Σ΄ ένα μικρό δωμάτιο, δυτικά της όγδοης Λεωφόρου στο Μανχάταν, μια γυναίκα κι ένας άντρας παλεύουν να διανύσουν την απόσταση, η οποία γεννιέται ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που είναι από καιρό μαζί.

«Στο ξέστρωτο κρεβάτι μένει ξαπλωμένος ο άντρας με τσαλακωμένα ρούχα και μοιάζει μ' έναν άνθρωπο που έπεσε να κοιμηθεί πολύ μεθυσμένος. Η γυναίκα κάθεται στην καρέκλα μπροστά στο μοναδικό παράθυρο, που βλέπει σ΄ έναν ουρανό βαρύ, με μια βροχή που δεν έχει αρχίσει ακόμα να πέφτει. Κρατάει ένα ποτήρι με νερό, απ' όπου πίνει μικρές γουλιές σαν πουλί. Και οι δύο έχουν πρόσωπα κουρασμένα, ρυτιδωμένα σαν τα πρόσωπα των παιδιών σε μια πολιτεία που λιμοκτονεί. Στην κουβέντα τους υπάρχει μια λεπτότητα, μια διακριτικότητα, ένα είδος τρυφερής τυπικότητας, σαν και κείνη που υπάρχει σε δυο παιδιά μοναχικά που θέλουν να γίνουν φίλοι».

Το «Μίλα μου σαν τη βροχή» είναι ίσως το πιο αγαπημένο μου μονόπρακτο απ' όλα όσα έχει γράψει ο Τένεσι Ουίλιαμς. Το έχω σε ένα παλιό βιβλίο με κιτρινισμένα φύλλα από τις εκδόσεις Γκοβόστη. Δεν ξέρω γιατί αγαπώ τόσο τους ήρωες του Ουίλιαμς. Ίσως γιατί, όπως γράφει η Κωστούλα Μητροπούλου (η οποία υπογράφει τη μετάφραση και το επίμετρο του βιβλίου) όλοι τους είναι άνθρωποι που «δεν κάνουν κανένα βήμα. Ούτε εμπρός ούτε πίσω. Απλά μένουν εκεί. Στη στιγμή που το χάος τους αποκαλύπτεται σαν το πρόσωπο ενός φίλου». Ήρωες εκτεθειμένοι στη σκηνή σαν ανοιχτά βιβλία. Με λόγια που χάσκουν. Φράσεις που κόβονται απότομα και όνειρα από τα οποία πιάνονται σα ναυαγοί σε μια απέραντη νύχτα.

ΑΝΤΡΑΣ: Πάει τόσος καιρός από τότε που εμείς οι δύο δεν είμαστε παρά μόνο ένα ζευγάρι από δύο ξένους που ζουν μαζί. Ας ξαναβρούμε ο ένας τον άλλο κι ίσως να η χαθούμε πια. Μίλα μου! Ήμουνα χαμένος! Σε σκεφτόμουν πολύ συχνά αλλά δεν μπορούσα να σε βρω, αγάπη μου. Σε σκεφτόμουν όλη την ώρα αλλά δεν μπορούσα να σου πω «είμαι χαμένος;». Χαμένος μέσα στην πόλη; Περνώντας από χέρι σε χέρι σαν λερωμένη καρτ ποστάλ; Και τότε ακριβώς, έκλεινα το τηλέφωνο... Είμαι χαμένος σ' αυτή... την πόλη...

ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν είχα τίποτα άλλο παρά μόνο νερό από τότε που έφυγες! Τίποτα άλλο από στιγμιαίο καφέ ώσπου κι αυτός σώθηκε, και νερό.

ΑΝΤΡΑΣ: Μπορείς να μου μιλάς τώρα αγάπη μου; Μπορείς να μου μιλάς;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι.

ΑΝΤΡΑΣ: Καλά λοιπόν, μίλα μου σαν τη βροχή και άφησέ με ν' ακούω... Άφησέ με να μένω εδώ ξαπλωμένος και ν' ακούω... Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που... είχαμε εξαφανιστεί ο ένας με τον άλλον. Τώρα πες μου, μίλα μου. Τι σκεφτόσουν στη σιωπή; Ενώ εγώ περνούσα από χέρι σε χέρι, σαν βρώμικη καρτ ποστάλ σ' αυτή την πόλη... Πες μου... Μίλα μου... Μίλα μου σαν τη βροχή κι εγώ θα μείνω εδώ ξαπλωμένος και θ' ακούω.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Θέλω...

ΑΝΤΡΑΣ: Το έχεις καταλάβει, είναι απαραίτητο! Εγώ το ξέρω πια, γι΄ αυτό μίλα μου σαν τη βροχή κι εγώ θα μείνω εδώ ξαπλωμένος και θ' ακούω, θα μείνω εδώ ξαπλωμένος και...

ΓΥΝΑΙΚΑ: Θέλω να φύγω.

ΑΝΤΡΑΣ: Θέλεις;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Θ έ λ ω   ν α   φ ύ γ ω!

ΑΝΤΡΑΣ: Πώς;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Μόνη μου! Θα γραφτώ στο βιβλίο ενός μικρού ξενοδοχείου κοντά στη θάλασσα κάτω από ένα πλαστό όνομα...

ΑΝΤΡΑΣ: Τι όνομα;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Άννα... Τζόουνς... Η καμαριέρα θα είναι μια μικροκαμωμένη γριά, που θα έχει έναν εγγονό και θα μιλάει γι' αυτόν... Θα κάθομαι στην καρέκλα όση ώρα η γριά γυναίκα θα φτιάχνει το κρεβάτι, με τα χέρια μου κρεμασμένα στα πλάγια... Και με τη φωνή της που θα είναι ήρεμη, γαλήνια, θα μου διηγείται τι έφαγε ο εγγονός της. Ταπιόκα και κρέμα. Το δωμάτιο θα είναι γεμάτο ίσκιους, δροσερό, και θα πλημμυρίζει με το μουρμουρητό της...

ΑΝΤΡΑΣ: Βροχής;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι. Της βροχής.

ΑΝΤΡΑΣ: Και;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Η αγωνία θα περάσει.

ΑΝΤΡΑΣ: Ναι...

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ύστερα από λίγο η μικροκαμωμένη γριά γυναίκα θα λέει, «το κρεβάτι σας είναι έτοιμο κυρία» και 'γω θα λέω «ευχαριστώ». Θα βγάζω ένα δολάριο από την τσέπη μου. Η πόρτα θα κλείνει. Και θα είμαι μόνη μου πάλι. Τα παράθυρα θα είναι ψηλά με μπλε παραθυρόφυλλα και θα είναι μια εποχή βροχής... Βροχής... Βροχής... Η ζωή μου θα είναι σαν το δωμάτιο, κρύα... με ίσκιους, κρύα και πλημμυρισμένη από το μουρμουρητό της...

ΑΝΤΡΑΣ: Βροχής...

ΓΥΝΑΙΚΑ: Θα λαβαίνω ένα τσεκ αεροπορικό κάθε βδομάδα που μπορώ να το υπολογίζω από τώρα. Η μικροσκοπική γριά γυναίκα θα εξαργυρώνει τα τσεκ για λογαριασμό μου και θα μου φέρνει βιβλία από μια βιβλιοθήκη και θα φροντίζει για τα ρούχα μου, να πλυθούν. Θα έχω πάντα καθαρά πράγματα! Θα ντύνομαι στα άσπρα. Δεν είμαι ποτέ πολύ δυνατή ούτε θα μου έχει μείνει πολλή ενεργητικότητα, αλλά θα έχω αρκετή ύστερα από λίγο καιρό, για να περπατάω στην πλατεία... Στον περίπατο... Να περπατάω στην παραλία χωρίς προσπάθεια... Τα βράδια θα περπατάω στο μάκρος της παραλίας, στον περίπατο. Θα έχω μια ορισμένη θέση στην παραλία, όπου θα πηγαίνω να κάθομαι, λίγο πιο μακριά από εκεί που είναι το περίπτερο, όπου η μπάντα παίζει επιλογές του Βίκτορ Χέρμπερτ όταν νυχτώνει... Θα έχω ένα μεγάλο δωμάτιο με ξώφυλλα στα παράθυρα... Θα είναι μια εποχή βροχής, βροχής... Και θα είμαι τόσο εξαντλημένη ύστερα από τη ζωή μου στην πόλη που δεν θα με νοιάζει που θ' ακούω τη βροχή. Θα είμαι τόσο ήρεμη! Οι γραμμές θα εξαφανιστούν από το πρόσωπό μου. Τα μάτια μου δεν θα είναι ποτέ πια κόκκινα. Δεν θα έχω φίλους. Δεν θα έχω ούτε γνωριμίες. Όταν θα νυστάζω, θα γυρίζω ήσυχα πίσω στο ξενοδοχείο. Ο ξενοδόχος θα λέει, «καλησπέρα κυρία Τζόουνς» και γω μόλις που θα χαμογελάω και θα παίρνω το κλειδί μου. Δεν θα διαβάζω ποτέ εφημερίδες ούτε θα ακούω ραδιόφωνο. Δεν θα έχω την παραμικρή ιδέα τι γίνεται στον κόσμο. Δεν θα έχω καμιά συναίσθηση από το χρόνο που περνάει. Κάποια μέρα θα κοιτάξω στον καθρέφτη και θα δω ότι τα μαλλιά μου έχουν αρχίσει να γίνονται γκρίζα και για πρώτη φορά θ' ανακαλύψω ότι έζησα σ' αυτό το μικρό ξενοδοχείο, με ένα ψεύτικο όνομα, χωρίς καθόλου φίλους ή γνωστούς, ή κανενός είδους σχέσεις, για εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια. Θα με ξαφνιάσει λίγο αλλά δεν θα με τρομάξει καθόλου. Θα είμαι ευχαριστημένη που ο χρόνος θα έχει περάσει τόσο εύκολα. Μια φορά στο τόσο θα πηγαίνω στον κινηματογράφο. Θα κάθομαι στις πίσω σειρές με όλο αυτό το σκοτάδι γύρω μου και με κείνες τις φιγούρες ακίνητες στο πλάι μου, χωρίς να με προσέχουν. Βλέποντας την οθόνη. Φανταστικός κόσμος. Ο κόσμος των παραμυθιών. Θα διαβάζω μεγάλα βιβλία και το ημερολόγιο των νεκρών συγγραφέων. Θα νιώθω πολύ πιο κοντά τους, πολύ περισσότερο από ότι ένιωσα ποτέ για ανθρώπους που γνώρισα, προτού να φύγω από τον κόσμο. Θα είναι γλυκιά και ψυχρή μαζί αυτή η φιλία μου με τους νεκρούς ποιητές γιατί δεν θα μπορώ να τους αγγίζω ούτε και ν' απαντάω στις ερωτήσεις τους. Θα μου μιλάνε και δεν θα περιμένουν να τους απαντήσω. Και θα νυστάζω ακούγοντας τις φωνές τους να εξηγούν σε μένα τα μυστήρια. Θα με παίρνει ο ύπνος με το βιβλίο ακόμα στα χέρια μου, και θα βρέχει. Θα ξυπνάω και θ΄ ακούω τη βροχή και θα ξανακοιμάμαι. Μια εποχή βροχής... Βροχής... Βροχής... Και τότε κάποια μέρα, όταν θα έχω κλείσει ένα βιβλίο, ή θα γυρίζω στο σπίτι, μόνη μου, από τον κινηματογράφο στις έντεκα η ώρα τη νύχτα, θα κοιτάξω τον καθρέφτη και θα δω ότι τα μαλλιά μου έγιναν άσπρα. Άσπρα, εντελώς άσπρα. Τόσο άσπρα όσο και ο αφρός στα κύματα... Θα κρεμάσω τα χέρια μου στο μάκρος του κορμιού μου, και τότε θα ανακαλύψω πόσο τρομακτικά ελαφριά και λεπτή έχω γίνει. Ω, εγώ, πόσο λεπτή θα έχω γίνει! Σχεδόν διαφανής. Όχι πια πραγματική, γήινη. Τότε θ΄ ανακαλύψω, θα καταλάβω, κάπως θολά, ότι έμεινα συνεχώς εδώ, σ΄ αυτό το μικρό ξενοδοχείο, χωρίς καθόλου κοινωνικές σχέσεις, υποχρεώσεις, αγωνίες ή ενοχλήσεις κάθε λογής, για πενήντα ολόκληρα χρόνια! Μισό αιώνα. Μια ζωή, στην ουσία. Δεν θα θυμάμαι πια ούτε τα ονόματα των ανθρώπων που γνώριζα προτού να έρθω εδώ, ούτε και πως αισθάνεται κάποιος που περιμένει κάποιον άλλον και που μπορεί να μην έρθει... Τότε λοιπόν θα ξέρω, κοιτώντας τον καθρέφτη, πως ήρθε για μένα η πρώτη εποχή, για να περπατήσω άλλη μια φορά μόνη μου στην πλατεία, με το δυνατό άνεμο να με χτυπάει, τον άσπρο καθαρό άνεμο που φυσάει από την άκρη του κόσμου, και ακόμα πιο μακριά από 'κει, πέρα από τις ψυχρές χαμένες επιφάνειες του διαστήματος, πολύ πιο πέρα από ό,τι υπάρχει, πέρα μακριά από τις άκριες στο γήινο χώρο... Και τότε θα βγω έξω και θα περπατήσω στην πλατεία. Θα περπατήσω μόνη μου και θα γίνομαι όλο και πιο αδύνατη, πιο αδύνατη, πιο αδύνατη...

ΑΝΤΡΑΣ: Έλα στο κρεβάτι, μωρό μου.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ολοένα και πιο αδύνατη. Πιο αδύνατη, πιο αδύνατη, πιο αδύνατη, πιο αδύνατη!

(Ο άντρας την φτάνει και την παίρνει δια της βίας από την καρέκλα μπροστά στο παράθυρο).

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ώσπου στο τέλος δεν θα έχω καθόλου σώμα πια, και ο αέρας θα με σηκώνει στα παγωμένα άσπρα του χέρια για πάντα και θα με πάρει μακριά!

ΑΝΤΡΑΣ: (Το στόμα του στο λαιμό της). Έλα στο κρεβάτι, μαζί μου.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Θέλω να φύγω, να φύγω! (Την αφήνει και κείνη φτάνει στη μέση του δωματίου κλαίγοντας χωρίς έλεγχο. Κάθεται στο κρεβάτι. Εκείνος πηγαίνει στο παράθυρο, η βροχή δυναμώνει. Η γυναίκα σταυρώνει τα χέρια της μπροστά στο στήθος της. Οι λυγμοί της εξασθενούν αλλά αναπνέει με δυσκολία. Το φως αραιώνει, ακούγεται ο άνεμος δυνατά. Ο άντρας κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Στο τέλος εκείνη του λέει μαλακά: ) Έλα στο κρεβάτι. Έλα στο κρεβάτι, μωρό μου...

Υ.Γ. Η φωτογραφία είναι από το blog myveryowninspirationboard.tumblr.com