Ένας σταρ του Χόλιγουντ πεθαίνει πάνω στη σκηνή παίζοντας τον Βασιλιά Ληρ. Μερικές ώρες μετά μια πανδημία γρίπης σαρώνει όλο τον κόσμο, καταλύοντας μέσα σε λίγες μόλις εβδομάδες τον πολιτισμό. Το ρεύμα και το νερό κόβονται σταδιακά, τα σούπερ μάρκετ κλείνουν, οι αποθήκες ειδών πρώτης ανάγκης αδειάζουν, τα αεροπλάνα καθηλώνονται στα αεροδρόμια, οι αυτοκινητόδρομοι γίνονται ένα ασάλευτο γυαλιστερό ποτάμι από καυτή λαμαρίνα, οι μοναδικοί επιζώντες προσπαθούν να τους διασχίσουν ανάμεσα στα εγκαταλελειμμένα αυτοκίνητα που δεν μπορούν να κινηθούν λόγω έλλειψης καυσίμων. Το 95% του παγκόσμιου πληθυσμού πεθαίνει από το φονικό ιό γρίπης της Γεωργίας ή τις κακουχίες ή τις ληστείες από συμμορίες που λυμαίνονται τις μητροπόλεις.

Η Εmily St. John Mandel από τον Καναδά, στο μυθιστόρημά της Σταθμός Έντεκα (εκδ. Ίκαρος), χτίζει μια δυστοπία από αυτές που που σε μαγεύουν από την πρώτη σελίδα και σε αναγκάζουν ακόμα και εν μέσω εξεταστικής να κλέψεις χρόνο για να την απολαύσεις. Ο ρυθμός και το στυλ γραφής είναι δυνατά, η μετάφραση της Βάσιας Τζανακάρη προσεγμένη και λιτή, το εξώφυλλο του βιβλίου υπέροχο όπως όλα όσα φιλοτεχνεί ο Χρήστος Κούρτογλου για την πολύ φιλόδοξη σειρά ξένης λογοτεχνίας των εκδόσεων Ίκαρος.


Το πρώτο μέρος του βιβλίου που περιγράφει τις στιγμές μετά το ξέσπασμα της γρίπης είναι καταιγιστικό. Το δεύτερο μέρος που πρόκειται για ένα flashback στη ζωή του ηθοποιού Άρθουρ Λιάντερ, ο οποίος παθαίνει καρδιακή προσβολή την ώρα που ερμηνεύει Σαίξπηρ σε κάποιο κεντρικό θέατρο του Τορόντο, είναι άνισο. Ο αναγνώστης περνά πολύ γρήγορα σε μια σαφώς πιο αργή αφήγηση, μέσα από την οποία η συγγραφέας προσπαθεί -όχι πολύ επιτυχημένα- να χτίσει τους χαρακτήρες των ηρώων. Αυτή είναι κατά τη γνώμη μου η αδυναμία του βιβλίου: Η Mandel δεν δημιουργεί αξιομνημόνευτους χαρακτήρες που θα κάνουν αυτό το απολαυστικό βιβλίο ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, αλλά μάς χαρίζει μια δυνατή πλοκή και μάλιστα το κάνει χρησιμοποιώντας μια ωραία γλώσσα, λογοτεχνικές περιγραφές που σε ταξιδεύουν, σου δημιουργούν συναισθήματα και σε κάνουν να νοσταλγείς τον παλιό κόσμο που κατέρρευσε σαν πύργος στην άμμο από ένα κύμα γρίπης. Στην πορεία η αφήγηση βρίσκει ξανά το ρυθμό της και, στα τελευταία κεφάλαια όπου όλα δένουν, απογειώνεται.



Βρήκα το εύρημα που χρησιμοποίησε η συγγραφέας για να ενώσει τις ιστορίες με ένα σαιξπηρικό νήμα, οι άκριες του οποίου ξεκινούν και καταλήγουν στο θέατρο, πολύ ενδιαφέρον. Κεντρική ηρωίδα είναι η Κίρστεν, ένα οκτάχρονο κορίτσι που συμμετέχει στην παράσταση του Άρθουρ Λιάντερ, το οποίο έχει καταφέρει να επιζήσει και ως ενήλικη είναι ηθοποιός σε μια περιπλανώμενη θεατρική ομάδα που ταξιδεύει στη ζούγκλα του νέου πρωτόγονου κόσμου παίζοντας Σαίξπηρ στους δρόμους, για να θυμίσει στους επιζώντες τη μαγεία της Τέχνης. Διότι η επιβίωση από μόνο της δεν είναι αρκετή. Ο Σαίξπηρ είναι ο συνεκτικός κρίκος, η ραχοκοκαλιά του βιβλίου γύρω από την οποία κινούνται όλοι οι ήρωες με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Τα πρόσωπα της αφήγησης μετά την κατάρρευση του δυτικού πολιτισμού ζουν σε έναν κόσμο που θυμίζει πολύ εκείνον της Μαύρης Πανώλης -η οποία τον Ύστερο Μεσαίωνα (1347 μ.Χ.), σε συνδυασμό με τις πλημμύρες και τον Εκατονταετή Πόλεμο μεταξύ των βασιλείων Αγγλίας και Γαλλίας, εξόντωσε από το 1300 έως το 1450 τα δύο τρίτα του πληθυσμού στη Δυτική Ευρώπηi. Όπως και τότε η πανούκλα οδήγησε τους επιζώντες σε μαζική υστερία και σε έναν μυστικισμό που ευνόησε τη γέννηση βίαιων αιρέσεων και ψευδοπροφητών, έτσι και ο νέος κόσμος της Mandel μετά τη γρίπη μαστίζεται από έναν παρανοϊκό προφήτη που στοχοποιεί την Περιπλανώμενη Συμφωνία. Η συγγραφέας στηρίζεται στα πολιτισμικά δεδομένα εκείνης της περιόδου κατά την οποία γεννήθηκε το θέατρο στους δρόμους από περιπλανώμενες ομάδες, πριν ιδρυθούν στα χρόνια του Σαίξπηρ οι πρώτες σκηνές, αλλά και στις επιρροές που άσκησε το δεύτερο κύμα του Μαύρου Θανάτου στο έργο του Βάρδουii. Άλλωστε, και ο ίδιος ο Σαίξπηρ μετά τα νέα κρούσματα Πανώλης του 1592, η οποία οδηγεί στο κλείσιμο των θεάτρων έως το 1594 αφού ο κόσμος απέφευγε τις συναθροίσεις, αναγκάζεται με την ομάδα του να παίξει τα έργα του στους δρόμους πριν κατασκευάσει το 1598 ένα ξύλινο θέατρο, τη Σφαίρα, στη νότια όχθη του Τάμεσηiii.



ΥΓ. Ο Σταθμός Έντεκα μου θύμισε πολύ δύο άλλες δυστοπίες: Τη Χρονιά της Ερήμου του Πέδρο Μαϊράλ (εκδ. Πόλις) που είναι εμπνευσμένη από την οικονομική κατάρρευση της Αργεντινής το 2001 και Τα Παιδιά των Ανθρώπων της P. D. James (εκδ. Καστανιώτη). Και τα τρία αυτά βιβλία δεν είναι χολιγουντιανού στυλ δυστοπίες, γραμμένες μόνο για να γίνουν ταινία όπως ο πολύ κακός Κατακλυσμός του Στέφεν Μπάξτερ, αλλά έχουν μια λογοτεχνική πατίνα που δεν δημιουργεί στον αναγνώστη την αίσθηση ότι καταναλώνει ένα πλαστικό χιλιοθερμιδικό μπέργκερ με ισχυρές δόσεις ηδονικού τρόμου και εντυπωσιακών εφέ σε κάποιο αμερικανικό fast food. Με τούτα και με 'κείνα μου άνοιξε η όρεξη για την Πλημμύρα του James Ballard (εκδ. Αίολος).

Πηγή: 
iBurns E. M., Eυρωπαϊκή Ιστορία – Ο Δυτικός Πολιτισμός: Νεότεροι Χρόνοι, Επίκεντρο.
iiKermode Frank, Όλος ο κόσμος μια σκηνή: Η εποχή του Σαίξπηρ, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
iiiSutherland John, Μικρή Ιστορία της Λογοτεχνίας, Πατάκης.