Το καλοκαίρι των Ολυμπιακών Αγώνων σε έναν παλιό πύργο στην Αρεόπολη της Μάνης διάβαζα το μυθιστόρημα του Τζέιμς Γκράχαμ Μπάλαρντ «Άνθρωποι του Μιλένιουμ» (εκδ. Ποταμός) και αναρωτιόμουν πότε θα σκάσει η σαπουνόφουσκα μιας πόλης που καμάρωνε με δανεικά.

Πολλά άλλαξαν από τότε. Τα καγιέν και οι μεζονέτες τινάχτηκαν στον αέρα, τα διακοποδάνεια έγιναν θηλιά στο λαιμό και οι φωτογραφίες από τις Μαλδίβες έχουν πλέον διαγραφεί από το Facebook. Οι χθεσινοί τουρίστες που έτρωγαν σούσι και τηγανιτό ρύζι με σαφράν καθισμένοι ανακούρκουδα σε μια ξύλινη προβλήτα πάνω στον Ινδικό Ωκεανό, τώρα σε κάθε πολιτική συζήτηση είναι έτοιμοι να βγάλουν ο ένας το μάτι του άλλου με τα τσόπστικς. Μέχρι χθες παθιασμένοι ψηφοφόροι σε τηλεοπτικά ριάλιτι, σήμερα μουτζαχεντίν με τα μυαλά στα κάγκελα: έτοιμοι να χυμήξουν σε όποιον τολμήσει να εκφράσει διαφορετική άποψη από τη δική τους.

Όλα αυτά και άλλα πολλά, γραμμένα δέκα χρόνια πριν, όταν η κρίση δεν έπαιζε ούτε σαν σενάριο, περιγράφει ο Μπάλαρντ (1930-2009) στο μυθιστόρημά του. Κάπου στο Λονδίνο οι κάτοικοι σε ένα πλούσιο προάστιο εξεγείρονται. Ανεβαίνουν στις στέγες των σπιτιών τους και κρεμούν πανό διαμαρτυρίας, φτιάχνουν οδοφράγματα με αναποδογυρισμένα ακριβά αυτοκίνητα, καίνε κάδους, σπάνε τις design κουζίνες τους και βγαίνουν έξω κοπανώντας με μίσος τα γουόκ τους. Η μεσοαστική τάξη ξεχύνεται στους δρόμους και μπροστά από κήπους με καλοκουρεμένα γκαζόν αποφασίζει να σπάσει τα δεσμά της κατανάλωσης που την κρατούν δεμένη πισθάγκωνα. Οι τράπεζες και οι πολυεθνικές την έχουν τυλίξει για τα καλά σε μια κόλα χαρτί. Η ζωή κάθε πολίτη είναι προδιαγεγραμμένη σε ένα συμβόλαιο. Το παιχνίδι παίζεται στα ψιλά γράμματα που έχει υπογράψει χωρίς να διαβάσει.

«Η τεράστια μητρόπολη που περιέβαλλε το Τσέλσι Μαρίνα κρατούσε ακόμα την ανάσα της. Εδώ άρχισε η επανάσταση της μεσαίας τάξης, όχι ο ξεσηκωμός ενός απελπισμένου προλεταριάτου, αλλά η εξέγερση της μορφωμένης τάξης των επαγγελματιών που υπήρξαν οι στυλοβάτες της κοινωνίας. Σ' αυτούς τους ήσυχους δρόμους, το σκηνικό αμέτρητων δείπνων, χειρουργοί και ασφαλιστές, αρχιτέκτονες και στελέχη υπηρεσιών υγείας, είχαν στήσει τα οδοφράγματά τους και αναποδογυρίσει τα αυτοκίνητά τους για να μπλοκάρουν τα οχήματα της πυροσβεστικής και των ομάδων διάσωσης που προσπαθούσαν να τους σώσουν. Απέρριψαν όλες τις προσφορές για βοήθεια, αρνούμενοι να βγάλουν στη φόρα τα πραγματικά τους παράπονα ή να πουν αν υπήρχαν καν παράπονα. [...] Για λόγους τους οποίους δεν καταλάβαινε κανείς, οι κάτοικοι του Τσέλσι Μαρίνα είχαν βαλθεί να διαλύσουν το μεσοαστικό τους κόσμο. Άναβαν φωτιές με βιβλία και πίνακες, εκπαιδευτικά παιχνίδια και βίντεο. Οι ειδήσεις στην τηλεόραση έδειχναν οικογένειες να κάνουν αλυσίδα, περικυκλωμένες από αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα, με τα πρόσωπά τους να φωτίζονται περήφανα στις φλόγες».

Η σύγχρονη εξέγερση που ξεκίνησε για τα ακριβά κοινόχρηστα των πολυκατοικιών, την τιμή του πετρελαίου και τα τέλη στάθμευσης, γρήγορα ξεφουσκώνει. Η «επανάσταση» της μεσαίας τάξης καταστέλλεται και οι διαδηλώσεις των αγανακτισμένων πολιτών διαλύονται όταν κλείσουν οι κάμερες των καναλιών. Άλλωστε, στις δυτικές κοινωνίες όλα μετριούνται με τηλεοπτικό χρόνο.

«Μια απανθρακωμένη Βόλβο στεκόταν στην άκρη του δρόμου, αλλά οι καλοί τρόποι κυριαρχούσαν ακόμα, και κόσμος την είχε σπρώξει σε μία θέση παρκαρίσματος. Οι επαναστάτες είχαν συγυρίσει μετά την επανάστασή τους. Σχεδόν όλα τα αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα τα είχαν γυρίσει από τη σωστή μεριά, με τα κλειδιά πάνω στη μηχανή, να περιμένουν εκείνους που θα έρχονταν να τα κατασχέσουν. Ο κάδος ήταν γεμάτος βιβλία, ρακέτες του τένις, παιδικά παιχνίδια κι ένα ζευγάρι μαυρισμένα πέδιλα του σκι. Δίπλα σ' ένα σχολικό μπλέιζερ με καψαλισμένο σιρίτι, ένα σχεδόν καινούριο μάλλινο πενιέ κοστούμι, η πρωινή στολή ενός μεσαίου στελέχους, κείτονταν ανάμεσα σ' εκείνο το ρημαδιό σαν την παραπεταμένη στολή φαντάρου που πέταξε το όπλο του και πήρε τα βουνά. Το κοστούμι έμοιαζε παράδοξα ευάλωτο, η εγκαταλελειμμένη σημαία ενός ολόκληρου πολιτισμού...».

Τι έμεινε από όλο αυτό; Μια ομάδα φανατικών που οργάνωσε ένας παιδίατρος. Πρώην στελέχη επιχειρήσεων, γιατροί, δικηγόροι, καθηγητές, οι οποίοι ασφυκτιούσαν σε μια υποθηκευμένη ζωή, κατρακύλησαν στην ωμή βία. Φορώντας πανάκριβα φούτερ με κουκούλες και κασμιρένια κασκόλ Prada που είχαν αγοράσει με πιστωτικές κάρτες, επιτίθενται σε πολυκαταστήματα πετώντας μολότοφ φτιαγμένες με μπουκάλια από μεταλλικό νερό Evian ή από ακριβά κρασιά που είχαν φέρει από τις διακοπές τους στην Προβηγκία. Xτυπούν μουσεία, κινηματογράφους στα mall, αίθουσες αναμονής στο Χίθροου. Σε ένα από αυτά τα τυφλά τρομοκρατικά χτυπήματα «που στόχο έχουν την αποσταθεροποίηση του καπιταλιστικού συστήματος στη ρίζα του», σκοτώνεται η τέως σύζυγος του Ντέιβιντ Μάρκαμ, ενός ψυχολόγου, διάσημου από τις συχνές εμφανίσεις τους σε τηλεοπτικές εκπομπές του ΒΒC. O τελευταίος, αφηγητής της ιστορίας, βγάζει το κοστούμι του και παρεισφρέει ως πληροφοριοδότης της αστυνομίας στην ομάδα των τρομοκρατών προκειμένου να ανακαλύψει ποιοι σκότωσαν την πρώην γυναίκα του. Έτσι, ο συγγραφέας έχει την ευκαιρία να ανοίξει διάλογο για τα τυφλά τρομοκρατικά χτυπήματα που αντί τελικά να αποσταθεροποιήσουν το καπιταλιστικό σύστημα το δυναμώνουν, παρέχοντάς του το δικαίωμα να καταπατήσει ακόμα περισσότερο τις ατομικές ελευθερίες των πολιτών για λόγους ασφαλείας.

Το βιβλίο, αν σκεφτεί κανείς πως εκδόθηκε το 2003 στο Λονδίνο, είναι προφητικό. Όχι για την τρομοκρατία, αφού είχε προηγηθεί το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους το 2001, αλλά γιατί σκιαγράφησε πολύ πριν σκάσει η βόμβα της ύφεσης το 2008 τη μετατροπή της μεσαίας τάξης σε ένα σύγχρονο προλεταριάτο που πιέζεται από όλες τις μεριές. Από τη μια βρίσκονται οι οικονομικοί εγκληματίες, οι οποίοι στο όνομα της ανάπτυξης και της εξυγίανσης ενός συστήματος που μαστίζεται από την κρίση επιτίθενται άγρια σε αυτούς που στήριξαν την οικονομία τον περασμένο αιώνα. Από την άλλη, οι παρανοϊκοί που πιστεύουν ότι το μοναδικό όπλο είναι η ωμή βία και το αντάρτικο πόλεων. Και ανάμεσά τους, σαστισμένοι, αηδιασμένοι, μπουχτισμένοι βρίσκονται οι μορφωμένοι υπάλληλοι που πλέον αμείβονται με μισθό ανειδίκευτου εργάτη. Άνθρωποι που κάποτε ζούσαν καλά και τώρα έχουν ολοένα και λιγότερο πρόσβαση σε αυτό που ονομάζεται κοινωνικό κράτος.

Το μυθιστόρημα του Μπάλαρντ θέτει ένα ερώτημα που στην καρδιά της οικονομικής κρίσης μοιάζει πιο επίκαιρο από ποτέ. Θα μπορέσει άραγε η μεσαία τάξη να βρει το δρόμο της; Θα δει ξεκάθαρα ότι είναι το σύγχρονο προλεταριάτο; Θα επαναστατήσει για ένα σαββατοκύριακο; Θα βγει, θα φωνάξει και μετά θα υποχωρήσει στην ασφάλεια του καναπέ της; Θα ταμπουρωθεί πίσω από τα ακριβά λάπτοπ της (τα οποία αν χαλάσουν αδυνατεί να αντικαταστήσει) και θα περιοριστεί ανεβάζοντας επιθετικά ποστ στα κοινωνικά δίκτυα; Θα συνεχίζει να εκτονώνεται κάνοντας like και share σε όσα δεν έχει το θάρρος να πράξει στην αληθινή ζωή; Ή τελικά κατατρομοκρατημένη από τα μίντια θα συνταχθεί με την οικονομική ελίτ των μνημονίων μπας και διασώσει αυτά τα λίγα που τη χωρίζουν πια από τους νεόπτωχους; Θα βρει τρόπο να βάλει φρένο στην κατάρρευσή της χωρίς να παραδοθεί στη βία; Αυτό μένει να φανεί. 

Y.Γ. Η αντιασφυξιογόνα μάσκα με δερμάτινη επένδυση Louis Vuitton είναι δημιουργία του εικαστικού και ντιζάινερ Diddο.