένος! Στις εφημερίδες δεν διαβάζει πια ούτε το αστυνομικό ρεπορτάζ ούτε τις περιγραφές των εγκλημάτων. [...] Χαίρεται στο έπακρο τη σύνταξη και το σπίτι που με τόση αγάπη έχει φτιάξει κι επιπλώσει. Ένα σπίτι έτσι όπως ακριβώς το ονειρευόταν σε όλη του την καριέρα, ένα σπίτι στην εξοχή όπου ευωδιάζουν τα ώριμα φρούτα, το φρεσκοκουρεμένο χορτάρι, η παρκετίνη, για να μη μιλήσουμε για το ραγού που σιγοψήνεται – και μα τον Θεό, η κυρία Μαιγκρέ φτιάχνει εξαιρετικό ραγού».

Ένα πρωί τον επισκέπτονται με μια μαύρη πολυτελή λιμουζίνα ένας νεαρός φοιτητής κι ένας ηλικιωμένος συμβολαιογράφος. Οι δύο άγνωστοι ζητούν τη βοήθειά του για να προστατεύσουν έναν εκατομμυριούχο άντρα στη Νέα Υόρκη (τον πατέρα του νεαρού φοιτητή), ο οποίος κινδυνεύει θανάσιμα. Ο γιος έχει παρατηρήσει ότι η συμπεριφορά του πατέρα του έχει αλλάξει κατά την απουσία του: του στέλνει μακροσκελή τρυφερά γράμματα από τα οποία ο νεαρός διαισθάνεται ότι ο πατέρας του φοβάται κάτι ή κάποιον που δεν κατονομάζει. Ο συμβολαιογράφος επιβεβαιώνει τις ανησυχίες του φοιτητή και ζητά από τον Μαιγκρέ να τον συνοδεύσει στη Νέα Υόρκη για να διαλευκάνει το μυστήριο.

Ο επιθεωρητής, αν και συνταξιούχος, μετά από πίεση δέχεται να αναλάβει την υπόθεση, αφού θέλει να γνωρίσει τη λαμπερή μητρόπολη που δεν έχει ποτέ επισκεφθεί. Επιβιβάζεται σε ένα υπερωκεάνιο, σε καμπίνα της πρώτης θέσης, και μαζί με τον νεαρό κληρονόμο απολαμβάνει το μακρινό ταξίδι. Όταν το πλοίο φτάνει στο λιμάνι της Νέας Υόρκης, κι ενώ προσεγγίζει τον Υγειονομικό Έλεγχο, ο Μαιγκρέ ανακαλύπτει ότι ο δεκαεννιάχρονος Ζαν Μωρά έχει γίνει άφαντος. Ούτε αποσκευές ούτε ίχνη πίσω του, σαν να τον κατάπιε η θάλασσα.

Ενοχλημένος από την αγένεια του αγοριού, εξαιτίας του οποίου άφησε την ησυχία της αγροικίας του κι έφτασε στην άλλη άκρη του κόσμου για να το βοηθήσει, επιβιβάζεται σε ένα ταξί έξω από το τελωνείο και διασχίζει έξαλλος τις γειτονιές της Νέας Υόρκης. Η πρώτη εντύπωση από την μεγαλούπολη είναι κακή: Οι φτωχογειτονιές γύρω από το λιμάνι τον καταθλίβουν, μουντά κτίρια, πολυκοσμία, βρώμικοι δρόμοι, μια αίσθηση παρακμής... Καθώς το ταξί μπαίνει στην καρδιά του Μανχάταν, ο Μαιγκρέ κοιτάζοντας τους ουρανοξύστες από το πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, είναι πια σίγουρος: μισεί αυτή την πόλη. Νιώθει πως έμπλεξε σε μια περιπέτεια. Ότι παρασύρθηκε από ένα ανώριμο, κακομαθημένο πλουσιόπαιδο και την πάτησε σαν άπειρος ντετέκτιβ που μόλις ανέλαβε την πρώτη του υπόθεση.

Το ταξί σταματά μπροστά από ένα πολυτελές ξενοδοχείο, ο Μαιγκρέ αποβιβάζεται και παρατηρεί τον κόσμο που περνά: άντρες με κοστούμια και δερμάτινους χαρτοφύλακες και καλοντυμένες γυναίκες με κομψούς σινιόν κότσους, τυλιγμένες στα ακριβά πανωφόρια τους, χαζεύουν τις λαμπερές βιτρίνες των μπουτίκ. Όπως θα μάθει αργότερα βρίσκεται στη θρυλική 5η Λεωφόρο. Ο ντετέκτιβ κλείνει ένα δωμάτιο στη ρεσεψιόν και ζητά να συναντήσει τον Τζων Μωρά, τον πάμπλουτο πατέρα του νεαρού που τον οδήγησε στη Νέα Υόρκη. Ο γραμματέας του Μωρά, ένας κομψός τριαντάρης τον υποδέχεται παγερά στη σουίτα όπου ζει μόνιμα ο εκατομμυριούχος άντρας. Εκνευρισμένος ο Μαιγκρέ επιμένει να δει τον πατέρα και να του αποκαλύψει τους λόγους του ταξιδιού του. Ο γραμματέας τον απομακρύνει αυστηρά, εξηγώντας του ότι για να τον δει κάποιος θα πρέπει να έχει κλείσει ραντεβού καιρό πριν, αφού όπως όλοι γνωρίζουν είναι από τους ακριβοθώρητους και πιο ισχυρούς άντρες της Αμερικής.

Ο Μαιγκρέ τελικά μετά από επιμονή συναντά τον πατέρα και εκπλήσσεται δυσάρεστα όταν ανακαλύπτει ότι εκείνος αντιδρά πολύ ψυχρά στη μυστηριώδη εξαφάνιση του γιου του. Τι συμβαίνει; Πώς είναι δυνατόν να έκανε ένα τόσο μακρινό ταξίδι εξαιτίας τους και να βιώνει τέτοια επιθετικότητα; Μετά από μέρες οι δύο άντρες, ο Μωρά και ο γραμματέας του, προσπαθούν να τον απομακρύνουν. Του ζητούν να εγκαταλείψει το ξενοδοχείο και γιατί όχι και τη Νέα Υόρκη. Είναι ξεκάθαροι: δεν υπάρχει υπόθεση. Ο έμπειρος ντετέκτιβ παρασύρθηκε από τα καπρίτσια ενός νεαρού αγοριού. Ταπεινωμένος, αλλά δύσπιστος, ο Μαιγκρέ αφήνει πίσω του τη σουίτα πέντε αστέρων που του είχε κλείσει ο Μωρά και νοικιάζει ένα δωμάτιο σε μια μικρή πανσιόν. Από εκεί θα αρχίσει τις έρευνες για το παρελθόν του πάμπλουτου άντρα, προσπαθώντας να διαλευκάνει μια επικίνδυνη υπόθεση στην οποία όποιος εμπλέκεται βρίσκεται νεκρός.

Υ.Γ. Διάβασα τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου στην παραλία, κάνοντας το πρώτο μπάνιο του καλοκαιριού. Ο Σιμενόν είναι πάντα απολαυστικός. Τα βιβλία του μου δημιουργούν μια υπέροχη αίσθηση ανεμελιάς. Ευτυχώς υπάρχουν πολλά δικά του που δεν έχω διαβάσει ακόμα.