Αυτές τις μέρες διαβάζω το πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα του Γκορ Βιντάλ «Η Χρυσή Εποχή» (εκδ. Scripta, μτφρ. Ρένα Χατχούτ), το οποίο καταγράφει το παρασκήνιο που υποχρέωσε τον Ρούσβελτ να αποφασίσει την εμπλοκή των ΗΠΑ στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα ιστορικά/πολιτικά λογοτεχνικά βιβλία, στην πλοκή των οποίων τα αληθινά πρόσωπα μπερδεύονται με μυθιστορηματικούς ήρωες, είναι πραγματικά το καλύτερό μου. Ένα πεδίο που ο Γκορ Βιντάλ έπαιζε στα δάχτυλα. Στο συγκεκριμένο βιβλίο του επιχειρηματίες, διπλωμάτες, αρθρογράφοι, εκδότες, σταρ του Χόλιγουντ, σκηνοθέτες, γερουσιαστές και παρατρεχάμενοι στήνουν στο Λευκό Οίκο ένα απίστευτο γαϊτανάκι γύρω από τον Πρόεδρο, με στόχο να τον πείσουν να μην ακολουθήσει την πολιτική του απομονωτισμού και να συμμαχήσει με την Αγγλία και τη Γαλλία κατά του Χίτλερ.

Όσο περνούν οι σελίδες και η αρχιτεκτονική της ίντριγκας αποκαλύπτει το μεγαλείο της συνειδητοποιώ ότι μπορεί ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος να ήταν απείρως πιο άγριος δεν ήταν όμως αυτός που άλλαξε ριζικά τα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα της Ευρώπης, όχι τουλάχιστον με τη σφοδρότητα που το έκανε ο Πρώτος. Ο Αλαν Χόλινγκχερστ είχε απόλυτο δίκιο όταν έγραφε στο πολύ ατμοσφαιρικό μυθιστόρημά του «Το παιδί του ξένου» (εκδ. Καστανιώτη), ότι οι Άγγλοι ακόμα και σήμερα όταν μιλούν με φρίκη για τον πόλεμο εννοούν το Μεγάλο Πόλεμο.

Γιατί όμως παρ' όλα αυτά έχουμε αφήσει τη λήθη να σκεπάσει ένα τόσο συγκλονιστικό γεγονός που τελικά ήταν πολύ πιο καθοριστικό από οποιοδήποτε άλλο για το μέλλον της Ευρώπης; Ο δημοσιογράφος Πέτρος Παπακωνσταντίνου έγραψε ένα άρθρο στην Καθημερινή της Κυριακής με αφορμή τη χθεσινή επέτειο της δολοφονίας του διαδόχου της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, του αρχιδούκα Φραγκίσκου-Φερδινάνδου και της συζύγου του (28 Ιουνίου 1914) -η σπίθα που οδήγησε στη λαίλαπα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου-, στο οποίο δίνει μια πολύ ενδιαφέρουσα ερμηνεία: «Στη συλλογική μνήμη των Ευρωπαίων, ο Μεγάλος Πόλεμος κατέχει σαφώς υποδεέστερη θέση έναντι του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σαν να ήταν “μόνο” το πρελούδιο της πραγματικής Αποκάλυψης. Το γεγονός αυτό δεν εξηγείται εύκολα ούτε από τη μεγαλύτερη χρονική απόσταση ούτε από το μέγεθος των συνεπειών μιας σύγκρουσης που αφάνισε 14 εκατομμύρια ανθρώπους, γκρέμισε τέσσερις αυτοκρατορίες –Αυστροουγγρική, Ρωσική, Γερμανική, Οθωμανική–, ανέδειξε το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος στον κόσμο, χάραξε τα σύνορα της Μέσης Ανατολής και απαθανατίστηκε στα τρομερά μυθιστορήματα του Ρεμάρκ, του Γκρέιβς, του Σελίν και του Μυριβήλη. Κάτι άλλο, πιο βαθύ και πιο σκοτεινό, πρέπει να κρύβεται πίσω από την επίμονη απώθηση.
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν "τακτοποιείται" εύκολα από τη λογική μας και δεν "χωνεύεται" εύκολα από την ηθική μας. Σε αντίθεση με τον Δεύτερο, στερείται της απόλυτης αντίθεσης ανάμεσα στο "καλό" και το "κακό". Δεν έχει να επιδείξει ένα "τέρας" στο ύψος του Χίτλερ ή μια φρίκη στο ύψος του Ολοκαυτώματος. Αν η θυσία στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο θεωρείται αναδρομικά αυτονόητο καθήκον, η αιματοχυσία στον Πρώτο φαντάζει σαν ανυπόφορη ματαιότητα, που ζητάει επίμονα μια κάποια αιτιολόγηση: Γιατί έγιναν όλα αυτά και πώς δεν θα ξαναγίνουν;».

Τελειώνοντας το άρθρο ξεσκόνισα μερικά -διαβασμένα, μισοδιαβασμένα και αδιάβαστα- μυθιστορήματα από τη βιβλιοθήκη μου (από το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» του Σελίν και το «Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον» του Ρεμάρκ μέχρι τον «Αποχαιρετισμό στα όπλα» του Χέμινγουεϊ), ξεχωρίζοντας το πρόσφατο «14» του Ζαν Εσνόζ (εκδ. Ίκαρος, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης) και τον «Επικίνδυνο Οίκτο» του Στέφαν Τσβάιχ (εκδ. Άγρα, μτφρ. Μιμίκα Κρανάκη), στα οποία θα δώσω προτεραιότητα. Παράλληλα θυμήθηκα και μια παλιότερη ανάρτηση του Ναυτίλου για τη βιογραφία του Τσβάιχ «Ο κόσμος του χθες: Αναμνήσεις ενός Ευρωπαίου» (εκδ. Printa, μτφρ. Αλεξία Καλανταρίδου & Τατιάνα Λιάνη) που θέλω να αγοράσω. Στο απόσπασμα που ακολουθεί καταλαβαίνεις πόσο απίστευτη ήταν η αθωότητα με την οποία οι Ευρωπαίοι μπήκαν στο Μεγάλο Πόλεμο, χωρίς να ξέρουν ότι θα αλλάξει ριζικά τη ζωή τους για πάντα: «Οι άνθρωποι συνέχιζαν τα μπάνια τους, τα ξενοδοχεία παρέμεναν γεμάτα, κι οι παραθεριστές εξακολουθούσαν να συνωστίζονται στην πίστα σουλατσάρωντας, φλυαρώντας και γελώντας. Αλλά για πρώτη φορά, ένα νέο στοιχείο έκανε την εμφάνισή του. Ξαφνικά, είδαμε να ξεπροβάλλουν στην πλαζ Βέλγοι στρατιώτες, πράγμα παράδοξο, αφού σε κανονικές συνθήκες δεν έρχονταν ποτέ εκεί. Σκυλιά έσερναν τα μυδραλιοβόλα μέσα σε μικρά οχήματα -κάτι που αποτελούσε μια περίεργη ιδιαιτερότητα του βελγικού στρατού. (...) Οι μάζες εξεγείρονταν, κι εμείς γράφαμε και σχολιάζαμε ποιήματα. Δεν βλέπαμε τα πύρινα σημάδια στον τοίχο κι απολαμβάναμε αμέριμνοι τα ακριβά εδέσματα της τέχνης, όπως άλλοτε ο βασιλιάς Βαλτάσαρ, χωρίς να φοβόμαστε να κοιτάξουμε το μέλλον. Και μοναχά δεκαετίες αργότερα, όταν γκρεμίστηκαν στα κεφάλια μας στέγες και τείχη, συνειδητοποιήσαμε πως τα θεμέλια είχαν υποσκαφτεί από καιρό και πως η έλευση του νέου αιώνα, είχε σηματοδοτήσει την αρχή του τέλους της ατομικής ελευθερίας στην Ευρώπη».

Ο Ιούνιος του 1914 ήταν μια ανάσα πριν τη βίαιη ενηλικίωση της Ευρώπης. Εκείνο ήταν το τελευταίο καλοκαίρι ανεμελιάς. Έκτοτε η Γηραιά Ήπειρος δεν θα ήταν ποτέ ξανά η ίδια.