Ξεκινάς ήσυχα κι ωραία ένα μαραθώνιο βεράντας με βιβλίο, σαλάτα και καφέδες με θρυμματισμένο πάγο... Ακυρώνεις τα πάντα για να διαβάσεις ένα μυθιστόρημα για τον Κομμουνισμό και την Κομιντέρν και ξαφνικά πέφτεις σε μια φράση που σε αναγκάζει να σηκωθείς από τη σεζλόνγκ και να αναζητήσεις στη βιβλιοθήκη το Κατά Μπαρτ Ευαγγέλιο των Ερωτευμένων, χιλιοδιαβασμενους Κούντερα, δερματόδετους Σταντάλ και να διανύσεις για μια ακόμη φορά την απόσταση από την άφατη ουτοπική ευτυχία στα μαύρα φεγγάρια του έρωτα.

«Τώρα κάθονταν σ' ένα καφέ. Η Λίζμπετ σκούπισε το πρόσωπό της με το δικό του μαντίλι, περίμεναν σιωπηλοί κι οι δύο να τους φέρουν το πρωινό. Ύστερα εκείνη έφαγε -λαίμαργα, όπως πάντα όταν ήταν θλιμμένη. Μια κίτρινη λουριδίτσα έμεινε στο πανωχείλι της. Κι όταν ο Γιόσμαρ, ρίχνοντας ένα βλέμμα πάνω απ' την εφημερίδα του, είδε αυτό το κίτρινο στόμα, ένιωσε βέβαιος πως αυτή η γυναίκα δεν τον αφορούσε πια καθόλου, πως καμιά κουβέντα που θα 'βγαινε απ' αυτό το στόμα δεν θα έπρεπε να επιτρέψει να τον συγκινήσει».

Αυτό το απόσπασμα από το απολαυστικό πρώτο μέρος της τριλογίας του Μανές Σπέρμπερ Η Καμένη Βάτος (εκδ. Καστανιώτη, μτφρ. Έμη Βαϊκούση, σελ. 39), εκφράζει απολύτως το στάδιο της ερωτικής απομάγευσης. Ο εραστής ανακαλύπτει ότι οι αμφιβολίες που θρέφει μέσα σε μια βασανιστική σιωπή -μια ένοχη σιωπή που δεν παραδέχεται για καιρό ούτε στον ίδιο τον εαυτό του- για το ερωτικό αντικείμενο του πόθου του, είναι δυστυχώς όχι μόνο βάσιμες, αλλά μη αναστρέψιμες. Η διαδικασία της εξιδανίκευσης που ο Σταντάλ στο Περί Έρωτος (εκδ. Εξάντας) ονομάζει «κρυστάλλωση», έχει ολοκληρώσει οριστικά και αμετάκλητα τον κύκλο της. Ο ερωτευμένος συνειδητοποιεί και αποδέχεται πια ότι «ο έρωτας μοιάζει με τον πυρετό· γεννιέται και σβήνει ενώ η θέληση δεν έχει τον παραμικρό λόγο».

Ζαλισμένος από το κενό που αφήνει πίσω του ο πυρετός, η ολοκληρωτική απουσία της ερωτικής παραζάλης που κάποτε τον ταλάνιζε, βιώνει μια εσωτερική εξορία. «Αποφασισμένο να απαρνηθεί την ερωτική κατάσταση, το ερωτικό υποκείμενο διαπιστώνει με θλίψη ότι έχει εξοριστεί από το Φαντασιακό του» (Ρολαν Μπαρτ, Αποσπάσματα τουερωτικού λόγου, εκδ. Ράππα, σελ. 125). «Αρχίζει τότε ένα είδος μακράς αϋπνίας. Αυτό είναι το καταβλητέο τίμημα: θανατώνοντας την (εξιδανικευμένη) εικόνα (του άλλου) εξαγοράζω τη ζωή μου».

Διαβάζοντας γι' αυτή τη μικρή λουριδίτσα στα χείλη της Λίζμπετ, μια απεχθής πια εικόνα που γίνεται το λάβαρο της απελευθέρωσης του ήρωα από το βάσανο ενός νεκρού έρωτα, θυμάμαι μια αντίστοιχη διαδικασία «αποκρυστάλλωσης» στους Γελοίους Έρωτες του Μίλαν Κούντερα (εκδ. Οδυσσέας και Εστία): «Σκεφτόταν ότι αυτή η κοπέλα, όπως την αγαπούσε, δεν ήταν παρά ένα προϊόν της επιθυμίας του, της αφηρημένης σκέψης του, της εμπιστοσύνης του, και ότι η φίλη του, όπως ήταν πραγματικά, ήταν η γυναίκα που στεκόταν εκεί, απελπιστικά άλλη, απελπιστικά ξένη, απελπιστικά πολύμορφη. Τη μισούσε».

Ο ήρωας του Σπέρμπερ με τα αντανακλαστικά του σε πλήρη εγρήγορση αποδέχεται την αποκρυστάλλωση, την απομάγευση, την εξορία από το φαντασιακό του, άμεσα και χωρίς μάταιες εκλογικεύσεις, μπαίνει στο τρένο και εγκαταλείπει την ξένη πια γυναίκα που κάποτε αγάπησε παράφορα. Επιλέγει να αφήσει την εικόνα να πεθάνει για να εξαγοράσει τη ζωή του. Επιβιώνει. Δεν κάνει το λάθος του Φραντς και της Ρεβέκα στα Μαύρα Φεγγάρια του Έρωτα που προσπάθησαν «να νικήσουν τη μονοτονία του ζευγαριού, ανάγοντας τον έρωτα σε ειδωλολατρία», να ξεγελάσουν το τέλος με έναν ακόρεστο σεξουαλικό κανιβαλισμό. «Σήμερα πληρώνουμε επειδή θελήσαμε να διαιωνίσουμε μια αυταπάτη» (Πασκάλ Μπρυκνέρ, εκδ. Αστάρτη, σελ. 155). Πιο παλιά ίσως να θεωρούσα τον ήρωα του Σπέρμπερ δειλό, τώρα τον θεωρώ υγιή. Ίσως να έχω μεγαλώσει

«Παρότι μας λένε ότι “καταναλώνουμε” λογοτεχνία, η λογοτεχνία, σε αντίθεση με το φαγητό που βρίσκεται στο πιάτο μας, παραμένει εκεί αφότου την έχουμε καταναλώσει... Και στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι εξίσου νόστιμη όσο και την πρώτη φορά».

Για τους εραστές της γεύσης ένα πιάτο δεν είναι παρά ένας καμβάς που κάποιος έχει φιλοτεχνήσει. Κάθε μπουκιά αφήνει στο στόμα αρώματα και γεύσεις, ένα μικρό ποίημα γεμάτο φυσαλίδες που σκάνε στον ουρανίσκο.

Το ίδιο συμβαίνει και με την καλή λογοτεχνία. Μια φράση αρκεί για να σε μεθύσει ή μια τρελή, αναπάντεχη σύνταξη να σε μαγέψει όπως το συγκλονιστικό καρπάτσιο ενός σεφ. Οι συγγραφείς μαγειρεύουν επικίνδυνα πράγματα, αφού οι λέξεις μπορούν να σε στοιχειώσουν για πάντα. Οι εικόνες και οι συνειρμοί που δημιουργούν με την αφήγησή τους μπορούν να εισβάλλουν μέσα σου και να ξεσπάσουν σαν χείμαρρος σε ανύποπτο χρόνο. Η λογοτεχνία γητεύει. Εθίζεσαι στην καλή λογοτεχνία, σ΄αυτό το αέναο κυνήγι της τέλειας φράσης. Μιας φράσης τόσο άψογης που αποτελεί από μόνη της ένα μικρό αριστούργημα.

Με χάρακες και μολύβια (εγώ πάντα με χάρακα μαύρο και μαύρο πλακέ μολύβι Moleskine), με το καλό μας μπλε στυλό, με φλούο μαρκαδοράκια οι τολμηροί ή με ένα ταπεινό Bic με μασημένο καπάκι, υπογραμμίζουμε και ξανα-υπογραμμίζουμε, κρατούμε σημειώσεις, κυκλώνουμε, βάζουμε σύμβολα, βελάκια κι ενδείξεις στο λευκό περιθώριο προσπαθώντας να απαθανατίσουμε μια φράση-κλειδί. Λέξεις εισιτήρια που μας μεταφέρουν κάπου μακριά από εμάς -μακριά κι όμως τόσο οικεία-, λάφυρα από ταξίδια στην άκρη της σελίδας, θησαυρούς που φυλάμε, σαν σεντούκια με πολύτιμους λίθους και παλιά νομίσματα, σε μια γωνιά του μυαλού μας. Ασήμαντα πράγματα, παρηγοριές για ονειροπαρμένους, κι όμως αυτά τα ασήμαντα είναι τα μόνα πράγματα που στο τέλος μένουν, ευτυχώς, μαζί με την αγάπη.