Λέξεις που μυρίζουν μπαχάρια. Συγκλονιστικές ιστορίες λαών με ισχυρό πολιτισμό που σε ταξιδεύουν από την πρώτη σελίδα. Η φίλη Ελένη Καπετανάκη, φιλόλογος και μία από τις καλύτερες μεταφράστριες που διαθέτουμε, μας προτείνει πέντε βιβλία αραβικής λογοτεχνίας που πρέπει απαραιτήτως να διαβάσουμε:

«Εξ Ανατολών φερμένα τα βιβλία που επέλεξα. Δείγματα σύγχρονης αραβικής πεζογραφίας από Αίγυπτο, Λίβανο, Πακιστάν, Αλγερία, μεταφρασμένα στα ελληνικά και εκδοθέντα από ελληνικούς εκδοτικούς οίκους – αυτούς που τόλμησαν, θα πρόσθετα εγώ. Και είναι αυτό ένα παράδοξο: αν και τόσο κοντά σε αυτούς τους λαούς, είμαστε ακόμα μακριά τους ως αναγνωστικό κοινό. Πέντε βιβλία προτείνουμε λοιπόν, αν και υπάρχουν πολλά περισσότερα που έχουμε αφήσει απέξω και είναι εξίσου ενδιαφέροντα. Ίσως σε μια δεύτερη προσέγγιση, μιλήσουμε και γι’ αυτά.
Η αραβική λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε τον 5ο αιώνα και απαρτιζόταν από ποιήματα με θέμα την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, τις περιπλανήσεις και τα ταξίδια τους, τον έπαινο για έναν άνθρωπο ή μια φυλή. Επρόκειτο για τους λεγόμενους «παραμυθάδες» που αναφέρονταν στο βίο και την πολιτεία των Αράβων. Αργότερα, ο πεζός λόγος βρήκε και αυτός το δρόμο του μέσω της ρητορικής, μέσω των λόγων που εκφωνούνταν κάθε Παρασκευή στο τζαμί αλλά και μέσω των πολιτικών ομιλιών. Τον 19ο αιώνα συνέβη η αραβική αναγέννηση σε Αίγυπτο και Λίβανο κυρίως, στα γράμματα και τις τέχνες. Συγγραφείς και στοχαστές που ήρθαν σε επαφή με το δυτικό κόσμο, έγραψαν επηρεασμένοι από ευρωπαϊκή αλλά και ρώσικη ή αμερικάνικη λογοτεχνία. Άρχισαν οι μεταφράσεις αραβικών έργων σε άλλες γλώσσες, αλλά και εκείνες δυτικών έργων στα αραβικά κι έτσι οι Άραβες κατανόησαν τις πολιτισμικές αξίες και την τεχνολογία της Δύσης.
Στα πρόσφατα χρόνια έχουμε και το πρώτο αραβικό Νομπέλ, το 1988, στον Ναγκίμπ Μαχφούζ (1911-2006) για το σύνολο του έργου του. Και ας ξεκινήσουμε τις προτάσεις μας από τον σπουδαίο αυτόν μυθιστοριογράφο:

1. Η Τριλογία του Καΐρου - Ναγκίμπ Μαχφούζ (Αίγυπτος), εκδ. Ψυχογιός
(3τομο έργο: Ο Δρόμος κοντά στο Παλάτι, Το Παλάτι των Επιθυμιών, Οι Δρόμοι του Νείλου)
Πρόκειται για την περιπέτεια της οικογένειας του Άχμαντ ελ Γκαουάντ, ενός αυταρχικού πατέρα, μα γλεντζέ στη ζωή του έξω από το σπίτι. Μαζί του η καταπιεσμένη σύζυγος και τα παιδιά, ο περίγυρος και οι περιπέτειες της οικογένειας σε μια εποχή ταραγμένη όπου η Αίγυπτος προσπαθεί να αποτινάξει το βρετανικό ζυγό. Τα προβλήματα της τοπικής κοινωνίας βιώνονται μέσα στην οικογένεια, η πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα των δεκαετιών του ’20 και του ’30 απεικονίζεται μέσα στις σελίδες του βιβλίου. Τα μέλη της οικογένειας μεγαλώνουν από βιβλίο σε βιβλίο, ερωτεύονται, παντρεύονται, η κοινωνία εξελίσσεται και ο τρόπος ζωής αλλάζει. Η καθημερινότητα μιας μουσουλμανικής οικογένειας αποκαλύπτεται ώσπου στο τέλος, στο τελευταίο βιβλίο, όλα καταρρίπτονται και ο αυταρχικός πατέρας υποχρεώνεται να απομυθοποιήσει τις ιδέες που τόσα χρόνια ενστερνιζόταν. Κοντά στο τέλος της ζωής του αντιλαμβάνεται πως τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν κι αλλιώς, η εποχή που όλα θα αλλάξουν τώρα ζυγώνει.

«Ο Καμάλ ξεκίνησε από το σχολείο για το σπίτι. Μολονότι ο ήχος του κουδουνιού που σήμαινε το τέλος του μαθήματος του γέμιζε την ψυχή με απαράμιλλη χαρά εκείνες τις ημέρες, ωστόσο ο άνεμος της ελευθερίας τον οποίον ανέπνεε πανευτυχής έξω από τις πύλες του σχολείου δεν κατάφερνε να σβήσει από το μυαλό του και τον απόηχο του τελευταίου μαθήματος της ημέρας, που ήταν και το αγαπημένο του: των θρησκευτικών. Εκείνη την ημέρα ο σέιχ τους είχε απαγγείλει τη σούρα του Κορανίου που άρχιζε: «Να πεις: μου φανερώθηκε ότι μερικά από τα πνεύματα που άκουγαν…» Τους είχε εξηγήσει το εδάφιο αυτό. Ο Καμάλ είχε πολλές φορές σηκώσει το χέρι του για να ρωτήσει μερικά πράγματα που δεν καταλάβαινε. Καθώς ο δάσκαλος τον συμπαθούσε λόγω του ασυνήθιστου ενδιαφέροντος που εκδήλωνε για το μάθημα αλλά και της εκπληκτικής του αποστήθισης των εδαφίων του Κορανίου, ήταν πολύ πιο ανοιχτός στις απορίες του παιδιού απ’ ότι ήταν συνήθως με τους μαθητές του. Ο σέιχ είχε αναλάβει να του πει για τα πνεύματα και τις διάφορες συνομοταξίες τους, συμπεριλαμβανομένων και των μουσουλμανικών τζιν, και κυρίως για τα πνεύματα εκείνα που στο τέλος θα μπουν στον παράδεισο για να παραδειγματίσουν τ’ αδέλφια τους, τους ανθρώπους. Το παιδί έμαθε απέξω κι ανακατωτά την κάθε λέξη του. Συνέχισε να κλωθογυρίζει το μάθημα μες στο μυαλό του μέχρι που πέρασε στην απέναντι πλευρά του δρόμου για να πάει στο ζαχαροπλαστείο.»
«Τριλογία του Καΐρου», Βιβλίο 1 με τίτλο «Ο δρόμος κοντά στο Παλάτι», εκδόσεις Ψυχογιός, 1995, μτφρ : Μαρία Χωρεάνθη, Μερόπη Σταυρίδου.

Ο Ναγκίμπ Μαχφούζ γεννήθηκε στο Κάιρο το 1911- το μικρότερο από επτά αδέρφια- κι ένιωθε μοναχοπαίδι, αφού ο αμέσως μεγαλύτερος αδερφός του τον περνούσε δέκα χρόνια. Είχε ωστόσο ευτυχισμένα παιδικά χρόνια σε μια στοργική οικογένεια όπου η θρησκεία έπαιζε σπουδαίο ρόλο. Για το βιβλίο αυτό, τον συγγραφέα ενέπνευσε η οικογένειά του, η αγαπημένη του γειτονιά με τα σοκάκια της, το σπίτι όπου ο ίδιος έμενε και γίνεται το σπίτι της οικογένειας στην «Τριλογία του Καΐρου». Η δεξιότητα του μεγάλου αυτού λογοτέχνη είναι έκδηλη σε όλο το έργο καθώς και η διαύγεια της οπτικής του στα σημαντικά θέματα. Θα λέγαμε ότι η «Τριλογία του Καΐρου» αποτελεί δείγμα γραφής και αν κάποιος δεν έχει διαβάσει Ναγκίμπ Μαχφούζ, αξίζει να ξεκινήσει από αυτό το έργο, χωρίς βέβαια να προβληματίζεται από το πολυσέλιδό του. Έζησε τις Επαναστάσεις του ’19 κι εκείνη του ’52, εκφράστηκε ανοιχτά στα έργα του μα ποτέ δεν συνελήφθη. Πάντα μετριοπαθής στις σχέσεις του με την εξουσία, ουδέποτε προκάλεσε με τις δηλώσεις του αλλά πάντα έλεγε αυτό που πραγματικά πίστευε. Δημόσιος υπάλληλος στο επάγγελμα, παντρεύτηκε στα 43 του κι έκανε δύο κόρες. Ταξίδεψε εκτός Αιγύπτου μόνο τρεις φορές στη ζωή του και το 1994 έγινε απόπειρα κατά της ζωής του από φονταμενταλιστή. Αντιπαθούσε τις ακραίες εκφράσεις του Ισλάμ και πίστευε ότι η επίθεση στους Δίδυμους Πύργους έβλαψε το Ισλάμ και την εικόνα του σε όλο τον κόσμο. Από την επίθεση γλύτωσε, μα δυσκόλεψε η γραφή του. Από τότε έγραφε πολύ σύντομα διηγήματα, βασισμένα στα όνειρά του. Έγραψε σενάρια για ταινίες, πάνω από τριάντα βασισμένες στα διηγήματα και μυθιστορήματά του. Το 1988 του απονεμήθηκε το Νομπέλ Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του. Έφυγε από τη ζωή το 2006 στα χέρια της γυναίκας και των δύο θυγατέρων του.

2. Λέων ο Αφρικανός - Αμίν Μααλούφ (Λίβανος), εκδ. Ωκεανίδα, μτφρ από τα γαλλικά: Έφη Κορομηλά
Ο Χασάν αλ Ουαζάν γεννήθηκε στη Γρανάδα το 1488. Η οικογένειά του, εξαιτίας της Ιεράς Εξέτασης, μετακινήθηκε στη Φεζ του Μαρόκου κι εκεί μεγάλωσε. Εργάστηκε ως έμπορος, πραγματοποιώντας ταξίδια στην Ανατολή. Στις αρχές του 1518 κι ενώ επέστρεφε από προσκύνημα στη Μέκκα, συλλαμβάνεται αιχμάλωτος από Σικελούς πειρατές και προσφέρεται ως δώρο στον τότε μεγάλο Πάπα της Αναγέννησης, Λέοντα Ι. Στη Ρώμη, βαφτίζεται Ιωάννης-Λέων των Μεδίκων και από το γεωγραφικό του έργο «Περιγραφή της Αφρικής» παίρνει το όνομα Λέων ο Αφρικανός.

«Εμένα, τον Χασάν, τον γιό του Μοχάμεντ του ζυγιστή, εμένα, τον Ιωάννη-Λέοντα των Μεδίκων, τον περιτετμημένο από το χέρι ενός κουρέα και βαφτισμένο από έναν Πάπα, με λένε σήμερα ο Αφρικανός, μα δεν είμαι από την Αφρική, ούτε από την Ευρώπη είμαι, ούτε από την Αραβία. Με λένε ακόμα Γραναδινό, Φεζίτη και Ζαγιάτη, μα δεν κατάγομαι από καμία χώρα, καμία πόλη, καμία φυλή. Είμαι γιος του δρόμου, πατρίδα μου είναι το καραβάνι, και η ζωή μου, από τις πιο απρόσμενες διαδρομές.
Οι καρποί μου γνώρισαν άλλοτε το χάδι του μεταξιού κι άλλοτε την τραχύτητα του μαλλιού, το χρυσάφι των ηγεμόνων και τις αλυσίδες των σκλάβων. Τα δάχτυλά μου ανασήκωσαν χίλια πέπλα, τα χείλη μου έκαναν να κοκκινίσουν χίλιες παρθένες, τα μάτια μου είδαν πόλεις να ψυχορραγούν και αυτοκρατορίες να πεθαίνουν.
Από το στόμα μου θ’ ακούσεις τα αραβικά, τα τούρκικα, τα καστιλιάνικα, τα βερβερίνικα, τα εβραϊκά, τα λατινικά και την κοινή ιταλική, γιατί όλες οι γλώσσες, όλες οι προσευχές μού ανήκουν. Εγώ όμως δεν ανήκω σε καμιά. Είμαι μονάχα του Θεού και της γης, και σ’ αυτούς θα γυρίσω κάποια μελλούμενη μέρα».

Ο Αμίν Μααλούφ έχει γράψει μια υπέροχη βιογραφία ενός ξεχωριστού ανθρώπου. Αφηγείται τη ζωή ενός πραγματικού ιστορικού προσώπου μέσα από τη μυθοπλασία, με συνέπεια, όπως θα έπρεπε να είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Λυρικός πεζογράφος ο Μααλούφ, σε μεταφέρει σε άλλες εποχές και κόσμους που περιγράφει ποιητικά.
Ο Αμίν Μααλούφ γεννήθηκε στη Βηρυτό το 1949, την οποία και εγκατέλειψε την εποχή του εμφυλίου για να έρθει στη Γαλλία. Εκεί εργάστηκε ως δημοσιογράφος, αλλά μετά την έκδοση του πρώτου του βιβλίου «Οι Σταυροφορίες από την πλευρά των Αράβων» (κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Λιβάνη) στράφηκε στη συγγραφή. Το 2011 έγινε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, τιμήθηκε με πολλά βραβεία και διακρίσεις και μεταφράστηκε σε σαράντα τρεις γλώσσες.

3. Στον ίσκιο της ροδιάς - Τάρεκ Άλι (Πακιστάν), εκδ. Άγρα, μτφρ: Παλμύρα Ισμυρίδου
Η οικογένεια των Μπανού-Χουντάιλ, Μαυριτανοί, αποδεκατίζεται μετά την πτώση της Γρανάδας και την «Ανακατάκτηση» από τους Ισπανούς. Η οικογένεια προσπαθεί να επιβιώσει ωστόσο, πολεμώντας στα χρόνια της Ιεράς Εξέτασης και της βασίλισσας Ισαβέλλας. Η καταστροφή ενός ολόκληρου κόσμου, των πνευματικών, θρησκευτικών και γλωσσικών ελευθεριών του είναι αναπότρεπτη. Δεν είναι μόνο οι Σταυροφόροι που καταφέρθηκαν εναντίον των Μουσουλμάνων, αλλά και οι Χριστιανοί της Ισπανίας που όχι μόνο τους εκδίωξαν από την Ανδαλουσία αλλά έκαψαν και τα βιβλία τους κατ’ εντολή του Χιμένεθ δε Θισνέρος, εξομολογητή της βασίλισσας Ισαβέλλας. Στον πρόλογο του βιβλίου διαβάζουμε:
«Μια εβδομάδα αργότερα, την πρώτη ημέρα του Δεκεμβρίου του έτους 1499, Χριστιανοί στρατιώτες υπό την ηγεσία των πέντε ιπποτών διοικητών εισέβαλαν στις εκατόν ενενήντα πέντε βιβλιοθήκες της πόλης και σε δώδεκα κατοικίες όπου στεγάζονταν οι πλέον γνωστές ιδιωτικές συλλογές. Καθετί γραμμένο στην αραβική γλώσσα κατασχέθηκε».

Στον πρόλογο του βιβλίου αναφέρεται επίσης πως με την επιμονή των λογίων που υπηρετούσαν στους κόλπους της Εκκλησίας, εξαιρέθηκαν τριακόσια χειρόγραφα κυρίως ιατρικής και αστρονομίας που από την Ανδαλουσία και τη Σικελία πέρασαν στην Ευρώπη και άνοιξαν το δρόμο για την Αναγέννηση.
Και συνεχίζει: «Αρκετές χιλιάδες χειρόγραφα του Κορανίου, μαζί με εμβριθείς σχολιασμούς και θεολογικούς και φιλοσοφικούς στοχασμούς όσον αφορά τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά του, γραμμένους με τα πιο υπέροχα καλλιγραφικά στοιχεία, μεταφέρθηκαν αδιακρίτως εκτός των βιβλιοθηκών από ένστολους στρατιώτες. Σπάνια χειρόγραφα, ζωτικά για ολόκληρη την αρχιτεκτονική και την πνευματική ζωή της Αλ-Ανδαλούς, στοιβάχτηκαν σε αυτοσχέδιους μπόγους στις πλάτες των στρατιωτών».

Η κατάληξη ήταν ότι αυτοί οι μπόγοι έγιναν πυροτέχνημα μπροστά στα μάτια των Μουσουλμάνων της Ανδαλουσίας. Υπήρξαν όμως και μερικοί στρατιώτες που ευαισθητοποιημένοι, χωρίς να είναι οι ίδιοι μορφωμένοι, άφηναν χειρόγραφα έξω από κλειστές πόρτες Μουσουλμάνων κι έτσι σώθηκαν μερικές εκατοντάδες έργα που μεταφέρθηκαν στις ιδιωτικές συλλογές της Φεζ.
Ο Τάρεκ Άλι , Βρετανός Πακιστανικής καταγωγής, μαχητικός διανοούμενος, συγγραφέας και κινηματογραφιστής, έχει γράψει πέντε μυθιστορήματα γνωστά και ως η πενταλογία του Ισλάμ, βιβλία για την παγκόσμια ιστορία και πολιτική, σενάρια. Η πενταλογία του Ισλάμ, της οποίας το πρώτο βιβλίο είναι αυτό για το οποίο μιλάμε, απεικονίζει την αντιπαράθεση μεταξύ ισλαμικού και χριστιανικού πολιτισμού. Το βιβλίο «Στον ίσκιο της ροδιάς» βραβεύτηκε ως το καλύτερο ξενόγλωσσο μυθιστόρημα στην Ισπανία το 1994 και έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.

4. Το τρομοκρατικό χτύπημα - Γιασμίνα Χάντρα (Αλγερία), εκδ. Καστανιώτη, μτφρ από τα γαλλικά: Γιάννης Στρίγκος
Ο Παλαιστίνιος Αμίν Ζααφαρί ζει στο Ισραήλ και είναι φημισμένος χειρουργός. Παντρεμένος με την επίσης Παλαιστίνια Σιχέμ, έχει μια άνετη και όμορφη ζωή. Κάποια στιγμή, συγκλονισμένος, μαθαίνει ότι η γυναίκα του ζωσμένη με εκρηκτικά, «καμικάζι», ανατινάζεται σε ένα εστιατόριο σκοτώνοντας πολλούς, μεταξύ τους και παιδιά. Ο Αμίν αρνείται να το πιστέψει και ξεκινά ένα κυνήγι αναζήτησης της αλήθειας που του επιφυλάσσει πολλές αποκαλύψεις. Ξετυλίγοντας το κουβάρι φτάνει μέχρι τη Ναμπλούς, όπου κατοικούν οι συγγενείς και των δύο. Εκεί όμως αντικρίζει μια διαφορετική πραγματικότητα. Φτώχεια, εξαθλίωση μα και εχθρική στάση απέναντι στον ίδιο καθώς οι συγγενείς τον υποπτεύονται για πράκτορα των Εβραίων. Έτσι, ο χειρουργός δεν βρίσκει πια υποστηρικτές ανάμεσα στους Παλαιστίνιους, μα ούτε και ανάμεσα στους Εβραίους φίλους του, γιατί αρνείται να αποκαλύψει τα συμπεράσματα των ερευνών του.

«Δεν θυμάμαι να άκουσα καμία έκρηξη. Ένα συριστικό ήχο μόνο, όπως όταν σκίζει κανείς ένα ύφασμα, αλλά και πάλι δεν είμαι σίγουρος. Όλη μου η προσοχή είχε στραφεί σ’ αυτό το είδος θεότητας γύρω από το οποίο είχε μαζευτεί σαν μελίσσι το ποίμνιό του, ενώ η πραιτοριανή του φρουρά προσπαθούσε να του ανοίξει δρόμο ως το αυτοκίνητο. «Κάντε στην άκρη, παρακαλώ. Παρακαλώ, τραβηχτείτε». Οι πιστοί σπρώχνονταν για να δουν το σεΐχη από πιο κοντά, να αγγίξουν μια πτυχή από το καφτάνι του. Ο σεβάσμιος γέροντας έστρεφε το κεφάλι κάπου-κάπου, για να χαιρετήσει κάποιο γνωστό του ή να ευχαριστήσει έναν οπαδό του. Το ασκητικό του πρόσωπο φωτιζόταν από ένα βλέμμα κοφτερό σαν λεπίδι σπαθιού. Προσπάθησα να ξεφύγω από τα εκστασιασμένα κορμιά που με στρίμωχναν, αλλά δεν τα κατάφερα. Ο σεΐχης χώθηκε στο όχημά του, κούνησε το χέρι του πίσω από το τεθωρακισμένο παράθυρο, ενώ οι δύο σωματοφύλακές του κάθισαν δίπλα του... Κι έπειτα, τίποτα. Κάτι άνοιξε στα δύο τον ουρανό και έλαμψε στη μέση του δρόμου, σαν αστραπή· το ωστικό κύμα με χτύπησε κατά μέτωπο, κάνοντας να σκορπιστεί ο όχλος που με κρατούσε αιχμάλωτο στο παραλήρημά του. Σ’ ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, ο ουρανός καταποντίστηκε κι ο δρόμος, γεμάτος από θρησκευτική θέρμη για μια στιγμή, έγινε κρανίου τόπος. Το σώμα ενός άντρα, ή ενός παιδιού ίσως, διέσχισε τη σκοτοδίνη μου σαν σκοτεινό φλας. Τι είναι;… Ένας χείμαρρος από σκόνη και φωτιά έρχεται και με γραπώνει, εκσφενδονίζοντάς με μέσα από μυριάδες θραύσματα. Έχω την απροσδιόριστη αίσθηση πως κατακομματιάζομαι, πως διαλύομαι μέσα στη λαίλαπα της έκρηξης... Λίγα μέτρα –ή, μήπως έτη φωτός– μακρύτερα, το όχημα που μεταφέρει το σεΐχη έχει τυλιχτεί στις φλόγες. Αδηφάγα πύρινα πλοκάμια το καταπίνουν, διαχέοντας στην ατμόσφαιρα μια φριχτή μυρωδιά καμένου. Το βουητό τους πρέπει να είναι τρομακτικό· δεν μπορώ όμως να το ακούσω. Μια ξαφνική απώλεια ακοής με παίρνει μακριά από τους θορύβους της πόλης. Δεν ακούω τίποτα, δεν αισθάνομαι τίποτα· αιωρούμαι, μονάχα αιωρούμαι. Αιωρούμαι για μια αιωνιότητα προτού ξανακατέβω στη γη, ζαλισμένος, τσακισμένος, αλλά, κατά περίεργο τρόπο, διαυγής, με τα μάτια ορθάνοιχτα, πιο μεγάλα ακόμη κι από τη φρίκη που πριν από λίγο σάρωσε το δρόμο. Τη στιγμή που αγγίζω το έδαφος, τα πάντα ακινητοποιούνται· οι προβολείς πάνω από το διαλυμένο αυτοκίνητο, τα θραύσματα, οι καπνοί, το χάος, οι οσμές, ο χρόνος... Μονάχα μια ουράνια φωνή, που δεσπόζει πάνω από την απύθμενη σιωπή του θανάτου, τραγουδά θα γυρίσουμε, μια μέρα, στον τόπο μας. Δεν πρόκειται ακριβώς για φωνή· μοιάζει με θρόισμα, με υδατογραφία... Το κεφάλι μου κάπου πετάγεται... Μαμά, φωνάζει ένα παιδί. Το κάλεσμά του είναι αδύναμο, αλλά ξεκάθαρο, αγνό. Έρχεται από πολύ μακριά, από έναν άλλο τόπο, όπου έχει επανέλθει η γαλήνη... Οι φλόγες που καταβροχθίζουν το αυτοκίνητο αρνούνται να κινηθούν, τα θραύσματα αρνούνται να πέσουν καταγής... Ψάχνω το χέρι μου ανάμεσα στα χαλίκια· νομίζω πως έχω τραυματιστεί. Προσπαθώ να κουνήσω τα πόδια μου, να ανασηκώσω το λαιμό μου, αλλά κανείς από τους μυς μου δεν με υπακούει... Μαμά, φωνάζει το παιδί... Εδώ είμαι, Αμίν... Και, όντως είναι εδώ η μαμά, ξεπροβάλλει πίσω από ένα παραπέτασμα καπνού. Προχωρά ανάμεσα σε μετέωρα χαλάσματα, ανάμεσα σε χέρια των οποίων η κίνηση πετρώνει, σε στόματα που χάσκουν στην άβυσσο. Για μια στιγμή, με το γαλακτερό της πέπλο και το μαρτυρικό της βλέμμα, την περνάω για την Παναγία. Η μητέρα μου πάντα ήταν έτσι, λαμπερή και θλιμμένη ταυτόχρονα, σαν κερί. Όταν ακουμπούσε το χέρι της στο πυρακτωμένο μου μέτωπο, απορροφούσε όλο τον πυρετό και κάθε μου στεναχώρια...».

Η Γιασμίνα Χάντρα ή Μοχάμεντ Μουλεσεχούλ όπως είναι το πραγματικό του όνομα, πρώην στρατιωτικός αλγερινής καταγωγής που κρύβεται πίσω από το γυναικείο όνομα, υιοθέτησε το όνομα της γυναίκας του για να αποφύγει τη στρατιωτική λογοκρισία. Όταν άφησε το στρατό και την ίδια την Αλγερία το 2000, εγκαταστάθηκε στη Γαλλία όπου ζει μέχρι σήμερα. Τότε αποκάλυψε την πραγματική του ταυτότητα. Ο Γιασμίνα Χάντρα υποστηρίζει ότι εξακολουθεί να υπάρχει χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης και ότι μεγάλη ευθύνη έχουν πρωτίστως οι Δυτικοί που με τον ιμπεριαλισμό που τους διακρίνει δεν προθυμοποιήθηκαν να κατανοήσουν τον αραβικό κόσμο. Ο ίδιος λέει ότι τα βιβλία του επιτρέπουν στους δυτικούς να κατανοήσουν τους Άραβες, ότι ο φονταμενταλισμός δεν είναι θρησκευτικό αλλά πολιτικό ζήτημα κι έχει σχέση με τη διαφθορά που χαρακτηρίζει την εξουσία σε κάθε αραβική χώρα. Το 2004, το περιοδικό Newsweek έγραψε ότι είναι ένας από τους σπάνιους λογοτέχνες που είναι ικανοί να δώσουν νόημα και σημασία στη βία που υφίσταται η Αλγερία. Το «Τρομοκρατικό χτύπημα» έχει γίνει ταινία με τον τίτλο «Η επίθεση», με σκηνοθέτη τον Ζιγιάντ Ντουεϊρί που μετά από 6 χρόνια ταλαιπωρίας, έπεισε Ισραηλινούς και Παλαιστίνιους να συνεργαστούν δίνοντας άδεια για τα γυρίσματα που έγιναν σε Τελ-Αβίβ και Ναμπλούς.

5. Μπαρακάτ, ο δίκαιος - Γκαμάλ Γιτάνι (Αίγυπτος), εκδ. Καστανιώτη, μτφρ από τα αραβικά: Ελένη Καπετανάκη
«Το ξημέρωμα βρίσκει τα σπίτια βυθισμένα σ’ ένα γλυκό λήθαργο. Ο ήλιος καθυστερεί να φτάσει στα σοκάκια της αλ Χασινίγια, της αλ Μπατινίγια, της αλ Γκαμαλίγια και της αλ Οτούφ, ενώ φαίνεται καθαρά πάνω απ’ τα τείχη και τους πύργους της Ακρόπολης του Όρους.
Μια ομάδα Μαμελούκων διασχίζει τους δρόμους της Χάντρατ αλ Μπάκαρα. Δεν βγήκε από την Ακρόπολη. Βγήκε από το σπίτι του εμίρη Κάνι Μπέη αλ Ραμάχ, διοικητή των στάβλων του Σουλτάνου. Οι Μαμελούκοι περνούν το κανάλι και χωρίς να βιάζονται κατηφορίζουν μέχρι την Μπαμπ αλ Λουκ, κραδαίνοντας τα σπαθιά τους στο πρόσωπο της καινούργιας μέρας. Νερουλάδες τους συναντούν – πρώτοι απ’ όποιον ξυπνάει στην πόλη – κοντά στην Μπαμπ αλ Λουκ. Μεταφέρουν νερό από το Νείλο στα σπίτια αγνοώντας τον προορισμό των ιππέων.
Οι οπλές των αλόγων τους σηκώνουν μικρές δίνες σκόνης, καθώς οι καμήλες, φορτωμένες με καφετιές κανάτες νερού, επιταχύνουν το βήμα τους. Οι ψίθυροι των νερουλάδων εξασθενούν. Αυτή η συνάντηση δεν θα αφήσει στο μυαλό τους παρά μια αμυδρή ανάμνηση, όπως το σημάδι του κουπιού στα ήρεμα νερά ενός καναλιού.»
Αυτό είναι ένα απόσπασμα από το ιστορικό μυθιστόρημα του Γκαμάλ Γιτάνι, «Μπαρακάτ, ο δίκαιος» - μία από τις πολλές υπέροχες περιγραφές-εικόνες που σε βάζουν στο κλίμα της εποχής εκείνης. Και είναι η εποχή ο 16ος αιώνας, όταν κυβερνούσε την Αίγυπτο ο Μαμελούκος Σουλτάνος αλ Γούρι, λίγο πριν την Οθωμανική εισβολή το 1517 μ.Χ. Τότε έζησε και ο αλ Ζίνι Μπαρακάτ Ιμπν Μούσα, υπαρκτό ιστορικό πρόσωπο, που ήταν δικαστής και «Μοχτάσιμπ», μια θέση από την οποία ασκούσε έλεγχο στις αγορές και στη δημόσια ηθική. Υπήρξε φιλόδοξος μα και αγαπητός στον κόσμο κι έγινε «Μοχτάσιμπ» πέντε φορές. Σύμφωνα με τον Ιμπν Ιγιάς, χρονικογράφο και ιστορικό της περιόδου των Μαμελούκων, ο Μπαρακάτ διατήρησε τη θέση αυτή είκοσι ολόκληρα χρόνια. Ο Γιτάνι βασίστηκε στα χρονικά του Ιμπν Ιγιάς για να ξαναπλάσει την εποχή εκείνη και λέει: «Συνήθιζα να διαβάζω σελίδες φωναχτά και να τις γράφω στο σημειωματάριό μου ολόκληρες ∙ μ’ αυτό τον τρόπο προσπαθούσα να αιχμαλωτίσω τον εσωτερικό ρυθμό στο ύφος του Ιμπν Ιγιάς.» Στο τέλος ωστόσο, ο Μπαρακάτ μεταμορφώνεται, γιατί η εξουσία διαφθείρει – και δεν διαφθείρει μόνο τον άνθρωπο, λέει ο συγγραφέας, διαφθείρει και το λαό. Παρόλο που η υπόθεση του βιβλίου εκτυλίσσεται σε μια εποχή που φαντάζει μακρινή, υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ της εποχής εκείνης και της διακυβέρνησης της χώρας από τον Νάσερ. Τον Οκτώβρη του 1966 ο Γιτάνι φυλακίζεται από το καθεστώς του Νάσερ για 6 μήνες, λόγω των μαρξιστικών ιδεών του και της κριτικής που ασκούσε. Ο ίδιος λέει αστειευόμενος: «Φυλακίστηκα για τις ιδέες μου αλλά εγώ λέω ότι φυλακίστηκα για τα γραπτά μου!» Αφήνεται ελεύθερος όμως, όταν την Αίγυπτο επισκέπτεται ο Ζαν-Πολ Σαρτρ και απειλεί την αιγυπτιακή κυβέρνηση με μια παγκόσμια εκστρατεία για τους παράνομα φυλακισμένους.
Ο Γκαμάλ Γιτάνι γεννήθηκε σε ένα χωριό της Νότιας Αιγύπτου, το 1945 και τη δεκαετία του ’50 έβλεπε από το σπίτι του τις Πυραμίδες στο ηλιοβασίλεμα. Αργότερα παθιάστηκε με την Αίγυπτο των φαραώ κι ενδιαφέρθηκε για τον σουφισμό και το μυστικιστικό Ισλάμ. Η γραφή του, ποιητική, μοιάζει με εκείνη του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και οπωσδήποτε επηρεάστηκε από εκείνον που ο ίδιος θεωρεί δάσκαλό του, τον μεγάλο Ναγκίμπ Μαχφούζ για τον οποίον λέει: «Στην ηλικία των 15 χρόνων με συνεπήραν οι ιστορίες του Μαχφούζ, που είχαν τίτλους παρμένους από την παλιά μου γειτονιά στο Κάιρο.»
Στο έργο του ο Γιτάνι σκιαγραφεί τον αγώνα του ανθρώπου προς ένα σκοπό, την προσπάθειά του να ανακαλύψει τη θέση του στο χώρο και το χρόνο. Αφηγείται για να εκφράσει τη γνώμη του για τα μεγάλα ζητήματα που τον απασχολούν, όπως το ζήτημα του χρόνου. Αποφασίζει και παίρνει άδεια να περάσει ένα βράδυ μέσα στην κεντρική αίθουσα της Πυραμίδας του Χέοπος, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι κι όταν βγαίνει την επόμενη μέρα, είναι ένας άλλος άνθρωπος. Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία και πολλοί λένε, ότι είναι το επόμενο αραβικό Νομπέλ.

«Η καρδιά, γεμάτη τραύματα που δύσκολα επουλώνονται. Η ψυχή, ζούγκλα από αιχμηρά ακόντια, καρφωμένα βαθιά, που δεν ξεκολλάνε. Κανένα φράγμα δεν σταματά τη θλίψη που ρέει. Δεν υπάρχει πρώτος και τελευταίος, ο πληθυντικός και ο ενικός χάνονται, το τρίτο γράμμα της αλφαβήτου είναι το τέλος του τέλους. Ο θάνατος της ελπίδας γεννιέται από το χωρισμό των ερωτευμένων. Οι επιθυμίες απομακρύνονται, εγκαταλείποντάς σε.
Στην πρώτη σου νιότη μια κρυφή σκέψη, θαμμένη βαθιά, σε στοιχειώνει. Το μέτωπό σου δεν έχει χαραχτεί απ’ τις ρυτίδες. Γύρω σου ο τρόμος κάνει τ’ αστέρια να ψιθυρίζουν, τραβάει τη γη στον ουρανό. Οι ανθρώπινες καρδιές χτυπούν με πίκρες και βάσανα, αλλά κάνε υπομονή, μη βιάζεσαι. Σε λίγα χρόνια θα ‘ρθουν χαρούμενες μέρες. Τα πράγματα δεν θα μείνουν στη θέση τους, πάντα τα ίδια, αμετακίνητα».

Κλείνοντας, παραθέτουμε ένα απόσπασμα από τη συνέντευξη του Γκαμάλ Γιτάνι στον Ανταίο Χρυσοστομίδη, όπως δημοσιεύτηκε στο βιβλίο «Οι Κεραίες της Εποχής μου» (εκδ. Καστανιώτη), που κατά τη γνώμη μας εκφράζει τους δεσμούς των δύο πολιτισμών μας :
«Όταν διαβάζουμε την ιστορία του ισλαμικού πολιτισμού, βλέπουμε πως ο πολιτισμός αυτός γίνεται πιο δυνατός όταν ανοίγεται στους άλλους πολιτισμούς, ενώ αποδυναμώνεται όταν κλίνεται στον εαυτό του. Η λαμπρότερη εποχή του ισλαμισμού υπήρξε ο 11ος αιώνας μ.Χ ή 4ος ισλαμικός, όταν το κράτος των Αμπασιδών ήταν ισχυρό και ο χαλίφης Μααμούν ελ Αμπάσι άρχισε να ενθαρρύνει τη μεταφραστική δραστηριότητα. Τότε μεταφράστηκε η Αρχαία Ελληνική γραμματεία στην αραβική γλώσσα. Αυτή λοιπόν η αλληλεπίδραση πολιτισμών, το γεφύρωμα ανάμεσα στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και την ισλαμική σκέψη, δημιούργησε μια Μεγάλη Ισλαμική Σχολή με πρωτοπόρους τον Ιμπν Σίνα (Αβικέννας) και τον Ιμπν ελ Άραμπι στην Ανδαλουσία».

ΥΓ. Η ποιητική συλλογή του Διονύση Καψάλη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα. 
Ο υπέροχος πίνακας με το λεμόνι είναι έργο του Lucian Freud (λάδι σε ξύλο, 24.12.46)



Δύο εμπνευσμένοι καθηγητές της μέσης εκπαίδευσης, ο Θανάσης Γιοχάλας και η Τόνια Καφετζάκη, ένωσαν το πάθος τους για την αττική γη, δημιουργώντας ένα σπουδαίο, συλλεκτικό βιβλίο. Η έκδοση «Αθήνα: Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία» που κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείον της Εστίας είναι ένας αληθινός άθλος.

Οι δύο συγγραφείς χαρτογραφούν την πόλη και αφηγούνται τα γεγονότα που τη στιγμάτισαν, κυρίως τον 19ο και το πρώτο μισό του 20ο αιώνα. Περιδιαβαίνουν τους κεντρικούς της δρόμους και τις πλατείες -από την Πλάκα και το Μοναστηράκι, το εμπορικό κέντρο και την Πλατεία Συντάγματος, από την οδό Ακαδημίας μέχρι τη λεωφόρο Αλεξάνδρας, από τους Αμπελόκηπους και το Γουδή, από την Ομόνοια έως τα Πατήσια- μελετούν το παρελθόν καταπληκτικών κτιρίων, μνημείων, δημόσιων χώρων, και μας τα συστήνουν, παντρεύοντας την ιστορία, την αρχιτεκτονική και τη λογοτεχνία.

Μου αρέσει όσο τίποτα να βάζω αυτό το βαρύ βιβλίο των 700 περίπου σελίδων στο σακίδιό μου και με το ποδήλατο στον ελεύθερο χρόνο μου να κάνω βόλτες στην Αθήνα, αναζητώντας αυτά τα κτίρια, φωτογραφίζοντάς τα και μαθαίνοντας όσα κρύβουν πίσω από το κατώφλι τους. Εκτός από πληροφορίες γι' αυτά, ανακαλύπτω ένα σκασμό μυθιστορήματα, βιογραφίες, ποιήματα, ιστορικά ντοκουμέντα και απολαμβάνω τα υπέροχα αποσπάσματά τους που συνοδεύουν κάθε λήμμα. Είναι μια ωραία συνήθεια, πολύ αγαπημένη πια, που μου δίνει φοβερή ενέργεια. Να οργανώνω μικρές λογοτεχνικές εκδρομές μέσα στην ίδια μου την πόλη -την οποία βεβαίως πριν πέσει αυτό το βιβλίο στα χέρια μου είχα την ψευδαίσθηση ότι γνωρίζω καλά- και να κάθομαι μετά σε ένα καφέ και να διαβάζω για όσα είδα.


Μια κρυφή ματιά στα τετράδια των μεγάλων δημιουργών είναι σαν ένα ολόκληρο, μυστικό ταξίδι. Σκόρπιες φράσεις, εικόνες, προσωπικές στιγμές, μικρά θραύσματα της μνήμης που ο αναγνώστης παρακολουθεί με αφάνταστη ηδονική περιέργεια.

Δευτέρα 15 Απριλίου (Σαγκάη)
Συννεφιά, αρκετό κρύο.

Διασχίζουμε μια μεγάλη λαϊκή συνοικία. Καρβουνιάρηδες με τρίκυκλα, αργόσχολοι που καπνίζουν. Στάση με το αυτοκίνητο περιμένοντας το φέρι. Ένα αγόρι παίζει με μια σφεντόνα, τρεις, διαφορετικής ηλικίας, γυναίκες πλένουν ασπρόρουχα σε μια ξύλινη λεκάνη, με μια σανίδα όπως στο Μαρόκο. Πολύς κόσμος περνάει, πολλά τρίκυκλα, πανέρια, έπιπλα, χοιρινά, τεράστιες σούπες, σκοινιά.

Αναζωογονητικός διάπλους στον Γουάνγκ Που. Μυρωδιά ψαριού. Μεγάλες ξύλινες σχεδίες. Τεράστιο αυλακωτό πανί. Αχνός ήλιος.

Κάφκα. Ταρκόφσκι. Καπότε. Νταλί. Ναμπόκοφ... Και τώρα Ρολάν Μπαρτ. Τα ημερολόγια ή οι επιστολές των πιο ιδιοφυών ανθρώπων κρύβουν μικρά διαμάντια. Πολλά από αυτά τα κείμενα έχουν γραφτεί για να δημοσιευθούν, άλλα όμως είδαν το φως της δημοσιότητας μετά το θάνατό τους. Όλα βοηθούν να συμπληρώσουμε το παζλ και να κατανοήσουμε περισσότερο το έργο τους.

Τρίτη 16 Απριλίου (Σαγκάη)
Επιστροφή στο ειρηνικό Σαλόνι, στο λευκό τραπεζομάντιλο, στις τσαγιέρες με το ζεστό τσάι, στα τσιγάρα, στον ηλιόλουστο κήπο που φαίνεται απ' έξω.

Σάββατο 20 Απριλίου (Νανκίν)
Σηκώνομαι έξι και μισή το πρωί. Έξω συννεφιά, μουντάδα, ψιχαλίζει, βρέχει. Στο μεταξύ ένας παραπονιάρης δίσκος στριγγλίζει, έξω. Στο παράθυρο του ξενοδοχείου μου: σήτα για τα κουνούπια. Έλατα, πελούζες, μανόλιες. Τοίχος και κόκκινη επιγραφή.
Διαχίζω τον κήπο στις επτά, για να πάω στην τραπεζαρία. Βρέχει πολύ δυνατά.

Καρτ ποστάλ – αμέτρητες, τρελή βιασύνη, κανονικό μπορντέλο, μπαγαποντιά για να κολλήσω τα γραμματόσημα.

Τα «Τετράδια από το ταξίδι στην Κίνα» του Ρολάν Μπαρτ (μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Πατάκη) περιλαμβάνουν τις σκέψεις, τα γεγονότα, τις εντυπώσεις από την επίσκεψη του Γάλλου διανοούμενου στο Πεκίνο την περίοδο της Μεγάλης Προλεταριακής Πολιτιστικής Επανάστασης. Το ταξίδι, που πραγματοποιήθηκε μετά από επίσημη πρόσκληση της κινεζικής πρεσβείας, είχε διάρκεια τριών εβδομάδων: από τις 11 Απριλίου έως τις 4 Μαΐου του 1974. Από την πρωτεύουσα της Κίνας, ο Μπαρτ ταξιδεύει με τρένο σε όλη τη χώρα, για να συναντήσει συγγραφείς, ακαδημαϊκούς, για να επισκεφθεί εργοστάσια, σχολεία, κομμούνες, πάρκα με παγόδες, εστιατόρια, όπερες. Η αμαξοστοιχία στην οποία επιβαίνει διασχίζει ατελείωτες εκτάσεις με ρυζοκαλλιέργειες κι ο συγγραφέας που κατέγραψε τον ερωτικό λόγο με τέτοια ακρίβεια όσο κανείς, κρατά σημειώσεις με μολύβι σε ένα μαύρο moleskine. Λόγος κοφτός και περιεκτικός. Συνοδεύεται από μικρά σκίτσα και μουτζούρες.

Δευτέρα 22 Απριλίου (από Νανκίν στο Λούο Γιανγκ)
Ήρεμη νύχτα στο βαγκονλί. Αν και πάντοτε κάποια αναστάτωση. Όμως είναι άνετα, είμαστε μόνοι. Μαξιλάρια γεμισμένα με ρύζι.
Ξύπνημα: επίπεδη γη, ήλιος ελαφρά κρυμμένος από την ομίχλη, γη στεγνή, σε χρώματα μπεζ-ροζ, αγροί σε απαλό πράσινο. Δεντροστοιχίες. Μπαίνουμε στο Χενάν.

Μικροί σταθμοί πολύ δυτικοί, φτωχικοί και ειρηνικοί. Στην αποβάθρα πάνε κι έρχονται διάφοροι να αγοράσουν τηγανόψωμο προτού ξαναμπούν στο τρένο.
Μια χώρα χωρίς ρυτίδες.
Το τοπίο δεν είναι εκπολιτισμένο, καλλιεργημένο (πέρα από τις καλλιέργειες της γης): τίποτα που να μιλάει για ιστορία.

Δευτέρα 29 Απριλίου (Πεκίνο)
7.30. Κάτω από την μπαλκονόπορτα του δωματίου μου, η λεωφόρος και ένα μεγάλο μέρος του Πεκίνου, σκεπές με σκονισμένα κεραμίδια, καφερόδινα. Ο ουρανός είναι γκρίζος, αλλά ο ήλιος προσπαθεί να διαπεράσει τα σύννεφα.

Από τα δωμάτια των ξενοδοχείων στα οποία διαμένει μυρίζει τα μπαχάρια, το τσάι, τα ρόδα που στολίζουν τα μαλλιά των κοριτσιών, αλλά λόγω του απαιτητικού, αυστηρού προγράμματος αισθάνεται διαρκώς ότι, ενώ βλέπει όλα τα αξιοθέατα που υπάρχουν στην ατζέντα ενός τυπικού ξεναγού, κάτι του διαφεύγει. Η αλητεία. Μόνο αν δεις μια πόλη στο σκοτάδι, αν βαρεθείς καθισμένος στο παγκάκι μιας πλατείας, αν ξεχάσεις ρολόγια, αν δεις την ασχήμια που κρύβουν τα οργανωμένα tour, μπορείς πραγματικά να κατακτήσεις μια ξένη χώρα.

Το βιβλίο διαβάζεται -αν θέλει κανείς- σε μερικές ώρες. Ο λόγος, τόσο λιτός που γίνεται ποιητικός, κυλάει απολαυστικά, αφού συνδυάζει το λαμπρό πνεύμα του φιλοσόφου και την μαγεία της Κίνας.

Παρασκευή 3 Μαΐου (Πεκίνο)
Τελευταίο δείπνο, προσφορά του Λουξίνγκ-σε.
Εστιατόριο Σαντούνγκ. Αίθουσα αρκετά πολυτελής, σκάλα του 1925. Τσάι, ζεστές, αρωματισμένες πετσέτες. Υποδοχή από τον Μεγάλο Αρχηγό του Λουξίνγκ-σε.
Ο Μεγάλος Αρχηγός βγάζει πολιτικό λόγο με αριθμούς.
Έδεσμα: στομάχι αρνιού κ.λπ. Πολύ καλό.
Βόλτα γύρω από το ξενοδοχείο πριν φτιάξω τη βαλίτσα μου.

Σάββατο 4 Μαΐου
Ξυπνάω στις πέντε για την αναχώρηση. Εκνευρισμένος. Έξω, μεγάλη συννεφιά, τελευταίες στέγες από Παγόδες, τελευταία κλάξον.