Όταν ξεκινούσα το πρωί με το ποδήλατο για το γιορτινό μπαζάρ των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης δεν περίμενα με τίποτα ότι στην Κλεισόβης στα Εξάρχεια θα γινόταν κυριολεκτικά ένα πάρτυ με live jazz από μία μπάντα, τραπέζια με κρασί, γλυκά και υπέροχα βιβλία που τα ήθελες όλα... Ο πεζόδρομος ήταν γεμάτος με κόσμο: παρέες φοιτητών, μεγαλύτεροι αναγνώστες, όλοι με τα μπουφάν μας και φορτωμένοι με τους τόμους μας, περιμέναμε υπομονετικά να πληρώσουμε για ώρες.

Ποιος να περίμενε τέτοια προσέλευση στο εβέντ ενός εξειδικευμένου εκδοτικού με επιστημονικά βιβλία; 
Ηθικό δίδαγμα 1ο: Κι όμως να που οι νέοι -ήταν η πλειοψηφία- όχι μόνο διαβάζουν, αλλά ενδιαφέρονται και για πολύ καλά βιβλία. Ήταν απόλαυση να βλέπεις μικρά κοτόπουλα στα 19 και στα 20 να αγοράζουν τον Συντηρητισμό του Κονδύλη ή την Ιστορία του Ελληνικού Κράτους του Δερτιλή.

Παρόλο που δεν υπήρχε σωστή οργάνωση: για παράδειγμα στα βιβλία δεν αναγράφονταν οι τιμές (έπρεπε να παρακολουθείς τον κατάλογο και να υπολογίζεις την έκπτωση) ή το ταμείο ήταν σε λάθος σημείο και οι πληρωμές γίνονταν πάρα πολύ αργά, ο καταναλωτής δεν είχε τουλάχιστον την αίσθηση ότι τον κοροϊδεύουν. Κανένας δεν δυσαρεστήθηκε, δεν διαμαρτυρήθηκε, δεν έσπρωξε, δεν ζήτησε να δει τον υπεύθυνο εκτοξεύοντας βιβλικές κατάρες - δεν έγινε δηλαδή τίποτε από όλα αυτά τα παρανοϊκά που συμβαίνουν συνήθως όταν συνωστίζονται πολλοί άνθρωποι με καταναλωτική φούρια σε ένα μικρό χώρο. Κατά τη γνώμη μου αυτό οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους: Πρώτον στην πολύ ευγενική συμπεριφορά των ανθρώπων του εκδοτικού που έκαναν ό,τι μπορούσαν για να εξυπηρετήσουν τον κόσμο, ο οποίος ήταν ομολογουμένως περισσότερος από κάθε προσδοκία. Δεύτερον το μπαζάρ ήταν μπαζάρ: όλα τα βιβλία είχαν έκπτωση, όχι σαν κάτι άλλα απαράδεκτα μπαζάρ-αρπαχτές που έχουμε πάει κατά καιρούς και έπρεπε να έχουμε κληρονομικό χάρισμα για να καταφέρουμε να ξεχωρίσουμε ποια βιβλία ήταν σε προσφορά και ποια όχι. Στο σημερινό μπαζάρ ΟΛΑ τα βιβλία είχαν έκπτωση: τα καινούρια είχαν 40% (όσο και στην Πρωτοπορία δηλαδή), κάποια λίγα είχαν 80%, ενώ τα υπόλοιπα -τα περισσότερα- του καταλόγου είχαν 60% (αυτά ήταν ουσιαστικά που άξιζαν τον κόπο της αναμονής). 
Ηθικό δίδαγμα 2ο: Το ήθος αναγνωρίζεται και όταν αυτός που πουλάει σέβεται τόσο το προϊόν του όσο και τον καταναλωτή, ο καταναλωτής θα υπομείνει αδιαμαρτύρητα ακόμα και την πιο μεγάλη ταλαιπωρία με χαμόγελο.

Στα «λάφυρα» τώρα: Όπως θα είδατε στη φωτογραφία πήρα πέντε βιβλία συνολικής αξίας €79, το ένα του Κονδύλη μου το έκαναν δώρο γιατί είμαι γλυκούλης (:-p), και πλήρωσα μόνο €26.


ΥΓ. Όσο περίμενα σε ένα café στον πεζόδρομο διάβασα το μισό Φάντασμα της Όπερας, πετάχτηκα μέχρι το Εθνικό Θέατρο για να παραλάβω κάτι προσκλήσεις για τον Βίο του Γαλιλαίου, πέρασα από το βιβλιοπωλείο για να αγοράσω τη Σκοτεινή Ήπειρο του Μαρκ Μαζάουερ και τα Τρία Λευκά Φέρετρα του Αντόνιο Ούνγκαρ, έφαγα μία σαλάτα, σταμάτησα στο βεγκανομπακάλικο για αγαύη / σοκολάτα χωρίς γάλα / παξιμάδια βρώμης και επιπλέον γνώρισα και πέντε έξι ενδιαφέροντα άτομα και είπαμε δυο λογάκια της προκοπής.  

Σε αυτό το μπλογκ υπάρχει μία παράδοση χρόνων: κάθε Δεκέμβριο, λίγες ημέρες πριν τα Χριστούγεννα, προτείνω ένα βιβλίο σκοτεινό για να έρθει να ισορροπήσει μέσα μας το λαμπιόνι και η μεταλλιζέ γιρλάντα της γιορτής. Θρίλερ με φαντάσματα, αστυνομικό, μακελάρικο graphic novel, ιστορικό με φονικούς σεισμούς, εκατονταετείς πολέμους και μεσαιωνικούς λιμούς, κάτι δυσοίωνο τέλος πάντων για να γίνει και λίγο κέφι. Παραμονές της άγιας νύχτας κι ενώ η μανούλα παίζει Fifty Shades of Chicken με τη δεμένη πισθάγκωνα γαλοπούλα στην κουζίνα, εγώ θρονιάζομαι στη δερμάτινη πολυθρόνα του εξόριστου στον καναπέ μπαμπά και με βλοσυρή αυταρέσκεια τηρώ τη δική μου παράδοση «χιόνια στο καμπαναριό, πανώλη σ΄ όλο το χωριό». Τίποτα ωραιότερο από το να περνάς τη γιορτή παρασιτικά στο πατρικό με ένα ωραίο, ανατριχιαστικό βιβλίο.

Φέτος, λοιπόν, αν είστε σε αντίστοιχο mood, προτείνω ένα μυθιστόρημα με καταιγιστική πλοκή που -έτσι, για την απληστία- τα έχει όλα: εγκλήματα, στοιχειωμένα σπίτια, ερειπωμένα νησιά, σπούκι νεκροταφεία με χορταριασμένους τάφους, εξαφανίσεις παιδιών, σημαδεμένους με θρησκευτικά σύμβολα αυτόχειρες... Χαμός. Η Εκδίκηση της Yrsa Sigurðardóttir (εκδ. Μεταίχμιο) ένα πολύ ατμοσφαιρικό αστυνομικό με φαντάσματα. Συνδυάζει την πλοκή μιας εξαφάνισης ανηλίκου με την περιπέτεια τριών φίλων σε ένα στοιχειωμένο σπίτι, το οποίο αγόρασαν σε κάποιο νησί και προσπαθούν μέσα στο καταχείμωνο να το ανακαινίσουν για να το μετατρέψουν σε ξενώνα πριν έρθει το καλοκαίρι. Λατρεύω τα βιβλία που είναι γεμάτα ανατριχιαστικές σκηνές και το συγκεκριμένο είναι από τα καλύτερα του είδους που έχω διαβάσει: οι σελίδες του είναι γεμάτες με σκοτεινές σκάλες, ανήλιαγα παγωμένα δωμάτια όπου παραμονεύει το κακό, απόκοσμα τριξίματα μέσα στην άγρια νύχτα, βήματα σε διαδρόμους, παράθυρα σε χειμωνιάτικα τοπία με τον αέρα να παραδέρνει τα γυμνά κλαδιά των δέντρων.

Στο βιβλίο ο αναγνώστης παρακολουθεί δύο παράλληλες ιστορίες που όμως στην πορεία μπλέκονται μέσα από μια γρήγορη δράση με ανατροπές που φτάνουν μέχρι το δυνατό φινάλε. Τρεις φίλοι -ένα ζευγάρι, η Κατρίν και ο Κάρδαρ, και η φίλη τους Λιβ που έχει χάσει πρόσφατα τον άντρα της- αφήνουν πίσω τους το πολιτισμό για να πάνε σε ένα έρημο νησί και να ανακαινίσουν ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι που αγόρασαν. Σύντομα ανακαλύπτουν ότι στο νησί συμβαίνει κάτι πολύ παράξενο: ένα παιδί εμφανίζεται από το πουθενά και τους ξυπνά μέσα στη νύχτα, σπασμένοι σταυροί από το νεκροταφείο βρίσκονται πεταμένοι στην αυλή, κοχύλια και υγρές πατημασιές υπάρχουν χωρίς εξήγηση στην κουζίνα. Η κακοκαιρία που κρατά τους φίλους αποκλεισμένους σε συνδυασμό με το αίσθημα ολοκληρωτικής απομόνωσης που νιώθουν όταν διαπιστώνουν ότι τα κινητά τους μυστηριωδώς δεν λειτουργούν πια, φτιάχνουν ένα ζοφερό κλίμα που γίνεται ολοένα και πιο άγριο. Στην απέναντι πόλη, ένας ψυχίατρος, ο Φρέιρ, αναζητά με τη βοήθεια μιας νεαρής ντετέκτιβ το γιο του που εξαφανίστηκε χρόνια πριν. Σύντομα οι δύο ήρωες ανακαλύπτουν ότι η υπόθεση εξαφάνισης έχει σχέση με την αυτοκτονία μιας ηλικιωμένης γυναίκας που βρέθηκε κρεμασμένη σε μια εκκλησία.

Η αίσθηση του κρύου, η παγωνιά του σκανδιναβικού τοπίου, κυριαρχεί, σχεδόν τη νιώθεις από την αρχή έως το τέλος. Φυσικά όπως όλα τα μυθιστορήματα αυτά είναι γραμμένο ακολουθώντας τα κινηματογραφικά τρικ των μάγων του νουάρ: κάθε κεφάλαιο σταματά την ώρα της κορύφωσης, έτσι που να μην μπορείς να αφήσεις το βιβλίο από τα χέρια σου.

ΥΓ. Υπολογίζω μέχρι τα Χριστούγεννα -μεταξύ Αριστοτέλη, Κοπέρνικου και Γαλιλαίου που διαβάζω για τη σχολή- να έχω ολοκληρώσει το ατμοσφαιρικό βικτοριανό μυθιστόρημα «Η γυναίκα με τα άσπρα» του Wilkie Collins (εκδ. Ηλέκτρα). Μετά σκέφτομαι να περάσω ή στο «Ζοφερό Οίκο» τoυ Charles Dickens (εκδ. Gutenberg), ή στον «Ένοικο» του Roland Topor, ή στον Μεγάλο Σεισμό: Καταστροφή, δέος και ορθολογισμός στη Λισαβόνα το 1755 (εκδ. Κριτική). Καλές γιορτές :-)