Πέρασα όλη τη μέρα τριγυρνώντας άσκοπα στην πόλη με το ποδήλατο. Με μουσικές και στίχους της Μάτσης Χατζηλαζάρου. Η ποίησή της είναι μαγική. Τρυφερή σαν ανοιχτό όστρακο στην αμμουδιά. Κι άγρια σαν άσβεστος πόθος.

Η Μάτση δεν ήταν ποιήτρια, ήταν γυναίκα. Ένα κορίτσι που ήθελε να ζει όσα ονειρευόταν. Οι λέξεις της γράφτηκαν πρώτα στη σάρκα. Μετά στο χαρτί. Αναμνήσεις ενός ανθρώπου που δεν χόρταινε τη ζωή.


Γεννήθηκε το 1914 στη Θεσσαλονίκη. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια στη Νότια Γαλλία και τη Ρώμη. Σε ηλικία πέντε ετών, το 1919, η οικογένειά της επέστρεψε στην Ελλάδα. Η εφηβεία της σημαδεύτηκε από την οικονομική καταστροφή του πατέρα της. Παντρεύτηκε και χώρισε τρεις φορές. Τελευταίος της σύζυγος ήταν ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Η Μάτση ήθελε να ζει ελεύθερη, για να μπορεί να παγιδεύεται κάθε φορά από την αρχή σε έναν καινούριο έρωτα. Κόντεψε να πεθάνει για τον ποιητή Ανδρέα Καμπά. Κι όμως έφυγε για να ζήσει στο Παρίσι με τον ανιψιό του Πικάσο Χαβιέρ Βιλατό και αργότερα με τον Κορνήλιο Καστοριάδη.


Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1944 με την ποιητική συλλογή Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης, με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου. Το σύνολο του γραπτού έργου της περιλαμβάνει τέσσερις ποιητικές συλλογές και δημοσιεύσεις σε λογοτεχνικά περιοδικά.
Η Μάτση δεν έγραφε πολύ...


Το ωραίο ταξίδι της τέλειωσε το 1987. Ευτυχώς, πίσω έμειναν τα λόγια της, για να μας θυμίζουν ότι αυτό που πραγματικά έχει σημασία στη ζωή είναι το να ζεις, να ξοδεύεσαι, να μοιράζεσαι, να σπαταλάς.


Υ.Γ. Ο τίτλος είναι στίχος από το ποίημα «Χαμογέλα» της Μάτσης Χατζηλαζάρου. Θα το βρείτε στον υπέροχο τόμο των εκδόσεων Ίκαρος που περιλαμβάνει όλο το έργο της.