Μια προηγούμενη έκδοση ή μία ολοκαίνουρια, δεν έχει σημασία. Οι ιστορίες δεν παλιώνουν ποτέ. Για έναν περίεργο λόγο κάθε βιβλίο μπορεί να είναι πάντα επίκαιρο, ακόμα κι αν όλα όσα διηγείται έχουν συμβεί αιώνες πριν. Ίσως γιατί η ρίζα του ανθρώπου δεν αλλάζει. Τα ένστικτα όσο κι αν ντύνονται με νέα ρούχα, στολές, πανοπλίες, παραμένουν ίδια. Τα συναισθήματα και οι ανάγκες επίσης. Κρύβονται πίσω από νέες λέξεις αλλά δεν χάνουν ποτέ την ουσία τους. Θέλουμε ελευθερία, όνειρα, δύναμη, ασφάλεια, έρωτα... Θέλουμε να μπορούμε να επιβιώνουμε, να επικοινωνούμε, να μοιραζόμαστε τις ιδέες μας, να ταξιδεύουμε, να γνωρίζουμε διαρκώς νέα πράγματα. Υπό αυτή την έννοια μήπως τελικά κάθε βιβλίο, είτε πρόκειται για ένα δοκίμιο φιλοσοφίας είτε για ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, είτε για μια ερωτική ιστορία είτε για τη βιογραφία μιας σπουδαίας προσωπικότητας, αφηγείται από άλλη σκοπιά την ίδια απαράλλακτη ιστορία; Αυτή ενός ανθρώπου που μέσα στους αιώνες αναζητά την αλήθεια για τη φύση του. Ενός ανθρώπου που προσπαθεί να κατανοήσει όσα συμβαίνουν γύρω του, να φωτίσει το μέλλον ρίχνοντας φως στο παρελθόν, για να βρει τελικά τον τρόπο να ζει καλύτερα.  



Μερικές εβδομάδες πριν, στις 17 Φεβρουαρίου, η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών έδωσε μια συναυλία στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση, αφιερωμένη στη μουσική πρωτοπορία στη Γαλλία των αρχών του 20ου και του 21ου αιώνα. Εκεί, μεταξύ άλλων, ο πιανίστας Στέφανος Θωμόπουλος παρουσίασε το κοντσέρτο για πιάνο (αριστερό χέρι) του Μωρίς Ραβέλ, χρησιμοποιώντας φυσικά μόνο το ένα χέρι. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο έργο που γράφτηκε για το διάσημο Αυστριακό πιανίστα Πάουλ Βίτγκενσταϊν, ο οποίος έχασε το δεξί του άνω άκρο κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Ο μεγαλύτερος αδερφός του φιλοσόφου Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν, γόνος μιας πάμπλουτης οικογένειας, προκειμένου να μην εγκαταλείψει την πιανιστική του καριέρα, ζήτησε σε διάσημους συνθέτες (Εριχ Βόλφγκανγκ Κόρνγκολντ, Μπέντζαμιν Μπρίτεν, Σεργκέι Προκόφιεφ, Πάουλ Χίντεμιτ, Ρίχαρντ Στράους και Μωρίς Ραβέλ) να δημιουργήσουν έργα αποκλειστικά για τη δική του ιδιαιτερότητα. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν έξαλλοι μαζί του, καθώς ο μονόχειρας πιανίστας έκανε μεγάλες παρεμβάσεις στα έργα που είχε παραγγείλει. Στη σύντομη -μόλις 99 σελίδων- μυθιστορηματική βιογραφία του Ραβέλ από τον Ζαν Εσνόζ (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Πόλις) η αντίδραση του Γάλλου συνθέτη του Μπολερό στις παρεμβάσεις του Βίτγκενσταϊν καταγράφεται αριστοτεχνικά. Ολόκληρο το βιβλίο είναι ένα λογοτεχνικό κομψοτέχνημα, ένα εργόχειρο κεντημένο με λέξεις από χρυσοκλωστή, νότες, παύσεις και εικόνες.

Το βιβλίο αφηγείται τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του υπέρκομψου Ραβέλ, με σημείο εκκίνησης το ταξίδι του με υπερωκεάνιο στην Αμερική. Το μισό μυθιστόρημα εκτυλίσσεται στο πλοίο. Μέσα από αυτή τη μοναχική διαδρομή ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να περιγράψει το χαρακτήρα, τη σκέψη και το απαράμιλλο στυλ ενός αληθινού μπον βιβέρ. Ενός κοσμοπολίτη της Τέχνης που φρόντιζε πολύ την γκαρνταρόμπα του και απολάμβανε τις μικρές πολυτέλειες της ζωής: τη γαλλική κουζίνα, το καλό κρασί, τη μουσική, το διάβασμα και τα Gauloises στο ημίφως. Το άλλο μισό βιβλίο παρακολουθεί την πορεία ενός ιδιοφυούς ανθρώπου προς την άνοια. Οι νότες και οι λέξεις χάνουν σιγά σιγά το νόημά τους και ο Ραβέλ εγκλωβίζεται μέσα στον ίδιο του τον εαυτό, μέχρι το θάνατό τους στις 28 Δεκεμβρίου του 1937, στα 62 του χρόνια.

Η γραφή του Εσνόζ, έχει κάτι μαγικό, σε ταξιδεύει με το ιδιαίτερο, ποιητικό ύφος αφήγησης. Λάτρεψα τις περιγραφές της παρισινής μονοκατοικίας του συνθέτη: ένα σπίτι γεμάτο βιβλία και μουσική, με έναν μικρό κήπο στο πίσω μέρος, τον οποίο ο Ραβέλ αγαπούσε ιδιαιτέρως.

Εκτός από αυτό το μυθιστόρημα, γοητευμένος από την προσωπικότητα του Πάουλ Βίτγκενσταϊν, αγόρασα και τη βιογραφία του (ουσιαστικά ολόκληρης της εκκεντρικής οικογένειας) που υπογράφει ο Αλεξάντερ Γουό -εγγονός του συγγραφέα Ίλβιν Γουό-, η οποία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο

Υ.Γ.1: Στο βίντεο που ακολουθεί μπορείτε να απολαύσετε ολόκληρο το Κοντσέρτο για πιάνο (αριστερό χέρι) και ορχήστρα σε ρε μείζονα του Μωρίς Ραβέλ, από τη Συμφωνική Ορχήστρα του Liszt School Of Music της Βαϊμάρης (2011). Στο πιάνο η 29χρονη τότε αριστούχος της σχολής Hélène Tysman. Δυστυχώς δεν έχει αναρτηθεί κάποιο απόσπασμα από την εκτέλεση του Στέφανου Θωμόπουλου στη Στέγη.


Υ.Γ. 2: Ακολουθεί το απόσπασμα από το βιβλίο του Εσνόζ όπου περιγράφεται η αντίδραση του Ραβέλ στις παρεμβάσεις του Βίτγκενσταϊν (σελ. 78):
     «Στη Βιέννη, ο Ραβέλ και η Μαργκερίτ προσκαλούνται σ΄ένα δείπνο ακολουθούμενο από μια δεξίωση προς τιμήν του στο σπίτι του Πάουλ Βίτγκενσταϊν, στη διάρκεια της οποίας ο τελευταίος, ο άνθρωπος ο οποίος παρήγγειλε και στον οποίο είναι αφιερωμένο το έργο, θα παίξει το κοντσέρτο με το ίδιο του το χέρι. Το δείπνο εξελίσσεται όπως όλα τα δείπνα αυτού του είδους, δηλαδή μια αγγαρεία την οποία προσπαθείς να αποφύγεις αλλά εξαιτίας της οποίας βάζεις τα καλά σου, εμφανίζεσαι, σε συστήνουν σ΄ένα σωρό κόσμο που ακούς τα ονόματά τους και τα ξεχνάς αμέσως, αρχίζεις να πλήττεις θανάσιμα, μετά το παίρνεις απόφαση, το αλκοόλ βοηθάει ν' ανάψουν τα αίματα, και, σιγά σιγά, μετά από μια δυο ώρες όλα σου φαίνονται υπέροχα και μακαρίζεις την τύχη σου.
     »Με λίγα λόγια, κι εδώ τα ίδια είναι, αν και, απόψε, η Μαργκερίτ, καθισμένη στα δεξιά του Βίτγκενσταϊν, τον ακούει να της εμπιστεύεται ότι έχει προβεί σε κάποιες επεμβάσεις σ΄αυτό το κοντσέρτο που εκείνη ακόμα δεν το ξέρει. Η Μαργκερίτ, αν και υποθέτει ότι η αναπηρία του πιανίστα τον οδήγησε σε κάποιες απλουστεύσεις, του συνιστά εντούτοις να προειδοποιήσει τον Ραβέλ γι' αυτές τις αλλαγές, κάτι που ο άλλος δεν θέλει ούτε να τ' ακούσει. Τελειώνει το δείπνο, όλοι στο πιάνο. Με το που αρχίζει η εκτέλεση, ενώ η Μαργκερίτ παρακολουθεί το κοντσέρτο από την παρτιτούρα, αυτή τη φορά καθισμένη δίπλα στον άνθρωπο που την έχει γράψει, διαβάζει στα χαρακτηριστικά του προσώπου του που όσο πάνε κι αλλοιώνονται, τις δυσάρεστες συνέοειες των πρωτοβουλιών του μονόχειρος· γιατί ο Βίτγκενσταϊν όχι μόνο δεν απλοποίησε το έργο για να το προσαρμόσει στα μέτρα του, αλλά, αντιθέτως, πρέπει να το είδε ως πρώτης τάξεως ευκαιρία να δείξει, καίτοι ανάπηρος, πόσο καλός είναι. Αντί να σταθεί απέναντι στο έργο και να το υπηρετήσει όσο καλύτερα μπορεί, ξαφνικά αρχίζει να βάζει δικούς του χρωματισμούς, να προσθέτει αλλού διάφορα αρπέζ κι αλλού διάφορα δικά του μέτρα, να υπερτονίζει τις τρίλιες, να χαριεντίζεται ρυθμικά και να κάνει ένα σωρό ερμηνευτικές υπερβολές που κανείς δεν του τις έχει ζητήσει., όπως επερείσεις και γκρουπέτα, ενώ ταυτόχρονα τονίζει σε υπερβολικό βαθμό τις ψηλές περιοχές του οργάνο για να δείξει πόσο επιδέξιος είναι, πόσο έξυπνος, πώς έχει παραμείνει ευαίσθητος και πώς σας έχει γραμμένους όλους. Το πρόσωπο του Ραβέλ είναι πανί.
     »Με το που τελειώνει το κοντσέρτο, η Μαργκερίτ μυρίζεται ότι το πράγμα δεν θα τελειώσει καλά, και σπεύδει να προκαλέσει έναν αντιπερισπασμό ανοίγοντας κουβέντα με τον πρέσβη γι' άλλα θέματα – εις μάτην: ο Ραβέλ πλησιάζει αργά τον Βίτγκενσταϊν, μ' ένα ύφος που έχει να το ξαναπάρει από τότε που ορμούσε στον Τοσκανίνι. Δεν είναι σωστά πράγματα αυτά, λέει ψυχρά. Δεν είναι καθόλου σωστά πράγματα. Δεν είναι έτσι το κομμάτι. Ακούστε, προσπαθεί να απολογηθεί ο Βίτγκενσταϊν, είμαι παλιός πιανίστας και σας λέω ότι δεν σονάρει σωστά. Κι εγώ είμαι παλιός ενορχηστρωτής, απαντά ο Ραβέλ, όλο και πιο παγερός, και σας λέω ότι σονάρει. Η σιωπή που έχει απλωθεί στην αίθουσα, σονάρει ακόμα πιο δυνατά. Σάστισμα κάτω από τα γύψινα, αμηχανία στα γυψομάρμαρα. Τα πλαστρόν των σμόκιν πανιάζουν, οι φράντζες στα μακροτενή φουστάνια κοκαλώνουν, οι αρχισερβιτόροι εξετάζουν τα παπούτσια τους. Ο Ραβέλ φοράει το παλτό του χωρίς να πει λέξη, κι ύστερα αδειάζει τον τόπο προώρως, σέρνοντας ξοπίσω του μια χαμένη Μαργκερίτ. Βιέννη, νύχτα Ιανουαρίου, ψοφόκρυο – παρ' όλα αυτά, διώχνει το αυτοκίνητο που του έχει διαθέσει η πρεσβεία και, λογαριάζοντας ότι λίγο περπάτημα πάνω στο χιόνι μπορεί να τον ηρεμήσει, επιστρέφει στο ξενοδοχείο».



«Όλα όσα είμαι τα έχω χάσει. Αυτό σημαίνει να είσαι μόνος».

Σ΄αυτή τη φράση που λέει μονολογώντας στην αρχή του βιβλίου μια ηλικιωμένη Εβραία, η οποία αναγκάζεται να ζει σαν ζωντανή νεκρή σε ένα ανήλιαγο δωμάτιο για να μην οδηγηθεί όπως ο άντρας της σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης, συνοψίζεται ολόκληρη η δυναμική του συγκλονιστικού μυθιστορήματος Μόνος στο Βερολίνο του Χανς Φάλαντα (εκδ. Πόλις). Ο Βερολινέζος συγγραφέας πραγματεύεται -όπως φαίνεται και από τον τίτλο- τη μοναξιά που νιώθει κάποιος σε ένα παρανοϊκό, ολοκληρωτικό καθεστώς, όπως αυτό της ναζιστικής Γερμανίας. Μόνος ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλους. Όλοι οι ήρωες αργά ή γρήγορα, ακόμα κι αν στηρίζουν τη χιτλερική εξουσία ή αντιδρούν σ΄αυτή, έρχονται αντιμέτωποι με τη σκληρότητα της ναζιστικής μηχανής. Ο μέσος Γερμανός δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ασήμαντο γρανάζι ενός τερατώδους κατασκευάσματος. Η ανθρώπινη ζωή απαξιώνεται καθημερινά στο όνομα του Φύρερ και όλοι ζουν όχι μόνο υπό το φόβο των βομβαρδισμών, αφού κατοικούν σε μια εμπόλεμη ζώνη, αλλά με την απειλή να πέσουν από στιγμή σε στιγμή σε δυσμένεια ή να βρεθούν σαν αντιφρονούντες στο λαϊκό δικαστήριο.

«Δεν είχαν καταλάβει ακόμα ότι σ΄αυτό τον πόλεμο δεν υπήρχε πια ιδιωτική ζωή. Δεν μπορούσες να κλειστείς στον εαυτό σου και να σωθείς. Κάθε Γερμανός ανήκε στο κοινωνικό σύνολο και μοιραζόταν το γερμανικό πεπρωμένο – σαν τις βόμβες, που πλήθαιναν μέρα με τη μέρα κι έπεφταν αδιακρίτως επί δικαίους και αδίκους».

Το μυθιστόρημα καταγράφει με απόλυτο ρεαλισμό την καθημερινότητα των κατοίκων σε μια συνηθισμένη πολυκατοικία μιας λαϊκής συνοικίας του Βερολίνου το 1940. Ο πόλεμος βρίσκεται σε εξέλιξη. Οι ναζιστές έχουν κατακτήσει τη Γαλλία και ο Χίτλερ πανίσχυρος ποδοπατά τα ανθρώπινα δικαιώματα όχι μόνο των υπόδουλων λαών, αλλά και των ίδιων των Γερμανών. Οι πολίτες αναγκάζονται να εργάζονται σε απάνθρωπους ρυθμούς για να στηρίξουν την πολεμική μηχανή, στέλνοντας τα παιδιά τους να πεθάνουν σε έναν κατακτητικό πόλεμο που αδυνατούν να κατανοήσουν, κατασκευάζοντας εντέλει «άπειρα φέρετρα, ένα για κάθε εργάτη, ένα για κάθε Γερμανό! Είναι ακόμα ζωντανοί, μέσα τους όμως έχουν ήδη ετοιμάσει τα φέρετρά τους».
Η πολυκατοικία της οδού Γιαμπλόνσκι είναι μια μικρογραφία της χιτλερικής Γερμανίας. Οι διώκτες ζουν μαζί με τους διωκόμενους, οι φανατικοί ναζιστές με τους Εβραίους τους οποίους όταν δεν συλλαμβάνουν, ληστεύουν και καταδιώκουν, μέχρι να τους εξουθενώσουν ψυχικά και να τους οδηγήσουν στην τρέλα. Σε ένα διαμέρισμα του δεύτερου ορόφου μένουν οι Κβάνγκελ, ένα ζευγάρι κοντά στα εξήντα, που στην πρώτη κιόλας σελίδα πληροφορούνται μέσω μιας επιστολής ότι ο μοναχογιός τους σκοτώθηκε στο μέτωπο. Η απόγνωση από την απώλεια του μοναδικού πλάσματος που έδινε σκοπό στη ζωή τους, τους οδηγεί στην απόφαση να αντισταθούν στις θηριωδίες του Χίτλερ. Αποφασίζουν να μην ακολουθήσουν το δρόμο της βίας, αλλά να αντισταθούν αφήνοντας σε διάφορα σημεία της πόλης κάρτες-προκηρύξεις στις οποίες μιλούν για τα εγκλήματα του Φύρερ.

Ο καιρός περνά και οι κάρτες πολλαπλασιάζονται. Όπως γράφει ο ίδιος ο Φάλαντα στο επίμετρο του βιβλίου το ζευγάρι καταφέρνει όχι μόνο να τραβήξει την προσοχή του συστήματος, αλλά και να το τρομοκρατήσει: «Οι Κβάνγκελ, δυο ασήμαντοι, μοναχικοί άνθρωποι στο Βόρειο Βερολίνο, σχεδόν φτωχοί, χωρίς βοήθεια, χωρίς ιδιαίτερες ικανότητες, χωρίς υποστήριξη, μια μέρα του 1940 κηρύσσουν τον πόλεμο ενάντια στον τερατώδη μηχανισμό του ναζιστικού κράτους, και ξαφνικά συμβαίνει το γκροτέσκο: ο ελέφαντας νιώθει να απειλείται από το ποντίκι! Η εξουσία επιστρατεύει τον δόλο και τη βία για να αντιμετωπίσει τον ποντικό, κι ένας ασύλληπτος μηχανισμός μπαίνει σε λειτουργία για να συλληφθούν τα δύο ανθρωπάκια. Ο ελέφαντας τρέμει, σχεδόν έχει χάσει τον ύπνο του, εκεί έξω είναι οι εχθροί που παραμονεύουν στο σκοτάδι και πρέπει να συλληφθούν, πρέπει να εξολοθρευτούν!».

Πρόκειται για ένα σπουδαίο βιβλίο γιατί φωτίζει εκ των έσω κάθε πτυχή της ναζιστικής Γερμανίας και κυρίως γιατί καταγράφει με χειρουργική ακρίβεια την παράνοιά της. Είναι συγκλονιστικός ο τρόπος με τον οποίο αντιδρούν οι περαστικοί που βρίσκουν τις κάρτες. Ωμός φόβος, μια βόμβα από λέξεις που σκάει ξαφνικά μπροστά στα μάτια τους. Καχυποψία, πανικός, τρόμος μην τυχόν και βρεθούν μπλεγμένοι. Αφυπνίζονται; Σε καμία περίπτωση. Τρομοκρατημένοι όλοι καταγγέλλουν τις κάρτες, τις παραδίδουν στην αστυνομία ή οποία με τη σειρά της ειδοποιεί τη Γκεστάπο. Η αντίδραση των Βερολινέζων είναι ενδεικτική του κλίματος τρομοκρατίας μέσα στο οποίο ζουν.
«Λες αυτός να ήταν ο σκοπός της κάρτας, να σπείρει τον φόβο; Λες να υπήρχε κάποιο διαβολικό σχέδιο, να τοποθετείται δηλαδή η κάρτα στους χώρους εργασίας των υπόπτων, για να ελέγχουν την αντίδρασή τους; Λες να βρισκόταν και ο ίδιος εδώ και καιρό υπό παρακολούθηση, και η κάρτα να αποτελούσε το μέσο με το οποίο θα διαπίστωναν τη λάθος αντίδραση του υπόπτου;», λέει κάποια στιγμή ένας από τους αυτόπτες μάρτυρες. Ανίσχυροι πολίτες, μέχρι χθες αδιάφοροι, απολιτικοί, παρτάκηδες, έγιναν οι ίδιοι το εύφορο έδαφος για να θεριέψει ο ναζισμός. «Όλους πρέπει να μας ενδιαφέρει η πολιτική. Αν είχαμε ενδιαφερθεί εγκαίρως, τώρα δεν θα ζούσαμε έτσι, δεν θα είχαμε τους ναζιστές να μας κυβερνούν...».

Υ.Γ. Αν μυθιστορήματα όπως αυτό διδάσκονταν σωστά σε σχολεία για σκεπτόμενους ανθρώπους και όχι για παπαγάλους που αποστηθίζουν τα SOS των εξετάσεων, ποιο παιδί θα γινόταν νεοναζιστής; Ποιος θα θεωρούσε ένα νεοναζιστικό μόρφωμα σαν τη Χρυσή Αυγή λύση; Κανένας δεν θέλει να φτιάχνει το ίδιο του το φέρετρο. Δυστυχώς, αργήσαμε... Έχει δίκιο ο Φάλαντα, αν είχαμε ενδιαφερθεί εγκαίρως, τώρα δεν θα ζούσαμε έτσι.     



Ξεχνάμε εύκολα, είναι γεγονός. Και ως εκ τούτου είναι ακόμα πιο εύκολο να ξεγελάσουμε τη συλλογική μας συνείδηση και να αθωώσουμε τον εαυτό μας για καθετί που γίνεται στραβά σ΄αυτή τη χώρα. Αντιθέτως, θέλει μεγάλο κόπο και τεράστια αποθέματα θάρρους για να αντισταθούμε σε αυτό που ο Πασκάλ Μπρυκνέρ αποκαλεί «πειρασμό της αθωότητας». Από το οπισθόφυλλο ήδη του ομότιτλου βιβλίου του (εκδ. Αστάρτη) ο Γάλλος συγγραφέας μας προειδοποιούσε πριν από είκοσι σχεδόν χρόνια -στις εποχές της ξέφρενης ανάπτυξης- για τους κινδύνους που κρύβει ο παιδισμός και η θυματοποίηση όταν αυτές ανάγονται σε πολιτική στάση: «Είναι πολύ δύσκολο να είσαι ελεύθερος, κύριος και δημιουργός του πεπρωμένου σου. Η υπευθυνότητα είναι ένα αβάσταχτο φορτίο· μας αλυσοδένει με τις συνέπειες των πράξεών μας. Πώς να απολαύσουμε την ανεξαρτησία μας αποφεύγοντας τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται; Είτε υιοθετώντας την αμεριμνησία και τον εγωισμό του παιδιού είτε φορώντας το μανδύα του θύματος. Ο παιδισμός και η θυματοποίηση είναι οι δύο μεγάλες ασθένειες του σύγχρονου ατόμου».

Σελίν: «Όλοι οι άλλοι είναι ένοχοι, εκτός από εμένα»
Το ίδιο ακριβώς μοντέλο, αυτό ενός πολίτη-θύματος που ξεσπά βίαια σαν κακομαθημένο παιδί το οποίο διεκδικεί τυφλά το δίκιο του και παλεύει όχι χτίζοντας αλλά καταστρέφοντας, καταγράφει στο βιβλίο του Η πολιτική βία στην ελληνική κοινωνία (εκδ. Επίκεντρο) ο δημοσιογράφος και καθηγητής Δημήτρης Ψυχογιός. Η προσέγγιση του συγγραφέα, αν και συχνά ενοχλητική σαν βελόνα σε πουπουλένιο μαξιλάρι, έχει μεγάλο ενδιαφέρον ως προς την ερμηνεία της ταυτότητας του μέσου Νεοέλληνα: Ένα συνονθύλευμα μαγκιάς που από την κοινή γνώμη θεωρείται ένδειξη δύναμης, τυφλού και άκριτου «πατριωτισμού» (ή εθνικισμού;) που καλλιεργήθηκε στα σχολεία, έλλειψης παιδείας, τηλεοπτικού χαβαλέ και ταυτόχρονα σε κάποιες περιπτώσεις λαμογιάς (κάπου να τρυπώσουμε, να βολευτούμε). Αυτός ο πολίτης που έχει πάντα δίκιο, όταν ξεσπά η κρίση και χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του, εξαγριώνεται. Εκφράζει όμως το θυμό του διαφορετικά: Άλλος ψηφίζει Χρυσή Αυγή, άλλος κατεβαίνει στο Σύνταγμα για να κάψει ό,τι δεν έκαψε η ύφεση, άλλος πετάει μολότοφ, άλλος ξημεροβραδιάζεται στο Facebook κάνοντας επιθέσεις σε οποιονδήποτε έχει διαφορετική πολιτική άποψη από τη δική του, άλλος οργανώνει καταλήψεις σε δημόσια κτίρια ή κλείνει δρόμους, άλλος κάνει πάρτι με την απόδραση του Ξηρού έχοντας στο θολωμένο μυαλό του κάτι από το V for Vendetta των Άλαν Μουρ και Ντέιβιντ Λόιντ... Ή μένει παθητικός όπως πάντα να χειροκροτεί από τον καναπέ του όσα συμβαίνουν, ελπίζοντας εκδικητικά να καούν όλα για να ηρεμήσει.

Διαβάζοντας το βιβλίο του κ. Ψυχογιού στην αρχή θύμωσα, αφού ο συγγραφέας ούτε λίγο ούτε πολύ αντιμετωπίζει ως πολιτική βία τις διαδηλώσεις, απαξιώνοντας το μοναδικό όπλο ενός λαού που στερείται πια βασικά κοινωνικά αγαθά όπως η υγεία. Χρειάστηκε να διαβάσω ξανά το πρώτο μέρος, το οποίο ουσιαστικά αποτελεί και τον βασικό κορμό του βιβλίου (σημ.: το δεύτερο αποτελείται από άρθρα που έχει δημοσιεύσει ο συγγραφέας τα τελευταία χρόνια στις εφημερίδες), για να βγάλω τις παρωπίδες και την άμυνα που με κεκτημένη ταχύτητα αναπτύσσουμε στα χρόνια της κρίσης. Ξαναδιαβάζοντας, αυτή τη φορά θυμήθηκα και κατάλαβα τι και ποιους εννοεί: Τον αρχισυνδικαλιστή της ΔΕΗ (video) για παράδειγμα που μπουκάρει -με τις κάμερες να τον ακολουθούν- σαν καουμπόι στο γραφείο της διοίκησης, δίνοντας λαϊκή απογευματινή παράσταση στα δελτία ειδήσεων και στο Youtube. Ή τις εξαγριωμένες φοιτήτριες των ΤΕΙ Πάτρας (video) που μιλούσαν απαράδεκτα στον πρόεδρο, τον οποίο κρατούσαν όμηρο σε κάποια αίθουσα συσκέψεων. Τον θερμοκέφαλο που έβαλε φωτιά στο Αττικόν (video), σε ένα μνημείο αρχιτεκτονικής που οικοδομήθηκε από τον Αλέξανδρο Νικολούδη σε σχέδια του Ερνστ Τσίλλερ. Τον (;) εμπρηστή της Marfin (video) που οδήγησε στο θάνατο τρεις ανθρώπους (η μία εκ των θυμάτων ήταν έγκυος). Τον ηλίθιο που έκανε πλιάτσικο στα καταστήματα της διαλυμένης Αθήνας (video) το Δεκέμβρη του 2008 και δοκίμαζε να δει ποια γυαλιά του πήγαιναν πιο πολύ.
Τον ξέρουμε αυτόν τον τύπο ανθρώπου, τον έχουμε πετύχει στο δρόμο μας πολλές φορές. Κι άλλες τόσες τον έχουμε δει να επιδίδεται σε λαϊκές υστερίες στα κανάλια, στην ουρά της εφορίας, στα ταξί, στο γήπεδο, στα ριάλιτι σόου, στις φοιτητικές συνελεύσεις, στα σωματεία, στα αγροτικά μπλόκα, στα κλεισμένα λιμάνια... Καταγγέλλει το χάος σπέρνοντας χάος, καπελώνοντας κάθε προσπάθεια του συνόλου να διεκδικήσει με τον σωστό τρόπο τα δικαιώματά του. Είναι ο έξαλλος Ελληναράς που προκαλούσε αλλεργία στο Μάνο Χατζιδάκι, όπως περιγράφει στο βιβλίο του Το τελευταίο Τέταρτο ο Τάκης Θεοδωρόπουλος (εκδ. Πόλις).
Τον ίδιο τύπο, αν και λίγο διαφορετικό, τον συναντούμε και στο βιβλίο του κ. Ψυχογιού που βοηθά να κατανοήσουμε γιατί η κοινή γνώμη αποδέχεται σιωπηρά ή υπερθεματίζει τη βία (τρομοκρατία, συνδικαλιστικός τσαμπουκάς καφενείου, αναρχία, εμπρηστικές επιθέσεις, διαρκείς καταλήψεις κ.ά).

Κατά τον καθηγητή, οι κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια (οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης, το αίσθημα της αδικίας, η ανασφάλεια από την κατάρρευση του κράτους πρόνοιας, η αγανάκτηση που γεννά η διαφθορά του πολιτικού συστήματος, η διαπλοκή ακόμα και των συνδικαλιστών με την επιχειρηματική ελίτ, τα ατιμώρητα σκάνδαλα και ο χορός εκατομμυρίων) ήταν μόνο η αφορμή που οδήγησαν το Νεοέλληνα να στραφεί στη βία (είτε να την ασκήσει, είτε να τη δικαιολογήσει, είτε να την ανεχτεί, είτε να τη χειροκροτήσει, είτε να την προσπεράσει απαθής, είτε να την μετατρέψει σε αφορμή για λίγο ακόμα χαβαλέ στα social media). Η οικονομική κρίση όμως ήταν η αφορμή, όχι η αιτία. Δεν γέννησε το μνημόνιο τη βία. Προϋπήρχε στο γονίδιο μας. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο ίδιος: «την αιτία πρέπει να την αναζητήσουμε σε κάτι μόνιμο, στην κουλτούρα της χώρας μας: η πολιτική βία διαιωνίζεται στην ελληνική κοινωνία επειδή αποθεώνεται η πολεμική βία των πραγματικών ή φανταστικών προγόνων μας. Πρόκειται για φαινόμενο που συνδέεται αλλά δεν ταυτίζεται με τον εθνικισμό, για αγωνιστική ανάγνωση της Ιστορίας που η Δεξιά αναδεικνύει ως “πολεμική αρετή των Ελλήνων” και η Αριστερά ως “αντιστασιακό ήθος του ελληνισμού”».

Το κλειδί είναι η Ιστορία;
Μια αναδρομή στο παρελθόν μας -αντίστοιχης οπτικής είναι και αυτή που κάνει ο καθηγητής Κώστας Κωστής στο βιβλίο του Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας: Η διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους 18ος-21ος αιώνας (εκδ. Πόλις)- αποδεικνύει ότι οι ρίζες του προβλήματος βρίσκονται πιο βαθιά. Σύμφωνα με τον κ. Ψυχογιό: «Ο “δρόμος”, η πολιτική βία στη χώρα μας (όπως και το πελατειακό κράτος και άλλα δεινά), έρχεται από μακριά, δεν είναι γέννημα της Μεταπολίτευσης όπως ισχυρίζονται δεξιοί πολιτικοί, ιστορικοί και δημοσιολόγοι, που ξεχνούν τη δικτατορία και τη βία του μετεμφυλιακού κράτους. Η συγκρουσιακή κουλτούρα καλλιεργείται ήδη από το σχολείο, με την ανάγνωση της ελληνικής ιστορίας ως αλυσίδα “αδιαπραγμάτευτων” αγώνων του έθνους που ξεκινούν από το Μαραθώνα και φθάνουν ως σήμερα. [...] Δυστυχώς, έχουμε τόσο πολύ, για τόσο πολλές δεκαετίες, εξοικειωθεί με την ακραία πολιτική βία, ώστε ο μεν “δρόμος”, η διάχυτη μαζική βία θεωρείται αυτονόητη, η δε τρομοκρατία απασχολεί (και φοβίζει) μόνο αυτούς που αισθάνονται ότι αποτελούν στόχο της. [...] Η χώρα μας έχει εξαιρετικά βίαιες πολιτικές παραδόσεις. Όλη η ιστορία της από τις αρχές του 20ου αιώνα ως το 1974 είναι ιστορία πραξικοπημάτων, δικτατοριών, εμφυλίων πολέμων, διχασμών, εξεγέρσεων. Είμαστε η μοναδική χώρα της Ευρώπης όπου έγινε εμφύλιος πόλεμος μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η μοναδική όπου έγινε δικτατορία – αλλά και μετά τη δικτατορία συνεχίσαμε αυτή τη βίαιη παράδοση. [...] Η ρητορική του μίσους είναι ο αυτονόητος τρόπος πολιτικής έκφρασης – και αυτό το ξεχείλισμα της πολιτικής βίας έχει πολιτισμικές ρίζες, συνδέεται με την αντίληψη της ελληνικής ιστορίας ως πολεμικής αφήγησης και με την καλλιέργεια της ανάγκης ηρώων και ηρωισμών. [...] Αλλά κοινωνίες που έχουν ανάγκη να αναβαπτίζονται συνεχώς στη βία, είναι προβληματικές κοινωνίες, δεν είναι δημιουργικές, δεν θα πάνε μπροστά».

Ο αντίλογος
Υπάρχουν κάποιες στιγμές που το βιβλίο κατά τη γνώμη μου χάνει έδαφος. Μια από αυτές είναι όταν ο συγγραφέας βαφτίζει τους Έλληνες ως το βιαιότερο λαό της Ευρώπης. Αρκεί κανείς να θυμηθεί τις διαδηλώσεις στο Λονδίνο τον Αύγουστο του 2011 (video) ή τις φωτιές και τα οδοφράγματα με αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα στα προάστια του Παρισιού το 2007 (video), για νιώσει πόσο ισοπεδωτικές είναι οι συγκρίσεις του βιβλίου. Ο αναγνώστης μάλιστα θα πρέπει να δεχτεί ως δεδομένα όσα αναφέρονται στις σελίδες του, αφού ο κ. Ψυχογιός δεν έχει προσθέσει στο κείμενό του παραπομπές, πηγές, σημειώσεις με στοιχεία, μια σχετική βιβλιογραφία κ.ά. που να αποδεικνύουν ότι όλα αυτά βασίζονται σε μια ενδελεχή έρευνα και όχι στην έτσι κι αλλιώς σεβαστή εμπειρία του. Κάποιες στιγμές στην προσπάθειά του να πείσει τον αναγνώστη δείχνει να χάνει την αντικειμενικότητά του. Πολλοί θα μπορούσαν να κλείσουν το βιβλίο στο σημείο όπου ο συγγραφέας για παράδειγμα αναφέρεται στις Σκουριές, εστιάζοντας μονάχα στην επίθεση άγνωστων κουκουλοφόρων (video), χωρίς να κάνει καμία αναφορά στη βία με την οποία έχουν έρθει αντιμέτωποι οι πολίτες της περιοχής (video). Διότι όταν μιλάς για πολιτική βία δεν είναι δυνατόν να μην αφιερώνεις λίγες γραμμές αν όχι ένα κεφάλαιο και στη βία που εισπράττει ο πολίτης: από τα άδικα μέτρα, από την αστυνομοκρατία, από τον παραλογισμό μιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής που τσαλαπατά τη δημοκρατία «δημοκρατικά».

Φτάνοντας στο τελευταίο κεφάλαιο όπου ο κ. Ψυχογιός καταγράφει την προσωπική ιστορία του -κατά τη διάρκεια της Χούντας υπήρξε ο ίδιος βομβιστής (αντιμετωπιζόταν μάλιστα από τη CIA ως πιθανός αρχηγός της 17 Νοέμβρη)- όλα κουμπώνουν. Ο συγγραφέας με αυτό το βιβλίο σε καμία περίπτωση δεν λέει να σταματήσει ο κόσμος να διεκδικεί το δίκιο του, αλλά να σταματήσει να το χάνει μέσω της βίας. Σωστά. Οι πολίτες όταν παραδίδονται στη βία αποδυναμώνονται. Είναι καιρός να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους όχι μέσω της καταστροφής, αλλά με ευρηματικούς τρόπους. Στρέφοντας την οργή τους σε δίκτυα αλληλεγγύης θα καταφέρουν να τη μεταμορφώσουν σε λογικά αιτήματα και σε μια πολύ πιο δυναμική μορφή διαμαρτυρίας που και στο εξωτερικό θα ακουστεί γρηγορότερα και δεν θα δίνει δικαιώματα καταστολής καταλύοντας δια της βίας τους δημοκρατικούς θεσμούς.

«Ο μόνος τρόπος να γίνουμε άνθρωποι»
Η βία δεν είναι ελληνική μάστιγα, είναι παγκόσμια. Τη συναντούμε όπου υπάρχουν άνθρωποι. Τα ίδια έγραφε, άλλωστε, το 1995 και ο Πασκάλ Μπρυκνέρ στο δοκίμιό του Ο πειρασμός της αθωότητας: «Το άτομο είναι μια εύθραυστη δομή που στηρίζεται σε ορισμένα υπόβαθρα: την υλική ευμάρεια, το Κράτος δικαίου και πρόνοιας, την άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων. Αφαιρέστε έστω κι ένα από αυτά τα βάθρα, και το άτομο κλονίζεται, καταρρέει. [...] Οι μειονότητες, όπως και οι καταπιεσμένοι λαοί, δεν έχουν παρά μόνο ένα -αλλά ιερότατο- δικαίωμα: το δικαίωμα να πάψουν να είναι καταπιεσμένοι και να ξαναγίνουν τα υποκείμενα της Ιστορίας τους· κι εμείς δεν έχουμε απέναντί τους παρά ένα -αλλά απόλυτο- καθήκον: να τους συμπαρασταθούμε. Εντούτοις, το γεγονός πως μια κατηγορία ανθρώπων υπήρξε υπόδουλη δεν της προσδίδει καμία μεταφυσική ανωτερότητα. Η άποψη σύμφωνα με την οποία αυτός που υπέστη την εκμετάλλευση έχει πάντα δίκιο, ακόμα κι όταν εκτρέπεται στην τυφλή βία, δεν είναι πια αποδεκτή. [...] Πρέπει να αφήσουμε ανοιχτή την πύλη για την εξέγερση, έστω κι αν πρόκειται για μια στενή πύλη. Κάθε απειλούμενο άτομο ή μειονότητα έχει το απαράγραπτο δικαίωμα της αντίστασης, και οφείλουμε να χαιρετίζουμε τις μύριες προσπάθειες των αδικημένων και ταπεινωμένων να ξεφύγουν από την εξευτελιστική τους κατάσταση, να ανακτήσουν την αξιοπρέπειά τους. Έχουμε πάντα δίκιο να επαναστατούμε, όταν αυτός είναι ο μόνος τρόπος να γίνουμε άνθρωποι. [...] Όμως το δικαίωμα της εξέγερσης εμπεριέχει το καθήκον της εναντίωσης στην τρομοκρατία και το δεσποτισμό ως μεθόδους διακυβέρνησης, και οι παρενθέσεις του χάους και της απολυταρχίας που χαρακτηρίζουν τους πολέμους και τις επαναστάσεις, πρέπει να κλείνουν όσο το δυνατόν συντομότερα».