Ίσως δεν υπάρχει πιο ποιητικός τρόπος να περιγράψει κανείς την κατάθλιψη, από μια ραγισματιά, μέσα από την οποία ξαφνικά εισβάλει το χάος. Στο μικρό βιβλίο Το ράγισμα (εκδόσεις Ροές) ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ μιλάει για το συναίσθημα του απόλυτου κενού, του ανικανοποίητου, που τον οδήγησε στο να πίνει δύο μπουκάλια τζιν πριν τις δώδεκα το μεσημέρι.

Δεν είναι ακριβώς αυτοβιογραφία, είναι όπως γράφει το οπισθόφυλλο «ο τελευταίος αποχαιρετισμός του Σκοτ Φιτζέραλντ. Ο προσωπικός επικήδειος ή μάλλον η προσωπική του νεκροψία». Η εξομολόγηση ενός ανθρώπου που απέκτησε τα πάντα και τα έχασε όλα. Τα τρία κείμενα που αποτελούν Το ράγισμα δημοσιεύθηκαν πρώτη φορά το 1936 σε συνέχειες στο περιοδικό Esquire. Ο Φιτζέραλντ τότε ήταν 40 ετών και υπέφερε από κατάθλιψη. Τέσσερα χρόνια μετά (1940) πέθανε από καρδιακή προσβολή, αλλά ουσιαστικά ο οργανισμός του κατέρρευσε από το αλκοόλ. Ενώ το 1948 έφυγε και η σύζυγός του η Ζέλντα, όταν η ψυχιατρική κλινική στην οποία νοσηλευόταν τυλίχτηκε στις φλόγες. 

«Κάθε ζωή είναι, βέβαια, μια διαδικασία ραγίσματος, αλλά τα πλήγματα που αποτελούν τη δραματική πλευρά της υπόθεσης -τα μεγάλα ξαφνικά πλήγματα που έρχονται, ή φαίνονται να έρχονται απ' έξω-, εκείνα που θυμάται κανείς και καταριέται τον κόσμο, και σε στιγμές αδυναμίας τα λέει στους φίλους του, δεν δείχνουν αμέσως τις συνέπειές τους. Υπάρχει ένα άλλο είδος πλήγματος, το οποίο έρχεται από μέσα μας και δεν το νιώθεις παρά όταν είναι πια πολύ αργά για να κάνεις οτιδήποτε ώστε να το αντιμετωπίσεις, όταν συνειδητοποιείς οριστικά πως, από μια άποψη, δεν θα είσαι ποτέ πια το ίδιο καλά όπως πριν. Το πρώτο είδος ραγίσματος γίνεται γρήγορα – το δεύτερο γίνεται σχεδόν χωρίς να το ξέρεις, αλλά συνειδητοποιείται πολύ ξαφνικά, είναι αλήθεια».

Ο Φιτζέραλντ, ενώ βρίσκεται στο πικ της επιτυχίας του και ζει μια παραμυθένια ζωή με υπέροχα αυτοκίνητα, διακοπές σε παραθαλάσσιες βίλες στη Ριβιέρα, τζαζ πάρτι σε σουίτες στο παριζιάνικο Ριτζ και έναν στρατό από δημοσιογράφους να τον ακολουθούν παντού και να καταγράφουν κάθε του βήμα στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και των περιοδικών της εποχής, ξαφνικά ραγίζει μέσα του σαν παλιό πιάτο. Αδυνατεί να δει τη μαγεία των πραγμάτων που έχει κατακτήσει, δεν τον ικανοποιεί τίποτα και τα πάντα γύρω του πια είναι θολά. Σαν μια μεμβράνη να έχει μπει ανάμεσα σε εκείνον και όλα αυτά που κάποτε του έδιναν ευχαρίστηση.

«Έπειτα από μία περίπου ώρα μοναχικού αγκαλιάσματος των μαξιλαριών μου άρχισα να συνειδητοποιώ ότι εδώ και δύο χρόνια η ζωή μου ήταν μια αδιάκοπη άντληση αποθεμάτων που δεν διέθετα, πως είχα υποθηκεύσει σωματικά και ψυχικά τον εαυτό μου μέχρι εκεί που δεν έπαιρνε άλλο. (...) Κάθε πράξη της ζωής, απ' το πρωινό βούρτσισμα των δοντιών ως τον φίλο που συναντούσα στο φαγητό, είχε απαιτήσει μια προσπάθεια. (...) Κατάλαβα πως ακόμα κι η αγάπη μου για τους πιο κοντινούς μου ανθρώπους είχε γίνει μια απόπειρα αγάπης».

Αυτό που ο Φιτζέραλντ περιγράφει στα κείμενά του ως «ράγισμα» και ο Τσόρτσιλ αποκαλούσε «Μαύρο Σκύλο», δεν είναι παρά ένα «συναίσθημα» (ή μάλλον μια συναισθηματική φάση) που λίγο ή πολύ έχουμε νιώσει (ή περάσει) όλοι (;) κατά καιρούς. Είναι αυτή η αίσθηση του κενού που έρχεται από το πουθενά και μια ήσυχη μέρα ξυπνάς και τα βρίσκεις όλα μάταια. Τίποτα δεν σε ικανοποιεί και σε τίποτα δεν βρίσκεις νόημα. Σαν να χάνεις την πίστη σου στην ομορφιά του κόσμου.

«Ένα απόγευμα του Μαρτίου είχα την εντύπωση πως έχασα κάθε πράγμα που ήθελα».

Ο συγγραφέας ήξερε το κλειδί που θα τον βοηθούσε να αποδράσει από αυτή την κατάσταση, όμως θεωρούσε πως ήταν πια αργά. «Στις τρεις το πρωί, ένα λησμονημένο δέμα έχει την ίδια τραγική σημασία με μια καταδίκη σε θάνατο: η θεραπεία δεν ενεργεί – και σε μια αληθινά σκοτεινή νύχτα της ψυχής η ώρα είναι πάντα τρεις το πρωί, κάθε μέρα».

Μάταια μια φίλη του προσπάθησε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους και να τον βοηθήσει:
«“Αντι να είσαι τόσο λυπημένος για τον εαυτό σου”, είπε, και, καθώς έλεγε πάντα “άκου”, γιατί σκεφτόταν όταν μιλούσε, αληθινά σκεφτόταν..., συνέχισε: “Άκου, ας υποθέσουμε πως αυτό το ράγισμα δεν έγινε μέσα σου, αλλά πως ράγισε το Γκραντ Κάνυον”.
“Το ράγισμα έγινε μέσα μου”, είπα ηρωικά!
“Άκου! Ο κόσμος υπάρχει μόνο στα μάτια σου – σημασία έχει η αντίληψή σου για τον κόσμο. Μπορείς να τον κάνεις όσο μεγάλο ή όσο μικρό θέλεις. Κι εσύ προσπαθείς να είσαι ένα αδύναμο μικρό άτομο!”».

Ο Φιτζέραλντ δεν την άκουσε. Είχε ήδη παραδοθεί όπως ο ήρωάς του ο Γκάτσμπυ, σε άνισο αγώνα δρόμου. Ακόμα κι αν ήξερε ότι στο τέλος η κίτρινη Ρολς Ρόις τον οδηγούσε στην καταστροφή, αφέθηκε. Έγινε ο ήρωάς του. Δεν υπήρχε κανένας άλλος δρόμος να στρίψει, να σωθεί, παρά μόνο αυτός που οδηγούσε στο χάος. Μπορεί να μην υπήρχε πράγματι άλλος δρόμος, μπορεί όμως τελικά να έκανε απλά λάθος. Παίζει όμως η πιθανότητα να έβλεπε αυτό που όλοι θεωρούμε καταστροφή σαν ηρωική έξοδο.

«Αφού δεν μπορούσα πια να εκπληρώσω τις υποχρεώσεις που η ζωή μού είχε θέσει, ή που ο ίδιος είχα θέσει στον εαυτό μου, γιατί να μην καταστρέψω το άδειο όστρακο που μ' έδενε μ' αυτές; (...) Το καπέλο του μάγου ήταν άδειο».

Διαβάζοντας Το ράγισμα θυμήθηκα ένα άλλο βιβλίο που μιλά ακριβώς γι΄αυτό το συναίσθημα της ματαιότητας. Στο μικρό δοκίμιο Θρησκεία και Ψυχιατρική (εκδόσεις Άγρα) ο Ίρβιν Γιάλομ, ο ψυχίατρος που έγινε διάσημος με το μυθιστόρημα Όταν έκλαψε ο Νίτσε, μιλά για το πρόβλημα του νοήματος στη ζωή που ταλαιπωρεί όλα τα σκεπτόμενα πλάσματα.

«Εμείς οι άνθρωποι φαίνεται πως είμαστε πλασμένοι να αναζητούμε τη σημασία ενώ είμαστε ριγμένοι σ' έναν κόσμο κενό από εγγενές νόημα. Ένα από τα κύρια έργα της ζωής μας είναι να επινοήσουμε έναν σκοπό αρκετά στέρεο για να στηρίξει μια ολόκληρη ζωή. Στη συνέχεια πρέπει να επιτελέσουμε τον δεξιοτεχνικό χειρισμό ν' απαρνηθούμε την πατρότητα αυτού του σκοπού ώστε να συμπεράνουμε ότι τον “ανακαλύψαμε” - σαν να ήταν “εκεί έξω” και μας περίμενε.
»Η συνεχιζόμενη αναζήτησή μας για έναν ουσιαστικό σκοπό στη ζωή μας συχνά μας ρίχνει σε βαθιά κρίση. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι ανατρέχουν στην ψυχοθεραπεία, επειδή αγωνιούν για έναν σκοπό στη ζωή τους – αίτημα που συχνά δεν αναγνωρίζεται από πολλούς θεραπευτές. Ο Γιουνγκ υπολόγισε ότι το ένα τρίτο των ασθενών του τον συμβουλεύτηκε γι' αυτό το λόγο. Οι αφορμές παίρνουν διάφορες μορφές: “Η ζωή μου δεν έχει συνοχή”, “Δεν παθιάζομαι με τίποτα”, “Γιατί ζω; Για ποιο σκοπό; Σίγουρα η ζωή πρέπει να 'χει κάποιο βαθύτερο νόημα», Νιώθω τόσο άδειος – το να βλέπω τηλεόραση κάθε βράδυ με κάνει να νιώθω τόσο άχρηστος, ένα τίποτα”, “Ακόμα και τώρα, στα πενήντα μου, δεν ξέρω τι θέλω να κάνω όταν μεγαλώσω”.
»Πρόσφατα διάβασα ένα ωραίο βιβλίο που λέγεται Ο Ακροατής. Είναι τα απομνημονεύματα του Alan Wheelis, του ψυχαναλυτή και λυρικού συγγραφέα από το Σαν Φρανσίσκο. Ένα απόσπασμα σχετικό με το θέμα μας έχει μείνει στη μνήμη μου. Ο συγγραφέας βγαίνει βόλτα με τον σκύλο του, τον Μόντυ:
“Αν τότε σκύψω και σηκώσω ένα κλαδί [ο Μόντυ] βρίσκεται αμέσως μπροστά μου. Το θαύμα έχει συντελεστεί. Έχει μια αποστολή... Ποτέ δεν του περνάει από το νου να αξιολογήσει την αποστολή του. Αφοσιώνεται αποκλειστικά στην εκπλήρωσή της. Θα τρέξει ή θα κολυμπήσει οποιαδήποτε απόσταση, θα υπερπηδήσει οποιοδήποτε εμπόδιο για να πιάσει το κλαδί. Και μόλις το πιάσει, το φέρνει πίσω: γιατί η αποστολή του δεν είναι μόνο να το βρει αλλά και να το επιστρέψει. Κι όμως καθώς με πλησιάζει, κινείται πιο αργά. Θέλει να μου το δώσει και να ολοκληρώσει το έργο του. Από την άλλη δεν θέλει να τελειώσει η αποστολή του, να βρεθεί ξανά σε θέση αναμονής. Όπως γι' αυτόν, έτσι και για μένα, είναι απαραίτητο να υπηρετώ κάτι που βρίσκεται πέρα από τον εαυτό”».

Υ.Γ. Λέτε αυτές οι τελευταίες φράσεις να είναι το κλειδί;