Ο πίνακας Τοwn (1902) του θεατρικού συγγραφέα Αύγουστου Στρίντμπεργκ, περιγράφει καλύτερα ίσως απ' όσο θα μπορούσαν οι λέξεις την κατάσταση στην οποία βρίσκομαι όταν δεν καταφέρνω να διαβάσω. Τα βιβλία με βοηθούν να ηρεμώ. Είναι για μένα ένα είδος διαλογισμού: εξημερώνουν την άγρια θάλασσα, λειαίνουν το βράχο κι οργώνουν το άγονο χώμα. Μ' εξανθρωπίζουν.

Όταν, λοιπόν, παθαίνω αυτό που οι βιβλιόφιλοι αποκαλούμε «μπλοκάρισμα του αναγνώστη» (κατά το writer's block), είναι λες και υπάρχει μέσα μου μια αχανής, απέραντη στέπα που πρέπει να διανύσω ολομόναχος. Μια αξημέρωτη, μεγάλη νύχτα όπου το μυαλό μού βάζει παγίδες, ξετρυπώνει σκουριασμένες ενοχές, εκκρεμότητες που χάσκουν και χτυπούν σαν παλιές, σπασμένες πόρτες στον άνεμο. Αδύνατον να κοιμηθώ, αδύνατον και να διαβάσω. Είναι αυτή η βουβή κατάσταση ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, κατά την οποία το σώμα ρίχνει ταχύτητες, αλλά το μυαλό τρέχει. Δεν καταφέρνω να συγκεντρωθώ, κολλάω σε μία σελίδα και μένω σ αυτήν για ώρα. Πιάνω άλλα βιβλία, όμως το διάβασμα δεν οδηγεί πουθενά. Γραπώνομαι από τις λέξεις όπως ο ορειβάτης στα σκοινιά, με το χάος από κάτω να παραμονεύει σαν στόμα ορθάνοιχτο.

Συνήθως αυτό συμβαίνει μετά από μια δυνατή αναγνωστική εμπειρία. Όταν έχω τελειώσει ένα βιβλίο που μου άρεσε πολύ και περνώ κατευθείαν στο επόμενο, ακόμα στοιχειωμένος από τους ήρωες του προηγούμενου. Σ΄αυτή τη φάση μαγαρίζω καμιά δεκαριά βιβλία, διαβάζοντας λίγο το ένα και λίγο το άλλο, χωρίς να καταφέρνω να βρω σημείο επαφής. Επίσης, συμβαίνει όταν έχω πολλά βιβλία που θέλω παράλληλα να ξεκινήσω. Η πληθώρα επιλογών με κάνει αναποφάσιστο.

Με τα χρόνια έχω βρει ένα τρικ για να αντιμετωπίζω το «μπλοκάρισα», όταν προκύπτει. Ποντάρω στη μικρή φόρμα: Διηγήματα, νουβέλες, ποιήματα, μικρά πεζά... Δεν πιάνει βεβαίως πάντα, αλλά τις περισσότερες φορές λειτουργεί. Μια σοφή λύση ίσως είναι να αφήσεις το «φαινόμενο» να εκτονωθεί, χωρίς να πιέζεις τα πράγματα. Είναι η ώρα να κλείσεις το βιβλίο και να ανοίξεις το laptop, να χαζέψεις στο διαδίκτυο, να πας μια βόλτα, να δεις μια ταινία ή να κοιτάς απλά το ταβάνι ακούγοντας μουσική, παρακολουθώντας την αναπνοή σου. Το έχει πει καλύτερα η Σκάρλετ: έτσι κι αλλιώς αύριο θα είναι πάντα μια άλλη μέρα.

Υ.Γ. Ο τίτλος του ποστ είναι από την ομώνυμη συλλογή διηγημάτων του Χανίφ Κιουρέισι (εκδ. Καστανιώτη).  

«Δέκα καλά βιβλία φτάνουν για μια ζωή», αυτό τουλάχιστον ισχυριζόταν με πάθος η Μαλβίνα Κάραλη, ένα απίστευτα γοητευτικό πλάσμα που είχα την τύχη να συναντήσω μερικές φορές και να συζητήσω μαζί της για βιβλία, λίγο καιρό πριν φύγει. Στο λιτό, σχεδόν ασκητικό της υπνοδωμάτιο, στο τελευταίο της σπίτι απέναντι από την αρχιεπισκοπή Αθηνών στην Πλάκα, είχε μια ξύλινη ροτόντα με στοίβες βιβλίων, στα οποία επέστρεφε ξανά και ξανά.

Σήμερα, διαβάζοντας το απόσπασμα που ακολουθεί από το μικρό διαμάντι του Άρθουρ Σοπενάουερ Περί Αναγνωσης και Βιβλίων: Η τέχνη της αποχής από την ανάγνωση, τη θυμήθηκα: «Κάθε σημαντικό βιβλίο είναι καλό να το διαβάζουμε δυο φορές, αφενός επειδή με τη δεύτερη φορά συλλαμβάνουμε καλύτερα τα νοηματικά συμφραζόμενα και κατανοούμε την αρχή σε όλο της το βάθος, αφού γνωρίζουμε ήδη το τέλος, και, αφετέρου, επειδή η δεύτερη ανάγνωση μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε κάθε σημείο με αλλιώτικη διάθεση εν συγκρίσει με την πρώτη φορά και να αποκομίσουμε διαφορετική εντύπωση, σαν να κοιτάζουμε ένα αντικείμενο υπό διαφορετικό φως».

Σ' αυτό το ολιγοσέλιδο δοκίμιο (αποτελεί το κεφάλαιο ΧΧΙV του Parerga und Paralipomena), το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα και περιλαμβάνεται στην υπέροχη σειρά του Άτακτου Λαγού -μια σειρά στην οποία φιλοξενούνται σύντομα δοκίμια και διηγήματα, μικρά αριστουργήματα των γραμμάτων, τυπωμένα εξαιρετικά σε πολυτελές υδατογραφημένο χαρτί-, o Γερμανός φιλόσοφος (1788–1860) μας προτρέπει να κλείνουμε πιο συχνά τα βιβλία, να στοχαζόμαστε και να βουτάμε χωρίς ανάσα στη ζωή.

«Η αλήθεια είναι ότι όποιος ρίχνεται με τα μούτρα στο διάβασμα και διαβάζει σχεδόν ολόκληρη την ημέρα αλλά περνά τον ενδιάμεσο χρόνο του χωρίς διόλου να στοχάζεται, χάνει με τον καιρό την ικανότητα να σκέφτεται μόνος του – όπως κάποιος που, κυκλοφορώντας μονίμως καβάλα στο άλογο, ξεχνά στο τέλος πώς να βαδίζει. [...] Όταν διαβάζουμε αδιάκοπα, χωρίς κατόπιν να βάλουμε το μυαλό μας να σκεφτεί, τα νοήματα δεν ριζώνουν μέσα μας και συνήθως πηγαίνουν χαμένα. Ό,τι ισχύει για τη σωματική τροφή, ισχύει εν γένει και για την πνευματική: δεν απορροφούμε παρά το ένα πεντηκοστό της τροφής που προσλαμβάνουμε».

Παράλληλα, ο Σοπενάουερ διαμαρτύρεται για την καταιγιστική βιβλιοπαραγωγή -φαντάσου να ζούσε σήμερα!- την οποία παρομοιάζει «με τον αδιόρθωτο όχλο της ανθρωπότητας, που ξεχύνεται λεφούσι στους δρόμους, συρρέοντας από παντού και λερώνοντας τα πάντα, σαν τις μύγες το καλοκαίρι». Κατά τη γνώμη του τα χιλιάδες κακά βιβλία θάβουν τα κλασικά. Όμως, κάνω μια αθώα σκέψη, και τα κλασικά κάποτε δεν ήταν νέα;

Όπως κι αν έχει, το μικρό αυτό βιβλιαράκι του Άτακτου Λαγού είναι τροφή για το μυαλό, μια πρώτης τάξεως αφορμή για σκέψη και αυτοκριτική, ειδικά για όλους εμάς τους βιβλιοβουλιμικούς τύπους που δεν μπορούμε να αντισταθούμε σε καθετί καινούριο που κυκλοφορεί.

Υ.Γ. Νέα προσέγγιση, ανοιξιάτικη: Για 30 σελίδες κάθε βιβλίου θα αντιστοιχεί μία ώρα βόλτα. Με ποδήλατο, αυτοκίνητο, με τα πόδια, με το μετρό. Εξωστρέφεια, ανθισμένες αμυγδαλιές, καφέδες, παγωμένα κοκτέιλς και βιταμίνη D κάτω από τον ήλιο.  



Λίγες μέρες πριν μια φίλη μου έστειλε ένα διήγημά της και μου είπε να το διαβάσω ακούγοντας ένα συγκεκριμένο τραγούδι -Lady Grinning Soul του David Bowie- που είχε σε repeat η ίδια όταν το έγραφε. Προσπάθησα να το κάνω αλλά δεν λειτούργησε. Η μουσική με αποσπούσε. Χρειάστηκε να κλείσω το iTunes για να καταφέρω να μπω στο ρυθμό του κειμένου. Για μένα η μουσική και το διάβασμα είναι δύο διαφορετικές απολαύσεις που δεν μπορούν να συνδυαστούν.

Έκανα μία βόλτα στα φόρουμ του Goodreads και παρακολούθησα μερικές συζητήσεις πάνω σ' αυτό το θέμα. Οι αναγνώστες διχάζονται: Κάποιοι μπορούν, κάποιοι όχι. Οι περισσότεροι που τα καταφέρνουν μιλούν κυρίως για κλασική ορχηστρική μουσική. Άλλοι γράφουν ότι μισούν τη σιωπή και ότι το να έχουν ακόμα και ραδιόφωνο ή τηλεόραση να παίζει σιγά κάπου στο βάθος, τους βοηθά να συγκεντρωθούν. Υπάρχουν και εκείνοι που διαβάζουν στο μετρό και χρησιμοποιούν το iPod σαν ωτοασπίδες: η μουσική «σκεπάζει» τις ομιλίες και το μηχανικό θόρυβο.

Μια άλλη φίλη, μητέρα δύο μικρών παιδιών, μου είπε πρόσφατα ότι η μουσική δεν είναι τίποτα μπροστά σε δύο πιτσιρίκια που τρέχουν γύρω από τον καναπέ αλαλάζοντας. Αυτούς τους αναγνώστες-κομάντο τους ζηλεύω. Είναι σκληραγωγημένοι και μπορούν να διαβάσουν τα πιο απαιτητικά βιβλία ακόμα κι όταν κάνει παρέλαση γύρω τους ολόκληρο το στούντιο της Disney.

Προσωπικά όταν διαβάζω έξω -στην παραλία, στο πάρκο, σε κάποιο café, ποτέ σε όχημα που κινείται- βάζω απαραιτήτως ωτοασπίδες, αλλιώς θα μείνω 5 λεπτά στην ίδια σελίδα. Στο σπίτι προτιμώ να διαβάζω σιωπηλά. Όταν ανοίγω το Spotify, κλείνω το βιβλίο. Η μουσική θέλει το δικό της χώρο, είναι ένα είδος διαλογισμού, απαιτεί συγκέντρωση. Όπως ακριβώς και το διάβασμα. Αρνούμαι να δω τη μουσική σαν χαλί για διάβασμα και το βιβλίο σαν κερασάκι πάνω σε ένα μουσικό κοκτέιλ.

Έκανα μια μικρή αναζήτηση στο Google για σχετικές έρευνες. Υπάρχουν πολλές από πανεπιστημιακά ιδρύματα, όλες όμως μιλούν για μελέτη και όχι για διάβασμα λογοτεχνίας (δεν νομίζω ότι είναι το ίδιο πράγμα). Οι απόψεις των ερευνητών διίστανται. Η κλινική ψυχολόγος Έμμα Γκρέι, η οποία διεξήγαγε μία μελέτη για λογαριασμό του Spotify, ισχυρίζεται ότι οι μαθητές που ακούν μουσική διαβάζοντας αποδίδουν περισσότερο. Η κλασική μουσική, σύμφωνα με την έρευνα, μας χαλαρώνει, βάζει φωτιά στη φαντασία και μας βοηθά να συγκεντρωθούμε. Μας οδηγεί σε μία κατάσταση δηλαδή παρόμοια με αυτήν του διαλογισμού. Αντιθέτως, μία αντίστοιχη έρευνα του Ινστιτούτου Τεχνολογίας του Νιου Τζέρσεϊ στις ΗΠΑ, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι σπουδαστές που άκουγαν μουσική όταν διάβαζαν είχαν χαμηλότερες επιδόσεις στις εξετάσεις από εκείνους που μελετούσαν σιωπηλά. Μια τρίτη έρευνα, αυτή τη φορά από το Πανεπιστήμιο της Ουαλίας, επισημαίνει ότι παίζει ρόλο το είδος της μουσικής. Τα τραγούδια αποσυντονίζουν, ο ακροατής κάνει συνειρμούς με τους στίχους, ενώ η κλασική συμφωνική ή μοντέρνα ορχηστρική μουσική βοηθούν περισσότερο.

Δοκίμασα, λοιπόν, να διαβάσω το συγκλονιστικό βιβλίο μου (Μόνος στο Βερολίνο – Hans Fallada, εκδ. Πόλις) ακούγοντας κλασική μουσική. Με Σοστακόβιτς και Στραβίνσκι στάθηκε αδύνατο. Πολύ γρήγορα έκλεισα το βιβλίο και άνοιξα ένα μπουκάλι ουίσκι για να απολαύσω χαλαρά τη μουσική. Με Έλγκαρ τα πράγματα ήταν πιο εύκολα. Λιγότερες εντάσεις, περισσότερη αρμονία. Πάντως όπως κι αν έχει το διάβασμα μετά μουσικής σε μένα -μέχρι ώρας- δεν δείχνει να λειτουργεί. Σε εσάς;

Edward Elgar - Nimrod (enigma variations)